Περί δεοντολογίας των δικηγόρων – Κανονισμοί

Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς                                                                                     Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου

Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται όπως οι Δικηγόροι τηρούν μία στάση ουδέτερη απέναντι σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και να καταβάλλουν προσπάθειες όπως μία υπόθεση επιλυθεί εξωδικαστικά, αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα αλλά, στην περίπτωση που θα οδηγηθεί μία υπόθεση σε δίκη καλό και φρόνιμο θα ήταν όπως οι Δικηγόροι των 2 πλευρών, χαρακτηρίζονται από ειλικρίνεια, ευθύτητα και εντιμότητα, ο ένας απέναντι στον άλλον!

Βάσει αυτών:

Ο Κ. 4[1]  ρυθμίζει το τι συνιστά απαραίτητη συμπεριφορά και μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι: “ο δικηγόρος  οφείλει να έχει πάντοτε υπόψη  ότι υπηρέτει  τη δικαιοσύνη και συνεργάζεται στην απονομή της.. Είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του πελάτη του στο μέτρο της ικανότητας του, χωρίς φόβο και σε αυστηρή συμμόρφωση με την ισχύουσα περί Δικηγόρων νομοθεσία  και τον ΗΘΙΚΟ ΝΟΜΟ (έμφαση δική μου)”. Επομένως, νομικό καθήκον και ηθικός νόμος, είναι θεωρώ έννοιες παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες. Βάσει αυτών, θα πρέπει ένας Δικηγόρος να επιδιώκει την επίλυση της όποιας διαφοράς είτε εξωδικαστικά, είτε ενώπιον Δικαστηρίου.

Ο Κ. 5  ρυθμίζει τα της τιμής και αξιοπρέπειας του επαγγέλματος. Η τέχνη του Δικηγορείν αποτελεί λειτούργημα και ο φορές της, φέρει την ιδιότητα του Δικηγόρου ο οποίος είναι λειτουργός, υπηρέτης όπως αναφέρθηκε πιο πάνω της Δικαιοσύνης. Επομένως, θεωρώ πως, ένας Δικηγόρος ο οποίος σέβεται τον εαυτό του και έχει το ελάχιστο νομικό – πνευματικό  – μορφωτικό επίπεδο, ενώπιον Δικαστηρίων  πρέπει να λέγει και/ή εξυπηρετεί την αλήθεια και/ή αναφέρει όλα εκείνα τα γεγονότα τα οποία οδηγούν στην ανεύρεση της αλήθειας και συμβάλλουν τελικά στην απονομή Δίκαιης Δικαιοσύνης.

Επίσης ο Κ. 6[2]  αναφέρει ότι: “… Προσήλωση στις βασικές αρχές του δικηγορικού επαγγέλματος, που περιλαμβάνουν την εξυπηρέτηση  της αλήθειας και του δικαίου με ανεξαρτησία, ελευθερία και αξιοπρέπεια”. Όλα αυτά σαφέστατα και εξυπηρετούν την αλήθεια.

Επιπλέον, ο Κ.7[3] ρυθμίζει γενικά, τα γενικά καθήκοντα προς το Δικαστήριο, τους πελάτες και τους συναδέλφους. Από το πνεύμα  του Κ. αυτού προκύπτει και πάλιν ότι οι υποχρεώσεις ενός Δικηγόρου είναι συλλογικές και με πολλούς αποδέκτες και ο ρόλος του πολύ σημαντικός αφού με την στάση του, ή δια πράξεως ή δια παραλείψεως, συμβάλλει στην απονομή της Δικαιοσύνης.

Ο Κ. 8[4] ο οποίος αναφέρει ότι η αυστηρή τήρηση των Κανονισμών Δεοντολογίας διασφαλίζει και εγγυάται την  δέουσα  άσκηση του λειτουργήματος η οποία αναγνωρίζεται ως αναγκαία και απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Επομένως, η απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος είτε από τον συνάδελφο, είτε από το Δικαστήριο, μπορεί να μου εξασφαλίσει μία νίκη και στα όμματα της Κοινωνίας να δώσει την εντύπωση του ικανού και έξυπνου Δικηγόρου ΑΛΛΑ ουσιαστικά, η συμβολή μου στο σύστημα της απονομής Ορθής, Δίκαιης και Αποτελεσματικής Δικαιοσύνης και στην Συνείδησή μου θα είμαι ο χαμένος.

Ο Κ. 10[5]  αναφέρει ότι: “.. πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας και της επαγγελματικής ηθικής και δεν πρέπει να δίδει συμβουλή για ευαρέσκεια του πελάτη του ή ως αποτέλεσμα εξωτερικής πίεσης”. ¶ρα ο δικηγόρος είναι ελεύθερος να επιλέξει το ορθότερο και δικαιότερο για τον πελάτη του, με ανεξαρτησία και χωρίς αλλότρια συμφέροντα ή πιέσεις έξωθεν η άνωθεν. Όπως χαρακτηριστικά έχει καταγραφεί από τον Έντιμο Δικαστή Τάκη Ηλιάδη[6] < …δεν πρέπει να δίνει νομικές συμβουλές που ευχαριστούν τον πελάτη ΑΛΛΑ να του παρουσιάζει την πραγματική νομική πλευρά της υπόθεσης, ανεξάρτητα αν η εικόνα αυτή είναι δυσμενής για τα συμφέροντα του πελάτη>.

Ο Κ. 11[7] ρυθμίζει τα της εντιμότητας, ευθύτητας, τιμιότητας και ειλικρίνειας. Προσόντα ή διδάγματα με τα οποία θα πρέπει να έχει <μεγαλώσει> και γαλουχηθεί ένας Δικηγόρος.

Ο Κ. 16[8] ρυθμίζει τα της υπεράσπισης των συμφερόντων του πελάτη/εντολέα. Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι τα συμφέροντα του πελάτη θα πρέπει να εξυπηρετούνται με ένα δίκαιο και ορθό τρόπο. Εξάλλου, το γενικότερο πνεύμα των Κανονισμών επιτάσσει όπως η αναζήτηση της αλήθειας υπερισχύει των συμφερόντων του πελάτη[9].

Ο Κ. 20[10]  διέπει τα της έναρξης και λήξης της σχέσεως εντολέα – εντολοδόχου κατά τον οποίο ο 2ος πρέπει να συμβουλεύει και να υπερασπίζεται τον  1ον με ευσυνειδησία, επιμέλεια και να τον κρατά ενήμερο για όλες τις τρέχουσες εξελίξεις της υπόθεσης.

Ο Κ. 23 διέπει το θέμα της ορθής νομικής συμβουλής και κυρίως η παράγραφος 2 ρυθμίζει το θέμα του συμβιβασμού. Πάντως, ο μηχανισμός αυτός χαίρει εκτίμησης και χρησιμότητας καθότι εξοικονομείται και πολύτιμος δικαστικός χρόνος αλλά και χρήμα, παράγοντες οι οποίοι ενδιαφέρουν άμεσα, πελάτες (οι οποίοι πληρώνουν) και Δικαστήρια (τα οποία θα κληθούν να μπουν σε ατέρμονες διαδικασίες).

Επομένως, ηθικό δίδαγμα από την σύντομη ανάλυση κάποιων από τους Κανονισμούς, που διέπουν το θέμα της ηθικής και τιμιότητας του Δικηγορικού Λειτουργήματος είναι πως: οι Δικηγόροι συμβάλλουν με το δικό τους τρόπο στο Σύστημα Απονομής της Δικαιοσύνης και πρέπει να σέβονται την ιδιότητα αυτή και να εξυπηρετούν με τον καλύτερο, ηθικό και νομικό τρόπο, το λειτούργημα αυτό.

Παραπομπές:

[1] Καν. 2 των Κανονισμών του 1966

[2] Δεν περιλαμβάνετο  ο Κ. αυτός στους παλαιούς του 1966

[3] Δεν περιλαμβάνετο επίσης στους παλιούς Κ. του 1966 αλλά περιλαμβάνεται στον Κώδικα Συμπεριφοράς των Δικηγόρων της ΕΕ

[4] Ομοίως με το σημείο παραπομπής 9

[5] Ομοίως με τα πιο πάνω, υπο 9 και 10 σημεία παραπομπών

[6] Οι Δεοντολογικοί Κανονισμοί, Τάκη Ηλιάδη, Λευκωσίας 2007, σελίς 76

[7] Παλαιό Κ. 4 των Κ. του 1966 και το άρθρο 2.2 του Κώδικα Συμπεριφοράς Δικηγόρων της ΕΕ

[8] Αρ. 2. 8  του Κώδικα Συμπεριφοράς Δικηγόρων της ΕΕ

[9] Οι Δεοντολογικοί Κανονισμοί, Τάκη Ηλιάδη, Λευκωσίας 2007, σελίς 87

[10] Άρθρο 3. 1 του Κώδικα Συμπεριφοράς Δικηγόρων της ΕΕ