Περί μέθης ο λόγος σήμερα, όχι στις καταδύσεις αλλά, στις ποινικές υποθέσεις

Στο στάδιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής, από τον Συνήγορο Υπεράσπισης, δηλαδή τον Δικηγόρο του Κατηγορούμενου, μπορεί, μεταξύ άλλων ελαφρυντικών λόγων, να προταθεί ως μετριαστικός/ελαφρυντικός παράγοντας και η μέθη.

Η νομολογία, όπως και η Νομοθεσία, ορίζει πως, το στοιχείο αυτό μπορεί άλλοτε να προταθεί ως Υπεράσπιση και άλλοτε ως μετριαστικός παράγοντας. Από την άλλη όμως, ως παράγοντας μπορεί να λειτουργήσει είτε υπέρ είτε εναντίον του κατηγορούμενου. Δηλαδή, είτε που θα κριθεί ως ελαφρυντικός παράγοντας, είτε που θα κριθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας. Το κριτήριο πάντως θα είναι, η εκτίμηση των περιστατικών της υπόθεσης, ιδωμένα στο σύνολο τους(η κάθε περίπτωση κρίνεται με τα δικά της χαρακτηριστικά- βασική αρχή).

Ο νόμος ορίζει σχετικώς, στο άρθρο 13 του Ποινικού Κώδικος, ήτοι Κεφάλαιο 154 για την μέθη:

<13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), κανένας, λόγω μέθης, δε θεωρείται ότι διενέργησε πράξη ή παράλειψη ακούσια, ή απαλλάσσεται ποινικής ευθύνης για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη. (2) Κανένας δεν είναι ποινικά υπεύθυνος για πράξη ή παράλειψη, αν κατά το χρόνο της διενέργειας της πράξης ή παράλειψης ήταν σε τέτοια κατάσταση μέθης ώστε να στερείται της ικανότητας να γνωρίζει τι διαπράττει ή να ελέγχει τις πράξεις του, ή να γνωρίζει ότι ώφειλε να απέχει της διενέργειας της πράξης ή παράλειψης, νοουμένου ότι το πράγμα, το οποίο τον οδήγησε στην κατάσταση μέθης του χορηγήθηκε σε άγνοια ή παρά τη θέληση του. (3) Όπου η ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος, η μέθη, είτε ολική είτε μερική, και είτε θεληματικά ή αθέλητα, δυνατόν να ληφθεί υπόψη για να διακριβωθεί κατά πόσο κατά τη διενέργεια της πράξης υφίστατο πράγματι τέτοια πρόθεση>.

Η δε Νομολογία και συγκεκριμένα στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιολή (1991)2 Α.Α.Δ. 194, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η μέθη μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας της ποινής <αφού βέβαια εκτιμηθεί μέσα στα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης>. Επιπροσθέτως, αυτό το οποίο εύστοχα έχει καταγραφεί στην Νομολογία μας είναι πως <Στο βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και η χαλαρότητα που επιφέρει επιδρά στις πράξεις του παραβάτη, μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλ δεν έχει ως λόγο τη διευκόλυνση της υλοποίησης απόφασης για τη διάπραξη του εγκλήματος>.

Στην νομοθετική και νομολογιακή αυτή βάση, εναπόκειται σε έκαστο Σεβαστό Δικαστήριο να αξιολογήσει τον λόγον αυτόν και να αποδώσει την βαρύτητα και την σημασία που πρέπει και αντιστοιχεί (δράστης – πράξη), βασιζόμενο στο σύνολο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης.

ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ