«Κράτος Δικαίου» και Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου

Μαρία Ιωάννου Αποστόλου*

Άμεσα συνυφασμένος με τον κλάδο του Διοικητικού Δικαίου, είναι ο ευρέως διαδεδομένος σε όλους μας όρος, «κράτος δικαίου».

Σε μία περίοδο, όπου η κοινωνία μας μαστίζεται από μια πρωτοφανή θεσμική και οικονομική κρίση, όπου τα κάθε λογής σκάνδαλα διαφθοράς, διαδέχονται το ένα το άλλο και βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ο όρος «κράτος δικαίου», είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρος.

Τι εννοούμε όμως με τον όρο «κράτος δικαίου»; Μία απλή ερμηνεία, θα ήτο η εξής: «Σε μία ευνομούμενη Πολιτεία, η κρατική εξουσία οργανώνεται και ασκείται αποκλειστικά μέσω κανόνων δικαίου. Επιπλέον, η κρατική εξουσία πρέπει να περιορίζεται από τους κανόνες δικαίου που θεσπίζει η ίδια και να σέβεται τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών».

Ορισμένοι μελετητές του Διοικητικού Δικαίου, υποστηρίζουν μία πιο προχωρημένη αντίληψη για το κράτος δικαίου, η οποία περιλαμβάνει επιπρόσθετα στοιχεία από αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την προσέγγιση, απαιτείται επιπλέον δίκαιη και λελογισμένη χρήση της κρατικής εξουσίας. Με άλλα λόγια, ο κρατικός μηχανισμός υποχρεούται να μεριμνά για την αποτελεσματική προστασία των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών και για την ανάπτυξη σχέσεων κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς και για την προώθηση της συμμετοχής των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας.

Επομένως, βάσει όλων των πιο πάνω η αρχή του κράτους δικαίου περιλαμβάνει:

(α) Την αρχή της διάκρισης των εξουσιών

(β) Την τυπική κατοχύρωση και τη δικαστική προστασία ατομικών, πολιτικών αλλά και κοινωνικών δικαιωμάτων

(γ) Την αρχή που επιβάλλει, ότι τα συνταγματικά δικαιώματα μπορούν να περιοριστούν, μόνον όταν το ίδιο το Σύνταγμα επιτρέπει κάτι τέτοιο. Αυτή η Αρχή επιβάλλει επίσης, πως ένας τέτοιος περιορισμός θα πρέπει να είναι αναγκαίος για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Σε αυτό το σημείο εισάγεται και η σημασία της Αρχής της Αναλογικότητας. Με απλά λόγια, θα πρέπει ο περιορισμός κάποιου δικαιώματος, να είναι μέσα σε λογικά πλαίσια και να μην θίγεται υπέρμετρα το συγκεκριμένο δικαίωμα, έστω και αν ο επιδιωκόμενος σκοπός, συνιστά σκοπό δημόσιου συμφέροντος.

δ) Ο έλεγχος των διοικητικών πράξεων από το Ανώτατο Δικαστήριο, επίσης αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο, ενός κράτους δικαίου.

(ε) Η Αρχή της νομιμότητας, με την έννοια της υποταγής της Διοίκησης και του Δικαστή στο Νόμο, αποτελεί προυπόθεση για ένα κράτος δικαίου.

(στ) Την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την παροχή δυνατοτήτων πρόσβασης των πολιτών σε αυτήν και την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας .

(ζ) Το σεβασμό των ίσων ευκαιριών και της ίσης αξιοπρέπειας των πολιτών, εκ μέρους των κρατικών οργάνων, μέσα από την άσκηση της οικονομικής, κοινωνικής, εκπαιδευτικής, προνοιακής, περιβαλλοντικής κ.ο.κ. πολιτικής.

Παρουσιάζοντας όλα τα πιο πάνω, ο μέσος αναγνώστης δύναται εύκολα να αντιληφθεί, ότι η Αρχή του κράτους δικαίου αποτελεί ζήτημα κεντρικής σημασίας, για το Διοικητικό Δίκαιο. Για το τελευταίο, η αρχή του κράτους δικαίου τυγχάνει εφαρμογής, εξαιτίας της ανάγκης της μόνιμης υπαγωγής της Δημόσιας Διοίκησης και όλων των διοικητικών οργάνων στο Νόμο και την τάξη. Η προαναφερθείσα επιταγή, εκπηγάζει από μία άλλη αρχή, την Αρχή της Νομιμότητας, στην οποία κάθε κράτος δικαίου θα πρέπει να υπακούει και να σέβεται.

Η αρχή της νομιμότητας, αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο, ενός κράτους δικαίου. Σύμφωνα με την Αρχή αυτή, η πιστή εφαρμογή του νόμου από τα όργανα της Διοίκησης, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Επιπλέον, η Διοίκηση θα πρέπει να μεριμνά έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η προαγωγή της εμπιστοσύνης των πολιτών στο νόμο και γενικά στην έννομη τάξη.

Ο πρωταρχικός σκοπός, που εξυπηρετείται με την πιστή εφαρμογή της Αρχής της νομιμότητας, είναι η διαφύλαξη του κύρους των νόμων, κάτι που προϋποθέτει τη θέσπιση πάγιων και μόνιμων διατάξεων,από το νομοθετικό σώμα. Για να αντιληφθούμε καλύτερα την ανάγκη θέσπισης πάγιων κανόνων δικαίου, θα πρέπει να ανατρέξουμε σε έναν άλλο δικαικό κλάδο, αυτόν του Δικαίου της Ανάγκης. Επίκληση του τελευταίου έχουμε σε περιπτώσεις εξαιρετικών καταστάσεων και δύναται να εφαρμοστεί, κατά παρέκκλιση από τις Συνταγματικές επιταγές. Μια τέτοια κατάσταση αν και απεχθής, είναι απαραίτητη για να καταστεί δυνατή η διατήρηση και συνέχιση βασικής λειτουργίας του κράτους.

Μία άλλη έκφανση της αρχής της νομιμότητας, η οποία αφορά τα δημόσια νομικά πρόσωπα, αποτελεί η αρχή της ειδικότητας. Σύμφωνα με την τελευταία, τα νομικά πρόσωπα οφείλουν να αναπτύσσουν μόνο εκείνη την δράση, η οποία ρητά προβλέπεται από το νόμο. Με άλλα λόγια, ένα Διοικητικό όργανο δεν δύναται να αναλαμβάνει την εξυπηρέτηση σκοπών, που δεν προβλέπονται στις διατάξεις του ιδρυτικού του νόμου. Επομένως, όταν τίθεται ζήτημα νομιμότητας ή όχι μιας διοικητικής πράξης, το αρμόδιο Δικαστήριο που θα κληθεί να αποφανθεί, θα πρέπει να συνυπολογίσει τα νομικά και πραγματικά γεγονότα, που ίσχυαν κατά τον χρόνο που λήφθηκε η απόφαση της Διοίκησης.

Η αρχή της ισότητας αποτελεί ακόμη μια αρχή του Διοικητικού Δικαίου. Η εν λόγω αρχή επιβάλλει, όπως όλοι οι διοικούμενοι είναι ίσοι ενώπιον των διοικητικών οργάνων, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

Η αρχή της χρηστής διοίκησης, είναι επίσης άμεσα συνδεδεμένη, με τον κλάδο του Διοικητικού Δικαίου. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, επιβάλλεται όπως τα διοικητικά όργανα, ασκούν τις αρμοδιότητές και την διακριτική τους ευχέρεια, με επιείκεια και αίσθημα δικαίου. Επομένως, θα πρέπει η Διοίκηση να αφουγκράζεται τις ανυσηχίες των διοικουμένων και να τις κατανοεί.

Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί τον ακρογωνιαίο του ευρύτερου κλάδου του Δημοσίου Δικαίου. Η εν λόγω αρχή επιβάλλει όπως οποιεσδήποτε κυρώσεις ή επαχθή μέτρα, αποφασίζονται εναντίον των διοικουμένων, σε καμία περίπτωση, να ξεπερνούν υπέρμετρα τον σκοπό τον οποίο τείνουν να εξυπηρετήσουν. Θα πρέπει τα μέτρα αυτά να είναι απαραιτήτως αναγκαία και ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αποτελεί ακόμη μια αρχή που συναντάμε συχνά στο Διοικητικό Δίκαιο. Κεντρική ιδέα για την εν λόγω αρχή, η ανάγκη προβλεψιμότητας των διοικητικών πράξεων. Για παράδειγμα, δεν δύναται η Διοίκηση και τα όργανα της να ανατρέπουν νομικές πρακτικές ή καταστάσεις, τις οποίες για χρόνια ακολουθούσαν και ο διοικούμενος, εύλογα πίστεψε και εν τέλει ζημιώθηκε.

Η αρχή της αμεροληψίας, η οποία θα πρέπει να διέπει την Διοίκηση κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της, όπως και η αρχή της προηγούμενης ακρόασης, συμπληρώνουν, όχι όμως εξαντλητικά, το πλέγμα των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου.

Όσον αφορά την αρχή της προηγούμενης ακρόασης, αυτή επιβάλλει όπως η Διοίκηση ακούσει τις απόψεις και θέσεις του διοικούμενου, που ενδεχομένως να επηρεαστεί από μια διοικητική πράξη. Τα Διοικητικά όργανα, θα πρέπει λοιπόν πριν την τελική έγκριση μιας πράξης, που ενδεχομένως να επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα των διοικούμενων, να καλούν τα επηρεαζομένα μέρη για να εκθέσουν τις ανησυχίες τους, προς την Διοίκηση. Αυτή η υποχρέωση της Διοίκησης συνδέεται και με την αρχή της αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων, η οποία βρίσκει εφαρμοφή στις περιπτώσεις όπου η Διοίκηση εκδίδει τις λεγόμενες ατομικές διοικητικές πράξεις. Τέτοιου είδους πράξεις θα πρέπει να περιέχουν λεπτομερή και επαρκή αιτιολογία.
*Θεολόγος – Αναπληρώτρια Καθηγήτρια – Φοιτήτρια

Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Εκπαιδευτική Διοίκηση»

Πανεπιστήμιο ΝΕΑΠΟΛΙΣ