Περί Συνοπτικής Αποφάσεως ο λόγος σήμερα, Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας

Της Θεοχαρίδου Καλυψούς    Δικηγόρου – Νομικού συμβούλου

Νομική Βάση:

Διάταξη 18 Θ.1-2[1]. Σωρευτικά πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα:

–      Το κλητήριο να είναι Ειδικώς Οπισθογραφημένο, ήτοι δυνάμει των προνοιών της Δ.2 Θ.6

–      Ο Εναγόμενος/Καθ ου η Αίτηση να έχει καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης και

–      Η Αίτηση να συνοδεύεται από ‘Ένορκη Δήλωση του Ενάγοντα, ή προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά και πάντως στην Ένορκη Δήλωση να επιβεβαιώνεται η αιτία της αγωγής και το αξιούμενο ποσό και να δηλώνεται η πίστη του Ενόρκως Δηλούντος ότι, δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

Νομολογιακές Αρχές για την Δ.18:

Έχουν παγιωθεί νομολογιακά οι αρχές και/ή κριτήρια που τίθενται όταν Δικαστήριο κληθεί να αποφανθεί σε Αίτηση που αιτείται Συνοπτικής Αποφάσεως. Έχει επανειλημμένως μάλιστα γραφεί πως η συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο Εναγόμενος δεν έχει καμία υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή[1].

Η σκοπιμότητα και/ή ο λόγος ύπαρξης της Διαταγής 18 δεν είναι άλλος από το να παρέχει στον Ενάγοντα την ευχέρεια να λάβει απόφαση γρήγορα και χωρίς να προηγηθεί η εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Έχει όμως νομολογιακά καθιερωθεί πως η δικονομική αυτή ευχέρεια, επιβάλλεται να ασκείται με τρόπο προσεκτικό και με φειδώ[2]. Πράγμα νομικώς και λογικώς ορθό. Έτσι, σεβόμενοι και αντιλαμβανόμενοι πλήρως την σοβαρότητα και την αυστηρότητα αυτού του δικονομικού μέτρου από την μία και από την άλλη το γεγονός ότι ο Εναγόμενος/Καθ ου η Αίτηση δύναται να αμφισβητήσει το μέτρο αυτό, με την όποια βασίμως, τυπικά και ουσιαστικά, προβαλλόμενη υπεράσπιση για να αποδείξει αν έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, δεν θεωρούμε το μέτρο αυτό δυσβάστακτο για τον Εναγόμενο/Καθ ου η Αίτηση. Εξάλλου, είναι στο χέρι του να αποδείξει την εκ πρώτης όψεως υπόθεση του με την καταχώρηση Ένστασης προκειμένου να καταδείξει την υπόθεση του. Εν όψει της όποιας αργοπορίας και καθυστέρησης στην καταχώρηση του πιο πάνω Δικογράφου, τούτο θεωρούμε πως, συνιστά απρόθυμη στάση του Εναγομένου/Καθ ου η Αίτηση και πλήττονται βάναυσα και ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα του Ενάγοντα τα οποία επίσης προστατεύονται δυνάμει του άρθρου 30 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ και πάντως, <.η Δ.18 πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όπου η υπόθεση του Ενάγοντα είναι καθαρή και είναι προφανές πέραν από λογική αμφιβολία ότι ο Εναγόμενος δεν έχει καλόπιστη υπεράσπιση[3]> .

Χαρακτηριστικό της πιο πάνω αναφοράς μας, αποτελεί το πιο κάτω απόσπασμα, το οποίο, μεταξύ άλλων αναφέρει[4] πως <.να υποδείξουμε αυτό που έχει λεχθεί πολλές φορές, και αποκτά μεγαλύτερη σημασία σήμερα ενόψει της ορθής αντίληψης που έχει επικρατήσει, ως προς τα δικαιώματα δηλαδή που έχει ο διάδικος βάσει των προνοιών του άρθρου 30 του συντάγματος μας και τις ανάλογες διατάξεις της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η Συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στη Δ.18, Κ1(α) πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται πως ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή>.

Στην περίπτωση δε που έχουμε ως βάση γεγονότων το γραμμάτιο, αν υπήρχε βάσιμος και/ή καλόπιστος ισχυρισμός και/ή αμφισβήτηση, θα έπρεπε ο Εναγόμενος/Καθ ου η Αίτηση, που το βάρος απόδειξης των όποιων ισχυρισμών του, ευρίσκεται στους δικούς του ώμους, προκειμένου να εξασφαλίσει δικαίωμα υπεράσπισης, να παρουσιάσει τέτοιες λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι υπάρχει καλόπιστη υπεράσπιση ή εγείρονται θέματα που πρέπει να εκδικαστούν ή αποκαλύπτονται γεγονότα που κρίνονται αρκετά ώστε να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλλει υπεράσπιση[5]. Στην περίπτωση δε που αυτή δεν καταχωρείται και/ή σημειώνεται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της ίσως να αποδεικνύει την κακοπιστία και/ή τις δεύτερες σκέψεις και/ή τα αλλότρια κίνητρα του Εναγόμενου/Καθ ου  Αίτηση.

Επομένως μία τέτοια καθυστέρηση σε συνδυασμό με την  όλη δικονομική του στάση και συμπεριφορά είναι καταχρηστική και αλλότρια, τόσο για τα συμφέροντα του Ενάγοντα/Αιτητή όσο και για το έργο της απονομής της Δικαιοσύνης.

Επιπρόσθετα, στο Supreme Court Practice, 1999, Vol.1, στη σελ. 174, παράγραφο 14/4/9, αναφέρονται τα ακόλουθα: <The power to give summary judgment under O.14 is “intended only to apply to cases where there is no reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment, and where therefore it is inexpedient to allow a defendant to defend for mere purposes of delay[7]…As a general principle, where a defendant shows that he has a fair case for defence, or reasonable grounds for setting up a defence, or even a fair probability that he has a bona fide defence, he ought to have leave to defend[8] …. Leave to defend must be given unless it is clear that there is no real substantial question to be tried[9]; that there is no dispute as to facts or law which raises a reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment[10] >. Επομένως μόνο σε ξεκάθαρες και/ή ολοφάνερες, για τον Ενάγοντα, υποθέσεις δύναται Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση υπέρ Ενάγοντα και εναντίον Εναγομένου και άρα Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο[11].

Αναφορικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για να κριθεί το θέμα, έχει επισημανθεί ότι το Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει όλη την ενώπιον του κατάσταση και πάντως όχι αποσπασματικά. Συγκεκριμένα, έχει καταγραφεί πως[12]: <It is of course trite law that O.14 proceedings are not decided by weighing the two affidavits. It is also trite that the mere assertion in an affidavit of a given situation which is to be the basis of a defence does not, ipso facto, provide leave to defend; the Court must look at the whole situation and ask itself whether the defendant has satisfied the Court that there is a fair or reasonable probability of the defendants’ having a real or bona fide defence>.

Περαιτέρω, έχει λεχθεί πως[13]: <But the correctness of factual assertions such as these cannot be decided on an application for summary judgment unless the assertions are shown to be manifestly false either because of their inherent implausibility or because of their incosistency with the contemporary documents or other compelling evidence>.

Αν Ενάγων/Αιτητής πληροί τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, ήτοι τόσο τις ουσιαστικές προϋποθέσεις όσο και τις τυπικές, ως η πάγια Νομολογία έχει θέσει, προς την Διάταξη 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τότε η Αίτηση του για Έκδοση Συνοπτικής Απόφασης δύναται να επιτύχει.