Οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις του Brexit για Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρώπη

• Η PwC αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις της για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο Ηνωμένο Βασίλειο

• Πρόκληση για το Λονδίνο η ενδεχόμενη απώλεια του καθεστώτος διαβατηρίου

• Ιρλανδία και Κύπρος οι πλέον εκτεθειμένες χώρες-μέλη της ΕΕ σε ό,τι αφορά το εμπόριο

Με προς τα κάτω αναθεώρηση των προβλέψεών τους για τις προοπτικές αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου προχωρούν οι οικονομολόγοι της PwC, εν όψει των πιθανών οικονομικών επιπτώσεων της απόφασης της χώρας για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την τελευταία μηνιαία έκδοση «GlobalEconomyWatch» του οργανισμού, το Λονδίνο, ως κορυφαίο διεθνές επιχειρηματικό κέντρο, βρίσκεται αντιμέτωπο με τις προκλήσεις που συνεπάγεται ενδεχόμενη απώλεια του καθεστώτος διαβατηρίου, ενώ σε επίπεδο ΕΕ, Ιρλανδία και Κύπρος είναι τα κράτη-μέλη με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να επηρεαστούν αρνητικά εξαιτίας της μεγάλης έκθεσής τους, σε εμπορικό επίπεδο, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ηνωμένο Βασίλειο
Μετά την υπερψήφιση της αποχώρησης από την ΕΕ, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου αναμένεται να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμα προκλήσεις, με τα ψηλά επίπεδα αβεβαιότητας να οδηγούν σε επιβράδυνση των επιχειρηματικών επενδύσεων και χαμηλότερη αύξηση του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η PwC έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω το βασικό της σενάριο σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ για το Ηνωμένο Βασίλειο στο 1,6% και 0,6% ετησίως για το 2016 και το 2017 αντίστοιχα, από 1,9% και 2,3%. Η αύξηση σε τριμηνιαία βάση ενδέχεται να μειωθεί γύρω στο μηδέν το τελευταίο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και το πρώτο τρίμηνο του 2017, ωστόσο το Ηνωμένο Βασίλειο θα καταφέρει να αποφύγει την ύφεση. Απότο 2017 και μετά αναμένεται σταδιακή ανάκαμψη.

Λονδίνο
Η υπερψήφιση της αποχώρησης από την ΕΕ έχει φέρει στο προσκήνιο το καθεστώς του Λονδίνου ως κορυφαίου διεθνούς χρηματοοικονομικού κέντρου. Με στόχο την αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων του Brexit στο Λονδίνο,, η PwC ανέπτυξε έναν δείκτη ελκυστικότητας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Η ανάλυση αυτή διαπιστώνει ότι το Λονδίνο βρίσκεται σήμερα στην κορυφή της ευρωπαϊκής κατάταξης, με σημαντική διαφορά από το Δουβλίνο και το Λουξεμβούργο, που κατέχουν τη δεύτερη και τρίτη θέση αντίστοιχα . Ωστόσο, ο δείκτης δεν λαμβάνει υπόψη ορισμένους παράγοντες όπως η δημοτικότητα των διαφόρων πόλεων και περιοχών σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διαβίωσης, που επίσης ενδέχεται να συμβάλλει στην ελκυστικότητα ενός χρηματοοικονομικού κέντρου.

Ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην επιτυχία του Λονδίνου ως διεθνούςς χρηματοοικονομικού κέντρου είναι η πρόσβαση που παρέχει στην Ενιαία Αγορά μέσω του καθεστώτος διαβατηρίου για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Το καθεστώς αυτό εφαρμόζεται σε όλη την ΕΕ, στη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάιν και προσφέρει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στο Ηνωμένο Βασίλειο απρόσκοπτη πρόσβαση στην υπόλοιπη Ενιαία Αγορά.

Στο παρόν στάδιο, φαίνεται ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει το Λονδίνο να συνεχίσει να επωφελείται του καθεστώτος διαβατηρίου θα ήταν η ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στον ΕΟΧ μετά την αποχώρηση από την ΕΕ. Δεδομένου, ωστόσο, ότι το σενάριο αυτό θα συνεπάγετο ενδεχομένως τη συνέχιση τόσο της ελεύθερης διακίνησης του εργατικού δυναμικού όσο και της συνεισφοράς εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου στον προϋπολογισμό της ΕΕ αλλά και της εφαρμογής των κανονισμών της ΕΕ, θα επρόκειτο για μια δύσκολη πολιτική απόφαση. Τι θα σήμαινε λοιπόν για το Λονδίνο η απώλεια (σε κάποιο βαθμό) της πρόσβασης στην Ενιαία Αγορά;

Η ανάλυση της PwC καταδεικνύει ότι, νοουμένου ότι όλα τα υπόλοιπα δεδομένα θα παραμείνουν ως έχουν, η απώλεια του καθεστώτος διαβατηρίου ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα το Λονδίνο να χάσει την πρωτιά ως το ισχυρότερο χρηματοοικονομικό κέντρο της ΕΕ, πέφτοντας στη δεύτερη θέση στον σχετικό πίνακα μετά το Δουβλίνο. Επίσης, η διαφορά του από το Λουξεμβούργο, το Παρίσι και άλλες πόλεις της ΕΕ θα μειωνόταν σημαντικά. Παρόλ’αυτά, παράγοντες όπως μια αλλαγή στην κυβερνητική πολιτική, ο βαθμός της πλεονάζουσας ικανότητας που θα μπορούσε να υποστηρίξει μια εισροή δραστηριοτήτων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ή η παρουσία θεσμών όπως η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στο Παρίσι ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη Φραγκφούρτη, θα ήταν δυνατό, σύμφωνα με την PwC, να αναδείξουν στην πρώτη θέση ένα από τα άλλα αναδυόμεναχρηματοοικονομικά κέντρα.

Ευρώπη
Το μέλλον των εμπορικών σχέσεων του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή αβεβαιότητας μετά το δημοψήφισμα. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι δεν υπάρχει προηγούμενο. Για παράδειγμα, δεν είναι σαφές αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορέσει να διατηρήσει την πρόσβαση που έχει σήμερα στην Ενιαία Αγορά ή αν θα πρέπει να διαπραγματευτεί μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών, ή ακόμη αν θα αναγκαστεί να διεξάγει εμπορικές δραστηριότητες με τα κράτη-μέλη της ΕΕ δυνάμει των όρων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Η ανάλυση της PwC προσδιορίζει τις 10 χώρες της ΕΕ με τις περισσότερες εξαγωγές προς το Ηνωμένο Βασίλειο, σε σχέση με το μέγεθος των οικονομιών τους. Η Ιρλανδία (19,9%) και η Κύπρος (9,5%) βρίσκονται στην κορυφή της λίστας. Από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, η Γερμανία είναι η χώρα με τις περισσότερες εξαγωγές προς το Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας της (3,7%) ενώ η Γαλλία (2,5%) και η Ιταλία (1,7%) δεν συγκαταλέγονται στην πρώτη δεκάδα.

Οι πιο πάνω αριθμοί είναι σχετικά μετριοπαθείς σε μακροοικονομικό επίπεδο αλλά θα μπορούσε να είναι μεγαλύτεροι για κάποιους τομείς της βιομηχανίας, κι έτσι οι επιχειρήσεις που επηρεάζονται στις οικονομίες αυτές θα πρέπει να προετοιμαστούν ανάλογα ενόψει διαφορετικών εμπορικών διευθετήσεων στο μέλλον.

Ο RichardBoxshall,ανώτερος οικονομολόγος της PwC, δήλωσε σχετικά:

«Οι εμπορικές συμφωνίες είναι περίπλοκες και οι σχετικές διαπραγματεύσεις είναι γενικά πολυετείς.Δεδομένου, ωστόσο, του ψηλού βαθμού ολοκλήρωσης που ήδη υπάρχει μεταξύ των αγορών του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, θεωρείται απίθανο να αφεθεί το όλο σύστημα να καταρρεύσει πλήρως.

Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να απαιτήσουν από τις κυβερνήσεις γρήγορη πρόοδο στις εμπορικές αυτές συμφωνίες προς αμοιβαίο όφελος των επιχειρήσεων τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να προβούν στην εκπόνηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης που να ανταποκρίνονται σε διάφορα σενάρια.»