Κραμβής: Ασύνδετη η συμπερίληψη του ονόματός μου στις κατηγορίες Κληρίδη

Σε γραπτή ανακοίνωσή του, ο πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανδρέας Κραμβής, αναφέρει ότι η συμπερίληψη του δικού του ονόματος στην επιστολή του δικηγόρου Νίκου Κληρίδη «είναι ασύνδετη με τις σκέψεις που έχουν ως επίκεντρο την Τράπεζα Κύπρου και συνδεδεμένα με αυτήν πρόσωπα».

Ο κ. Κραμβής σημειώνει στην ανακοίνωση του ότι αναφέρεται σε πρόσφατη, δημοσιευθείσα στον Τύπο, επιστολή κ. Κληρίδη προς τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, με την οποία», όπως αναφέρει,

« Καταλογίζεται μεμπτότητα σε Δικαστές, κυρίως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν ενεργεία και αφυπηρετήσαντες, ένεκα σχέσεων με το Δικηγορικό Γραφείο Χρυσαφίνης & Πολυβίου, είτε άμεσα είτε έμμεσα, με την Τράπεζα Κύπρου».

«Ο επιστολογράφος επικαλείται το αποτέλεσμα υποθέσεων, στις οποίες το γραφείο Χ. Π. εκπροσώπησε την Τράπεζα για να εισηγηθεί ότι οι δικαστικές διαδικασίες ήταν, επομένως, διαβλητές», αναφέρει και προσθέτει:

«Η συμπερίληψη του δικού μου ονόματος στην επιστολή είναι ασύνδετη με τις σκέψεις που έχουν ως επίκεντρο την Τράπεζα Κύπρου και συνδεδεμένα με αυτήν πρόσωπα».

Αναφέρει επίσης ότι «αφορμή για την εναντίον μου μομφή αποτέλεσε το ότι, κατά το 2010, συμμετείχα, ως Μέλος του Εφετείου, σε υπόθεση στην οποία εμφανίστηκε, για την εντέλει επιτυχούσα Εφεσίβλητη, ο δικηγόρος κ. Πόλυς Πολυβίου, πατέρας της συζύγου του υιού μου, συνεταίρου στο ίδιο γραφείο μαζί τους».

«Τον Εφεσείοντα εκπροσώπησε έμπειρος δικηγόρος, που, είμαι βέβαιος, γνώριζε τη σχέση συγγένειας, αφού παρευρέθηκε στη δεξίωση του γάμου. Εμφανιζόμενος ενώπιον του Εφετείου, στην ακρόαση, δεν προέβαλε ένσταση αναφορικά με τη σύνθεση», αναφέρει.

Ο Εφεσείων, συνεχίζει, «προσέφυγε με άλλο δικηγόρο στο ΕΔΔΑ και, εν συνεχεία, επέλεξε να χειριστεί την υπόθεση του αυτοπροσώπως. Προέβαλε, ανάμεσα σε άλλα, ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αγνοούσε την ύπαρξη της, υπό αναφορά, συγγενικής σχέσης».

Όπως εξηγεί «η προαναφερθείσα συμμετοχή μου στη σύνθεση του Εφετείου ήταν το επακόλουθο Δικαστικής Πρακτικής, την οποία, το Ανώτατο Δικαστήριο, είχε καθορίσει με, κατά καιρούς, αποφάσεις του.

«Αυτή διελέμβανε ότι, πλην τυπικών εμφανίσεων, επιβαλλόταν η εξαίρεση Δικαστών όπου, συνήγοροι σε ενώπιον τους υποθέσεις ήταν στενά συγγενικά τους πρόσωπα. Η σχέση οριζόταν εξαντλητικά, ως εξής: Γονείς, σύζυγοι, τέκνα, τέκνα συζύγων, αδέλφια, όπως και σύζυγοι και τέκνα τους (Βλ. αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου επί Δικαστικής Πρακτικής, ημερομηνίας 17.3.1988, 21.7.1989, 18.9.2003 και 30.11.2006)», προστίθεται στην ανακοίνωση.

«Επιβάλλοντας την εξαίρεση στις ανωτέρω συγκεκριμένες περιπτώσεις», αναφέρει ο πρώην δικαστής του Ανωτάτου, «η εν λόγω Δικαστική Πρακτική, ως έκφραση της συλλογικής κρίσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έθετε και το πρέπον σε όλες τις άλλες περιπτώσεις».

«Και ενώ δεν αναιρείται η γενική αρχή, ότι παρέχεται στον Δικαστή η δυνατότητα της, κατά συνείδηση, απόσυρσης του, εν τούτοις, κατά τη γνώμη μου, η Δικαστική τάξη απαιτεί, στην απουσία συγκεκριμένου ικανού λόγου, τη συμμόρφωση με την εκάστοτε ισχύουσα Δικαστική Πρακτική», σημειώνει.

Με αυτό τον τρόπο, προσθέτει, «διασφαλίζεται η ομοιομορφία, ώστε η εμφάνιση της Δικαιοσύνης να είναι συμπαγής και όχι διασπασμένη στην προσέγγιση της επί πτυχής, όλως ιδιαιτέρως ευαίσθητης, αφού, ως αποτέλεσμα της, προσδιορίζεται ο φυσικός Δικαστής της υπόθεσης».

Σε ό,τι, λοιπόν, αφορά τη δική μου περίπτωση, όπως αναφέρει, «η συμμετοχή μου στη σύνθεση του Εφετείου, ήταν θεσμικά προβλεπόμενη, ανεξαρτήτως της οποιασδήποτε προσωπικής απόκλισης» και σημειώνει ότι «λίγο αργότερα, στις 4.10.2011, σε συνεδρία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η τροποποίηση της Δικαστικής Πρακτικής, έτσι ώστε να συμπεριλάβει εξαίρεση των Δικαστών σε περιπτώσεις όπως η παρούσα».

«Στην προσφυγή του Εφεσίβλητου στο ΕΔΔΑ, το θέμα συμμετοχής μου στη σύνθεση του Εφετείου, κρίθηκε υπό το πρίσμα, όχι της υποκειμενικής πτυχής της αμεροληψίας, αλλά της αντικειμενικής εμφάνισης των πραγμάτων», επισημαίνει.

«Το ΕΔΔΑ, στην απόφασή του, εντόπισε, επί του προκειμένου, θεσμική αδυναμία στο νομικό μας σύστημα. Τούτο διότι, με δεδομένη τη Δικαστική Πρακτική που δεν απαιτούσε την εξαίρεση και με επίσης δεδομένη τη μη αναγκαιότητα παντού αυτόματης εξαίρεσης, το Εφετείο θα έπρεπε, ως ζήτημα γενικής αρχής, να προέβαινε σε πληροφόρηση των διαδίκων ώστε να μπορούν να θέσουν προς εξέταση το κατά πόσο το σύνολο των περιστάσεων καθιστούσε επιβεβλημένη την εξαίρεση. Με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του ΕΔΔΑ, ευλόγως κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης (Βλ. Nicholas v. Cyprus)», αναφέρει τέλος ο κ. Κραμβής.