Πέθανε ο Γιάννης Πουλόπουλος

Πέθανε, σε ηλικία 79 ετών, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ερμηνευτές και μια φωνή που έχει ταυτιστεί με ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής δισκογραφίας.

Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ο Γιάννης Πουλόπουλος κατέληξε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο το βράδυ της Κυριακής μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα.

Η καρδιά του σύμφωνα με πληροφορίες δεν άντεξε άλλο, επιβαρυμένη και αυτή από τα χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε αυτή η εμβληματική φωνή.

Φωνή που απογείωσε τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου στον περίφημο «Δρόμο», τον εμπορικότερο δίσκο όλων των εποχών, με πωλήσεις που έχουν ξεπεράσει το1.500.000 αντίτυπα, αν και δημοσιεύματα λένε ότι ο αριθμός είναι διπλάσιος.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι αν ο ελληνικός κινηματογράφος είχε φωνή αυτή ήταν σίγουρα η δική του, η φωνή ενός παιδιού που γεννήθηκε στην Χίο και έμελλε να μεγαλουργήσει.

Ήταν ένας καλλιτέχνης προικισμένος με μια φωνή που «σημάδευε» τα τραγούδια, προικισμένη με βαθιά συναισθηματικά ηχοχρώματα, που έμπαινε στο στούντιο και τα έλεγε με την μία.

Ο «Δρόμος» στον οποίο είπε τα δέκα από τα δώδεκα τραγούδια του δίσκου ηχογραφήθηκε όλος μέσα σε δέκα ώρες κι αυτό εν πολλοίς οφείλεται στον Πουλόπουλο.

Ταλαιπωρήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια από ένα τροχαίο ατύχημα και το γλαύκωμα στα μάτια του, αυτά τα μελαγχολικά μάτια που αποτύπωσε η κάμερα του Γιάννη Δαλιανίδη να ερμηνεύουν τραγούδια που έμειναν για πάντα.

Όπως το «Πάμε για ύπνο Κατερίνα» στο οποίο ο Γιάννης Πουλόπουλος με την συγκλονιστική ερμηνεία του αποτυπώνει ανάγλυφα την Ελλάδα που έζησε, την Ελλάδα που ονειρεύεται: «Πάμε για ύπνο Κατερίνα, πάμε να αλλάξουμε ζωή, να βρούμε όνειρα από κείνα που τελειώνουν το πρωί…».

Η βελούδινη φωνή του λαϊκού τραγουδιού

Ο Γιάννης Πουλόπουλος γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου του 1941 στην Καρδαμύλη Μεσσηνίας, στην περιοχή της Μάνης. Οι γονείς του, μεσσηνιακής καταγωγής, κατοικούσαν στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου και ύστερα μετακόμισαν στο Περιστέρι και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Σε ηλικία 5 ετών μένει ορφανός από μητέρα και μεγαλώνει με τον πατέρα του Γιώργο και τον μικρό αδερφό του Βασίλη.

Από μικρός είχε κλίση στο τραγούδι. Παρακινημένος από τους φίλους του, που τον άκουγαν να τραγουδάει, αλλά και έχοντας ο ίδιος μεγάλη πίστη στις φωνητικές του ικανότητες, πήγαινε στην εταιρεία Columbia το 1962 κάνοντας προσπάθειες για να πει κάποια τραγούδια που γίνονταν τότε ακροάσεις, ζητώντας να τον ακούσουν, αλλά κανείς δεν του έκλεισε κάποιο ραντεβού. Ο Γιάννης Πουλόπουλος συνέχιζε να ζητάει ακρόαση σχεδόν καθημερινά, παρ’ όλα τα μεροκάματα που έχανε αφού δούλευε τότε σαν ελαιοχρωματιστής και οικοδόμος, ενώ παράλληλα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Άγιο Ιερόθεο και στον Ατρόμητο. Την ίδια χρονική περίοδο φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή ΝΤΗΖΕΛ, με ειδικότητα ηλεκτρολόγου. Έτσι μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, σε μουσική και στίχους του Μπάμπη Δαλιάνη, με τον τίτλο “Κορμί μου πονεμένο”. Στην πίσω πλευρά του δίσκου 45 στροφών θα έμπαινε το τραγούδι “Στο άδειο προσκεφάλι”, που όμως τελικά το πήρε επί πληρωμή ο Στέλιος Καζαντζίδης από τον συνθέτη. Τελικά το τραγούδι δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα στην Columbia. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ο Πουλόπουλος ακόμα ήταν ανήλικος και απαγορευόταν να εκδοθεί δίσκος με το αναγραφόμενο τραγούδι. Το δεύτερο τραγούδι ήταν ένα συρτοτσιφτετέλι του Πάνου Πετσά με τίτλο “Δως μου την καρδιά μου πίσω”. Κυκλοφορεί σε 45άρι και στην πίσω πλευρά είχε ένα “μπαγιό” του ίδιου του συνθέτη με την Πόλυ Πάνου και τη Βούλα Γκίκα, με τίτλο “Γεννήθηκα να σε αγαπώ”. Εκείνη την περίοδο η Columbia, έχοντας στο δυναμικό της μεγάλο αριθμό άγνωστων και ανερχόμενων τραγουδιστών, αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση και να κάνει νέες ακροάσεις, από τις οποίες θα κρατούσε 50 άτομα.

Την επιτροπή ακροάσεων αποτελούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Τότε ο Γιάννης Πουλόπουλος διάλεξε να πει δύο δύσκολα τραγούδια: το “Μάνα μου και Παναγιά” και το “Παράπονο”. Μόλις τελείωσε, τον πλησίασε ο Μίκης Θεοδωράκης λέγοντας: “Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή”, και τελικά ήταν ο μόνος που πέρασε από αυτή την ακρόαση.

Ο Μίκης Θεοδωράκης του δίνει να πει τρία τραγούδια στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Η γειτονιά των αγγέλων, που εκείνη τη χρονιά (1963) ανεβαίνει στο θέατρο Ρεξ από τον θίασο Τζένης Καρέζη–Νίκου Κούρκουλου. Τα τραγούδια αυτά ήταν τα “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”, “Δόξα τω Θεώ” και “Το ψωμί είναι στο τραπέζι”. Αυτά είναι και τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφεί σε δίσκο ο Πουλόπουλος, τα οποία αργότερα θα δισκογραφήσει στην ίδια εταιρεία και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Εκείνη την περίοδο ηχογραφεί το ένα και μοναδικό τραγούδι με τον Σταύρο Ξαρχάκο, το “Πρωινό τραγούδι”, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, το οποίο επίσης δεν κυκλοφορεί και μένει ως δείγμα και το 1963 συμπεριλαμβάνεται στο διπλό LP Χρυσές επιτυχίες του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο χειμώνας του 1963 τον βρίσκει να τραγουδά στο κέντρο Ξημερώματα, στα Άνω Πατήσια, μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Γιάννη Αγγέλου στο μπουζούκι και τον Γιάννη Μπουρνέλη ως κονφερασιέ. Στην συνέχεια, απομακρύνεται από την Columbia, εξαιτίας του Γρήγορη Μπιθικώτση, ο οποίος έθεσε βέτο στην εταιρεία και στους αδελφούς Λαμπρόπουλους, ότι αυτόν δεν τον ήθελε εκεί. Το 1964 κατατάσσεται φαντάρος και απολύεται το 1966.

Η συνέχεια βρίσκει τον Γιάννη Πουλόπουλο να τραγουδάει σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα (Το στέκι του Γιάννη, Ταβάνια, κ.ά.) Στη Λύρα ηχογραφεί ξανά τα τρία τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και άλλα δώδεκα του ίδιου συνθέτη, όπως τα “Βράχο βράχο τον καημό μου”, “Βρέχει στη φτωχογειτονιά”, “Καημός” κ.ά.

Το 1965 τραγουδάει τέσσερα τραγούδια του τότε πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Λοΐζου, ενώ το 1966 θα τραγουδήσει σε πρώτη εκτέλεση το “Ακορντεόν”, στην ταινία μικρού μήκους Αθήνα, πόλη χαμόγελο, σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Λιαρόπουλου για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σχεδόν παράλληλα κάνει μεγάλη επιτυχία με το “Μη μου θυμώνεις μάτια μου”, του επίσης τότε πρωτοεμφανιζόμενου Σταύρου Κουγιουμτζή.

Το 1966 τραγουδά σε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο. Την ίδια χρονιά μπαίνει για τα καλά στη δισκογραφία. Τα 45άρια δισκάκια του κυκλοφορούν σωρηδόν και εμφανίζεται για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές ταινίες: “Οι στιγματισμένοι” (1966), με τον Γιώργο Φούντα και τη Μάρω Κοντού, όπου τραγουδά μαζί με την Ελένη Κλάδη το “Πολύ αργά” και το “Σ’ αγαπώ”, “Ο τετραπέρατος” (1966), με τον Κώστα Χατζηχρήστο, όπου ερμηνεύει το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού “Στον Πειραιά, στον Πειραιά”, “Εκείνος κι εκείνη” (1966), με τη Τζένη Καρέζη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, όπου τραγουδά τη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου “Ξεγυμνώστε τα σπαθιά”.

Είναι όμως η εποχή του Νέου Κύματος, το οποίο ο Γιάννης Πουλόπουλος ακολουθεί. Γράφει και συνθέτει δικά του τραγούδια, όπως το “Θά ‘θελα νά ‘χα”, που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Στη συνέχεια συνεργάζεται με τον Γιάννη Σπανό (συμμετέχει στην Ανθολογία και στην Ανθολογία Β’, ερμηνεύοντας αριστουργηματικά το “Παιδί μου ώρα σου καλή” σε ποίηση Γεώργιου Βιζυηνού), με τον Δήμο Μούτση (“Το κορίτσι μου στ’ άστρα”), με τον Κυριάκο Σφέτσα και με τον Νίκο Μαμαγκάκη (“Άνθη” και “Πέτρινα λουλούδια”, σε στίχους Βασίλη Βασιλικού).

Το 1966 έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, μια συνεργασία που άφησε εποχή στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Αφορμή η ταινία μιούζικαλ “Οι θαλασσιές οι χάντρες” (1966). Ακολούθησαν οι ταινίες: “Κάτι κουρασμένα παλικάρια” (1967), “Μια κυρία στα μπουζούκια” (1968), “Ο ψεύτης” (1968), “Γοργόνες και μάγκες” (1968), “Ο μικρός δραπέτης” (1968), “Η Παριζιάνα” (1969), “Η ωραία του κουρέα” (1969), “Η θεία μου η χίπισσα” (1970) κ.ά.

Το 1967 εμφανίστηκε στο Χρυσό Βαρέλι, στις Τζιτζιφιές, πλάι στη Μαρινέλλα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Δούκισσα, τον Στράτο Διονυσίου και τη Μπέμπα Μπλανς. Κατόπιν, αποφάσισε με την Μαρινέλλα να εμφανιστούν στη Νεράιδα, για τις επόμενες δύο σεζόν (1968–1969) με εκπληκτική επιτυχία. Το 1968 διοργανώνεται στην Αθήνα η 1η Ολυμπιάς Τραγουδιού, όπου ερμηνεύει το τραγούδι “Μα τώρα, αγάπη μου”, του Μίμη Πλέσσα.