Περί προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαικών Κοινοτήτων) και του ΕΚ (Ευρωπαικού Κανονισμού) 1393/2007

Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς
Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου

Περί προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαικών Κοινοτήτων) και του ΕΚ (Ευρωπαικού Κανονισμού) 1393/2007 για επίδοση δικαστικών εγγράφων εις το Εξωτερικό και απόφαση που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου:

Το ευρωπαϊκό δίκαιο που διέπει το θέμα καλύπτεται εμμέσως από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 και ευθέως από τον ΕΚ 1393/2007. Τυχόν κενό ερμηνείας εκάστου όρου Ευρωπαικού Κανονισμού, από τα Διακαστήρια μας, αρμόδιο να διασαφηνίσει την έννοια ή τις έννοιες είναι το Δικαστήριο ΕΚ μετά από την παραπομπή ερωτήματος, προς αυτό, από το Ανώτατο μας Δικαστήριο.

Ο πρώτος ήτοι, ο ΕΚ 44/2001, αφορά στην αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και το μέρος που εδώ εμμέσως ενδιαφέρει είναι το άρθρο 34 το οποίο προβλέπει για τη μη αναγνώριση αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην του εναγομένου και δεν επιδόθηκαν με τον τρόπο που προβλέπει το εδάφιο 2. Η σχετική πρόνοια έχει ως εξής:

Άρθρο 34
Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:
1. ………………………..
2. αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει
3. ………………………
4. ……………………….»
Ο δεύτερος Κανονισμός (ΕΚ 1393/2007) είναι πιο εξειδικευμένος και αφορά ευθέως στον τρόπο επίδοσης και κοινοποίησης δικαστικών (judicial) και εξωδίκων (extra-judicial) «πράξεων» (documents) σε αστικές υποθέσεις, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο του Κανονισμού, παρ. (1):-

«(1) Η Ένωση επιδιώκει τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και προς τούτο θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»

Για διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς επιδιώκεται με τον ΕΚ 1393/2007 «η καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση» μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων (πράξεων) (παράγραφος 2 προοιμίου). Για διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ΕΚ, προβλέπεται ότι η άρνηση της επίδοσης θα πρέπει να είναι δυνατή «σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις» (παράγραφος 10 προοιμίου) και ότι θα πρέπει να παρέχεται τυποποιημένη ενημέρωση του παραλήπτη για το δικαίωμα του να αρνηθεί «εφόσον η πράξη (το έγγραφο) δεν έχει συνταχθεί σε γλώσσα κατανοητή από τον παραλήπτη.» (παράγραφος 12 προοιμίου). Επίσης στην παράγραφο 23 αναφέρεται ότι ο Κανονισμός «υπερισχύει άλλων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών με το ίδιο αντικείμενο που συνάπτονται από τα κράτη μέλη». Όμως αναφέρεται ότι «ο Κανονισμός δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη σύναψη από τα κράτη μέλη συμφωνιών ή διακανονισμών, με σκοπό την επιτάχυνση ή την απλούστευση των διαβιβάσεων των πράξεων, εφόσον συνάδουν με τις διατάξεις του».

Η διαβίβαση δικαστικών εγγράφων και βεβαιώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 4(2) του ΕΚ, γίνεται «με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο», εφόσον το περιεχόμενο των εγγράφων που παραλήφθηκε συμπίπτει με τα έγγραφα που στάληκαν και «όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες».

Το άρθρο 7 το οποίο αφορά στην επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων προβλέπει ότι:-

Άρθρο 7

Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων

1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.»
Ο Κανονισμός δια του άρθρου 8 παρέχει στον παραλήπτη το δικαίωμα άρνησης παραλαβής εγγράφου. Συγκεκριμένα το άρθρο 8(1) προβλέπει ότι:-

Άρθρο 8
Άρνηση παραλαβής της πράξης

1. Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε
μία από τις ακόλουθες γλώσσες:
……………………….»

Όμως το εδάφιο (3) του άρθρου 8 προβλέπει ότι η άρνηση παραλαβής λόγω μη μετάφρασης εγγράφων, «μπορεί να θεραπευθεί» με την επίδοση και κοινοποίηση στον παραλήπτη του εγγράφου συνοδευόμενου από μετάφραση. Σε τέτοια περίπτωση εκείνο που συμβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 9, είναι ότι η ημερομηνία επίδοσης θεωρείται η ημερομηνία που το έγγραφο επιδόθηκε μαζί με την αναγκαία μετάφραση. Μετά που ολοκληρωθούν «οι διατυπώσεις επίδοσης» εκδίδεται, σύμφωνα με το άρθρο 10(1), «σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο Παράρτημα Ι» («Certificate of completion of those formalities»)

η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης.

Τέλος, γίνεται πρόνοια και για την περίπτωση που ο εναγόμενος δεν καταχωρήσει εμφάνιση. Το άρθρο 19 του Κανονισμού προβλέπει ότι σε περιπτώσεις ερημοδικίας του εναγομένου, το δικαστήριο υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί:-

«19(1)(α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του∙ ή
(β) ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό, καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.»

Ο ίδιος ο ΕΚ 1393/07 δεν κατονομάζει τα έγγραφα που θα πρέπει να επιδοθούν σε κάθε περίπτωση. Επομένως προκύπτει σαφώς ότι τα έγγραφα που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να επιδίδονται, είναι αυτά που καθορίζονται στο διάταγμα του δικαστηρίου που διατάζει την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και κάθε έγγραφο που προβλέπεται από την εκάστοτε εθνική νομοθεσία ή διαδικαστικούς κανονισμούς.

Από τα πιο πάνω λοιπόν συνάγεται πως, εκείνο που προσπαθεί ο ΕΚ 1393/2007 να εξισορροπήσει, είναι τα δικαιώματα και των δύο μερών σε κάθε αντιδικία ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα για δίκαιη δίκη (βλ. Weiss und Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin Case C-14/07, [2008] ECR I-3367 και γνωμάτευση Γενικού Εισαγγελέως κ. Y. Bot στην Alder v. Orlowski [2012] EUECJ, C-325/11 (ημερ. 20.9.2012), καθώς και την απόφαση του ΔΕΕ στην ομώνυμη υπόθεση C-325/11, ημερ. 19.12.2012)

Τέλος, ως προς τις επιπτώσεις από τη μη επίδοση της μονομερούς αίτησης:

Η νομική βάση για επίδοση της μονομερούς αίτησης στη βάση της οποίας εξεδόθη το διάταγμα για επίδοση εκτός Κύπρου είναι η Δ.48 θ.13 η οποία προβλέπει ότι:-

«13. Όποτε επιδίδεται δυνάμει των παρόντων Κανονισμών διάταγμα που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση, επιδίδεται ταυτόχρονα και η μονομερής αίτηση μαζί με την ένορκο δήλωση που τυχόν τη συνόδευσε>.