Κληρίδης σε Γεωργιάδη: Η αρμόδια αρχή οφείλει να διεξάγει έρευνα

Ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης απαντά στον Υπουργό Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη σε επιστολή του την οποία και δίνει στη δημοσιότητα, ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή, ή υποπέσει στην αντίληψή της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα τότε η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως να διεξαχθεί έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο και αυτό ασφαλώς ισχύει σε σχέση με όλες τις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγονται υπάλληλοι οι οποίοι ενδεχομένως παραβίαζαν και /η παραβιάζουν τη νομοθεσία.

Αυτούσια η επιστολή:

Επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα προς τον Υπουργό Οικονομικών για εξέταση καταγγελίας κατά της Σάβιας Ορφανίδου

Θέμα: Εξέταση καταγγελίας κατά της λειτουργού του Υπουργείου Οικονομικών κας Σάβιας Ορφανίδου

Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 24.4.2017 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και παρατηρώ τα ακόλουθα:

Με την ως άνω επιστολή σας, με πληροφορείτε ότι αφού λάβατε υπόψη τις διαπιστώσεις σχετικής διοικητικής έρευνας την οποία είχατε ζητήσει, και κυρίως το γεγονός ότι η κατοχή κομματικής θέσης από δημοσίους υπαλλήλους ήταν διαχρονικά γνωστή στις αρχές και γινόταν ανεκτή, καταλήξατε στο συμπέρασμα ότι, στο παρόν στάδιο δεν συντρέχουν λόγοι για διορισμό ερευνώντος λειτουργού ο οποίος να διεξαγάγει έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από μέρους της λειτουργού κας Σάβιας Ορφανίδου («η λειτουργός»). Παρά ταύτα, έχετε απευθυνθεί στο Γενικό Εισαγγελέα, εκφράζοντας την ετοιμότητά σας να αναθεωρήσετε την απόφασή σας, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι η νομοθεσία επιβάλλει τη διεξαγωγή πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον κάθε δημόσιου υπαλλήλου που παράτυπα κατέχει ή κατείχε κομματική θέση.

Το πρώτο ερώτημα το οποίο εγείρεται, είναι το γιατί, ως αρμόδια αρχή, ζητήσατε τη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας για να αποφασίσετε, όπως αναφέρετε, κατά πόσο θα ενεργήσετε σύμφωνα με το άρθρο 81(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Αυτή η διαδικασία δεν προσφερόταν στην περίπτωση, εφόσον υπήρχε ενώπιον του Υπουργού, ως αρμόδιας αρχής, συγκεκριμένη καταγγελία, σε σχέση με συγκεκριμένο λειτουργό και με λεπτομερή στοιχεία. Με αυτά ως δεδομένα, η αρμόδια αρχή οφείλει όπως ενεργήσει κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 81(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου – Νόμος αρ. 1/90 («ο Νόμος»), όπως θα επεξηγηθεί αργότερα. Η διενέργεια διοικητικής έρευνας από αρμόδια αρχή δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η καταγγελία ή πληροφόρηση δεν στρέφεται κατά συγκεκριμένου δημόσιου υπάλληλου οπότε υπάρχει πραγματική αδυναμία να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της πειθαρχικής δίωξης.

Εν πάση περιπτώσει όμως, εφόσον τελείτε ως αρμόδια αρχή στο στάδιο έναρξης πειθαρχικής διαδικασίας κατόπιν συγκεκριμένης καταγγελίας, και αισθανθήκατε την ανάγκη εξασφάλισης νομικής γνωμάτευσης από το Γενικό Εισαγγελέα, θα παραθέσω στη συνέχεια τις απόψεις μου.

Παρόλον ότι στην επιστολή σας δεν αναφέρεστε σε οποιεσδήποτε συγκεκριμένες διαπιστώσεις σας οι οποίες εξάγονται από την έρευνά σας και/ή από τη γενόμενη καταγγελία, εντούτοις, διαφαίνεται το συμπέρασμα, ότι η συγκεκριμένη λειτουργός μέχρι την τροποποίηση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου κατά το 2015, τελούσε σε παράβαση του Νόμου.

Συγκεκριμένα, το τότε ισχύον άρθρο 71(2) του Νόμου προέβλεπε τα ακόλουθα: «Επιτρέπεται σε δημόσιο υπάλληλο να είναι απλό μέλος πολιτικού κόμματος της εκλογής του.»

Συνακόλουθα, από την ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω λειτουργός κατέλαβε οποιοδήποτε αξίωμα ή θέση σε πολιτικό κόμμα, και δεν ήτο απλούν μέλος, παραβίαζε τη νομοθεσία.

Από την 10.7.2015 τέθηκε σε ισχύ ο περί των Πολιτικών Δικαιωμάτων Δημοσίων Υπαλλήλων, Εκπαιδευτικών Λειτουργών, Δημοτικών Υπαλλήλων, Κοινοτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου Νόμος – Νόμος αρ. 102(Ι)/2015 και ταυτόχρονα τέθηκε σε ισχύ και ο τροποποιητικός του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου – Νόμος αρ. 100(Ι)/2015. Ο δεύτερος νόμος, ως προς τα πολιτικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων, παραπέμπει στον πρώτο νόμο (αρ. 102(Ι)/2015) ο οποίος ορίζει ότι πέραν του δικαιώματος κάθε δημόσιου υπαλλήλου να είναι απλό μέλος κόμματος, υπάλληλος ο οποίος κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα μέχρι Α7 μπορεί να εκλέγεται ή να διορίζεται σε κομματικό αξίωμα πολιτικού κόμματος. Ενόσω όμως ο υπάλληλος κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα ίση ή ανώτερη της Α8, απαιτείται η έγκριση της αρμόδιας αρχής (εδώ της Ε.Δ.Υ.), για να μπορεί να εκλέγεται ή διορίζεται σε κομματικό αξίωμα πολιτικού κόμματος.

Όπως ορθά επισημαίνετε επομένως στην επιστολή σας, οι πρόνοιες του νέου Νόμου του 2015, δεν αίρουν το γεγονός ότι υπάλληλος ο οποίος κατείχε σε κόμμα θέση ψηλότερη από αυτή του απλού μέλους στην περίοδο από το 1997, οπότε επιτράπηκε με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο η κατοχή ιδιότητας απλού μέλους κόμματος, μέχρι και την τροποποίηση του 2015, παραβίαζε τη νομοθεσία.

Σε σχέση με το δημιουργηθέν καθεστώς μετά την τροποποίηση του 2015, όπως εντοπίζετε και στην επιστολή σας, στις διατάξεις του Νόμου αρ. 102(Ι)/2015 δεν γίνεται οποιαδήποτε πρόνοια σε σχέση με υπαλλήλους οι οποίοι κατείχαν κομματικό αξίωμα κατά την έναρξη ισχύος του Νόμου τούτου, ενώ υπάρχει ειδική αναφορά σε υπάλληλο ο οποίος «προτίθεται να υποβάλει υποψηφιότητα ή πρόκειται να διοριστεί σε κομματικό αξίωμα». Οι σχετικές διατάξεις του Άρθρου 4 του Νόμου αρ. 102(Ι)/2015 έχουν ως ακολούθως:

«Συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα

4.-(1) Επιτρέπεται σε υπάλληλο –

(α) να είναι απλό μέλος πολιτικού κόμματος της επιλογής του.
(β) να παρευρίσκεται σε πολιτικές συγκεντρώσεις ή άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, επιτρέπεται σε υπάλληλο να εκλέγεται ή να διορίζεται σε κομματικό αξίωμα πολιτικού κόμματος της επιλογής του –

(α) ενόσω κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα μέχρι και την κλίμακα Α7 του κυβερνητικού μισθολογίου. ή

(β) κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας αρχής, ενόσω κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα ίση με ή ανώτερη από την κλίμακα Α8 του κυβερνητικού μισθολογίου.

(3)(α) Υπάλληλος, ο οποίος κατέχει θέση που εμπίπτει στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) και ο οποίος προτίθεται να υποβάλει υποψηφιότητα ή πρόκειται να διοριστεί σε κομματικό αξίωμα υποβάλλει, μέσω του προϊσταμένου του, αίτημα στην οικεία αρμόδια αρχή, με το οποίο αιτείται άδεια για την εκλογή ή το διορισμό του στο εν λόγω κομματικό αξίωμα και στο οποίο εκτίθεται ο χαρακτήρας του κομματικού αυτού αξιώματος και τα καθήκοντα που εκτελεί ως υπάλληλος.

(β) Υπάλληλος ο οποίος δεν κατείχε θέση που εμπίπτει στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) κατά τη χρονική περίοδο που εξελέγη ή διορίστηκε σε κομματικό αξίωμα και, ενόσω κατέχει κομματικό αξίωμα αποκτά θέση μετά το διορισμό ή προαγωγή στη θέση αυτή ή μετάβαση σε αυτή στη βάση συνδυασμένων κλιμάκων υποβάλλει το προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) αίτημα στην οικεία αρμόδια αρχή εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την προαγωγή του, τη μισθολογική αναβάθμισή του ή το διορισμό του, ανάλογα με την περίπτωση.

(γ) Υπάλληλος ο οποίος κατείχε θέση που εμπίπτει στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) κατά τη χρονική περίοδο που εξελέγη ή διορίστηκε σε κομματικό αξίωμα έχοντας εξασφαλίσει σχετική άδεια και, ενόσω κατέχει το κομματικό αξίωμα, μετατίθεται, προάγεται, αποσπάται, διορίζεται ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αποκτά θέση άλλη από αυτή που κατείχε κατά το χρόνο εξασφάλισης της άδειας, εφόσον η άλλη θέση που αποκτά εμπίπτει στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), υποβάλλει εκ νέου το προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) αίτημα στην οικεία αρμόδια αρχή, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ανάληψη της εν λόγω θέσης.

(4) Η οικεία αρμόδια αρχή μετά την υποβολή αιτήματος δυνάμει του εδαφίου (3) –

(α) παρέχει τη σχετική άδεια στον αιτούντα υπάλληλο, αν ικανοποιηθεί ότι τα καθήκοντα της θέσης του υπαλλήλου δεν συγκρούονται και δεν επηρεάζονται με οποιοδήποτε τρόπο από την ανάληψη ή τη συνέχιση της κατοχής του κομματικού αξιώματος αυτού, ανάλογα με την περίπτωση, ή

(β) απορρίπτει το αίτημα του υπαλλήλου, αν διαπιστώσει ότι τα καθήκοντα της θέσης του συγκρούονται ή επηρεάζονται με οποιοδήποτε τρόπο από την ανάληψη ή τη συνέχιση της κατοχής του κομματικού αυτού αξιώματος, ανάλογα με την περίπτωση.»
Σε σχέση με τις ανωτέρω διατάξεις, αναφέρετε στην επιστολή σας ότι ο νόμος δεν διαφαίνεται να δημιουργεί υποχρέωση σε δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι κατείχαν το κομματικό τους αξίωμα πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του νόμου, να υποβάλουν σχετικό αίτημα στην αρμόδια αρχή, αφού η μόνη αναφορά στο νέο νόμο είναι σε υπάλληλο που «προτίθεται να υποβάλει υποψηφιότητα ή πρόκειται να διοριστεί σε κομματικό αξίωμα» και ότι δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε μεταβατικές διατάξεις για να καλύψουν το κενό που προκύπτει για τους ήδη κατέχοντες κομματικά αξιώματα.

Αφήνετε έτσι να νοηθεί ότι, λόγω ανυπαρξίας ειδικής πρόνοιας για τους υπαλλήλους που ήδη κατείχαν κομματικό αξίωμα πριν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου, δεν υπάρχει υποχρέωση όπως υποβάλουν αίτημα για άδεια και ότι δεν διαπράττουν παρανομία συνεχίζοντες να κατέχουν το αξίωμά τους μετά την ισχύ του Νόμου του 2015.

Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, μια τέτοια ερμηνεία των διατάξεων, του γράμματος και του πνεύματος του Νόμου του 2015, θα ήταν ανεπίτρεπτη και θα επέφερε παράλογα αποτελέσματα.

Έχει σταθερά και με συνέπεια νομολογηθεί με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι ερμηνεία νόμου ή οποία οδηγεί σε παράλογες καταστάσεις ή άτοπα αποτελέσματα, πρέπει να αποφεύγεται. (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 ΑΑΔ 612, Κατσαράς κ. ά ν. Δημοκρατίας (1973) 3 ΑΑΔ 145).

Άλλη ερμηνευτική αρχή που υιοθετήθηκε από τη νομολογία μας, είναι ότι η ερμηνεία διατάξεων νόμου πρέπει να είναι εύλογη και τέτοια που να καθιστά το νόμο λειτουργικό (Δήμος Λεμεσού ν. Α.ΤΗ.Κ (1994) 1 ΑΑΔ 311).

Ορθά ερμηνευόμενος και εξεταζόμενος ο νόμος του 2015 δεν μπορεί παρά να οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα:

Ο λόγος για τον οποίο αυτός ο νόμος δεν κάνει μνεία και δεν προνοεί για μεταβατικές ή άλλες διατάξεις, για υπαλλήλους που κατείχαν κομματικό αξίωμα κατά την ημερομηνία που αυτός τέθηκε σε ισχύ, δεν μπορεί να είναι άλλος, παρά το γεγονός ότι, αν κάποιοι υπάλληλοι κατείχαν τέτοιο αξίωμα κατά τη χρονική εκείνη στιγμή, το κατείχαν παράνομα. Και το κατείχαν παράνομα επειδή με βάση το νόμο όπως ίσχυε μέχρι τότε, κανένας υπάλληλος εδικαιούτο να κατέχει οποιοδήποτε κομματικό αξίωμα με ή χωρίς άδεια αρμόδιας αρχής. Ο νέος νόμος του 2015, εισήγαγε για πρώτη φορά το δικαίωμα υπαλλήλου όπως κατέχει και κομματικό αξίωμα σε πολιτικό κόμμα. Δεν θα αναμένετο επομένως να κάνει αναφορά σε όποιους υπαλλήλους ενδεχόμενα να κατείχαν τέτοιο αξίωμα από προηγουμένως, καθ΄ ην στιγμή αν κατείχαν, παράνομα το κατείχαν.

Ο νέος νόμος δεν μπορούσε παρά να αναφέρεται σε διαδικασία εξασφάλισης άδειας από υπαλλήλους για να κατέχουν κομματικό αξίωμα, από τη χρονική στιγμή που δια νόμου επιτράπηκε κάτι τέτοιο και εντεύθεν, χωρίς ασφαλώς να προνοεί οτιδήποτε για όσους ενδεχόμενα παρανομούσαν.

Τυχόν δε ερμηνεία του νέου νόμου του 2015 σύμφωνα με την οποία όσοι κατείχαν κομματικό αξίωμα πριν από τη θέσπισή του, οι οποίοι παραβίαζαν την προϋπάρχουσα νομοθεσία που δεν επέτρεπε υπό οποιεσδήποτε συνθήκες την κατοχή κομματικού αξιώματος, μετά που αυτό επιτράπηκε μόνο με άδεια της αρμόδιας αρχής, αυτοί οι υπάλληλοι θα δικαιούνται να συνεχίζουν να κατέχουν το αξίωμά τους, και δεν υποχρεούνται ούτε καν να υποβάλουν αίτηση για άδεια, θα οδηγούσε (μια τέτοια τυχόν ερμηνεία) στα πλέον παράλογα αποτελέσματα, σε πλήρη αδυναμία αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και σε επιβράβευση ή νομιμοποίηση της παρανομίας.

Επισημαίνεται μάλιστα από τις διατάξεις του νέου νόμου του 2015, ότι αυτές είναι τόσο αυστηρές στο θέμα της εξασφάλισης άδειας για κατοχή κομματικού αξιώματος, ώστε στο Άρθρο 4(3)(β) να υποχρεώνει υπάλληλο ο οποίος κατείχε νόμιμα κομματικό αξίωμα χωρίς να απαιτείτο άδεια (λόγω μισθολογικής κλίμακας) αλλά μεταβάλλονται οι συνθήκες του μετέπειτα και απαιτείτο άδεια, να υποβάλλει αίτηση για άδεια. Περαιτέρω, με βάση το Άρθρο 4(3)(γ) του Νόμου, ακόμα και υπάλληλος ο οποίος είχε εξασφαλίσει άδεια και κατέχει κομματικό αξίωμα, ενόσω αποκτά άλλη θέση στη δημόσια υπηρεσία, υποχρεούται να υποβάλει εκ νέου αίτημα για νέα άδεια, έτσι ώστε να επανεξετασθούν τα νέα δεδομένα της περίπτωσής του.
Υπ΄αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να ερμηνευθεί ο νόμος τούτος ως επιτρέπων μετά την έναρξη της ισχύος του, σε οποιοδήποτε υπάλληλο μισθολογικής κλίμακας Α8 ή ανώτερης, να κατέχει κομματικό αξίωμα χωρίς άδεια.

Είναι επομένως καθαρό το συμπέρασμα ότι υπάλληλος ο οποίος κατείχε κομματικό αξίωμα οποτεδήποτε στη χρονική περίοδο 1991-2015, παραβίαζε την κείμενη νομοθεσία, και αν ο ίδιος, ευρισκόμενος στη μισθολογική κλίμακα Α8 ή ανώτερη συνεχίζει μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Νόμου του 2015 να κατέχει κομματικό αξίωμα χωρίς να εξασφαλίσει άδεια της αρμόδιας αρχής, θεωρείται ότι συνεχίζει να παραβιάζει το νόμο.

Αυτές οι παραβιάσεις της νομοθεσίας, χωρίς αμφιβολία συνιστούν λόγους έναρξης πειθαρχικής διαδικασίας δυνάμει του Άρθρου 81(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90.

Παρά ταύτα, όπως αναφέρετε στην επιστολή σας, καταλήξατε στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχουν λόγοι για διορισμό ερευνώντος λειτουργού για διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων από τη συγκεκριμένη λειτουργό, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η κατοχή κομματικής θέσης από δημόσιους υπαλλήλους ήταν διαχρονικά γνωστή στις αρχές και γινόταν ανεκτή.

Λυπούμαι που θα διαφωνήσω πλήρως με αυτή την προσέγγιση, αλλά και τη διαπίστωση. Αρκεί μόνο να αναφερθεί, ότι με την εγκύκλιο–επιστολή του ημερ. 16.7.2013, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, είχε απευθυνθεί σε όλους τους Γενικούς Διευθυντές Υπουργείων, συμπεριλαμβανομένου και του Υπουργείου Οικονομικών και εφιστούσε την προσοχή όλων στην απαγόρευση και στο ασυμβίβαστο της κατοχής κομματικού αξιώματος από δημόσιους υπαλλήλους και επειδή διαπίστωνε από πληροφορίες ότι αρκετοί δημόσιοι υπάλληλοι κατείχαν τέτοια αξιώματα, καλούσε τις αρμόδιες αρχές, και τη δική σας:
«… όπως μεριμνήσετε για την εξάλειψη του φαινομένου αυτού και, πιο συγκεκριμένα, για την εφαρμογή του άρθρου 71 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.»

Εάν επομένως επιδείχθηκε οποιαδήποτε ανοχή, μετά μάλιστα την επίστηση της προσοχής από το Γενικό Εισαγγελέα, αυτή επιδείχθηκε από τις αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένου του Υπουργείου Οικονομικών. Δεν νομιμοποιείται επομένως μετέπειτα, οποιαδήποτε αρμόδια αρχή να επικαλείται την επίδειξη της όποιας δικής της ανοχής σε παραβίαση νόμου, για να μην προχωρήσει σε έρευνα εναντίον υπαλλήλου της. Εάν ο ίδιος ο υπάλληλος, στο πλαίσιο πειθαρχικής δίωξης επιθυμεί να θέσει τέτοιο θέμα, θα μπορεί εκείνος να το εγείρει για να εξετασθεί.

Εν πάση δε περιπτώσει, η επίδειξη ανοχής δεν δίδει δικαιώματα στον διοικούμενο. Όπως λέχθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Ηλίας Ηλιάδης ν. Δήμου Λάρνακας (1998) 2 ΑΑΔ 75:

«Γεγονός είναι πως η αρμόδια αρχή ανέχθηκε για κάποιο χρόνο την παρανομία. Τούτο όμως δεν δίδει δικαίωμα στον παρανομούντα. Αντίθετα, αναμένεται λόγω της επίδειξης ανοχής ή επιείκειας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, ο παραβάτης να άρει την παρανομία.»

Όπως επίσης χαρακτηριστικά λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση Α/φοί Λαμπριανίδη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 ΑΑΔ 390:

«Αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του κράτους δικαίου, ότι κανένας, όσο υψηλά κι αν βρίσκεται, δεν μπορεί να εξουσιοδοτήσει εκτροπή από τη νομιμότητα. Πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσο από τους εφεσείοντες, όπως και από κάθε πολίτη, στον προγραμματισμό των πράξεών του, ότι ο νόμος δεν είναι μόνο η υπέρτατη αρχή, αλλά και η μόνη πηγή για την απόκτηση δικαιωμάτων. Η προσδοκία για την ανοχή της παρανομίας, δεν αποτελεί λόγο για τη διαιώνιση της…»

Περαιτέρω, οποιοδήποτε τυχόν επιχείρημα εγείρεται, σύμφωνα με το οποίο, η εκτελεστική εξουσία και οι αρμόδιες αρχές – Υπουργεία αποφάσισαν, αντί να εφαρμόσουν τη νομοθεσία, δύο χρόνια μετά να τροποποιήσουν τη νομοθεσία, και να επιτρέψουν την κατοχή κομματικού αξιώματος από δημόσιους υπαλλήλους και πάλιν τούτο δεν είναι λόγος άρνησης άσκησης πειθαρχικής διαδικασίας, για δύο λόγους:

α. Επειδή η τροποποίηση του νόμου κατά το 2015, δεν αίρει και δεν μπορούσε να άρει οποιαδήποτε παραβίαση του ισχύοντος μέχρι τότε νομοθετικού καθεστώτος και,

β. Επειδή, όπως έχω εξηγήσει προηγουμένως, και μετά το 2015 συνεχίζει η παραβίαση της νομοθεσίας από οποιοδήποτε υπάλληλο ο οποίος κατέχει κομματικό αξίωμα χωρίς καμιά άδεια, αν αυτός κατέχει μισθολογική κλίμακα Α8 ή ανώτερη.

Τελικά δε, το γεγονός ότι ενδεχόμενα και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι να κατείχαν και/ή να κατέχουν κομματικό αξίωμα, είτε ενώ τούτο απαγορεύετο πριν το 2015 ή/και χωρίς την απαιτούμενη άδεια μετά το 2015, σε καμμιά περίπτωση δεν συνιστά λόγο για μη έναρξη πειθαρχικής διερεύνησης εναντίον υπαλλήλου.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 81(1)(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή, ή υποπέσει στην αντίληψη της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, όχι από τα περιλαμβανόμενα στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα, τότε η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως να διεξαχθεί έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο και ενεργεί όπως προνοείται στο άρθρο 83.

Αυτό ασφαλώς ισχύει και εφαρμόζεται σε σχέση με όλες τις αρμόδιες αρχές, στις οποίες υπάγονται υπάλληλοι, οι οποίοι ενδεχόμενα να παραβίαζαν και/ή παραβιάζουν τη νομοθεσία.

Με εκτίμηση,

Κώστας Κληρίδης
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
Σημ. : Η παρούσα επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα κοινοποιήθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και τον Γενικό Ελεγκτή.