Καζαντζάκης: “Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει…”

“Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει…”

Ο Νίκος Καζαντζάκης εκτός από συγγραφέας, υπήρξε επίσης δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο.

Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας στον κόσμο και ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας των νεώτερων χρόνων.

Σπούδασε νομικά και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Θεωρούσε δασκάλους του τον Όμηρο, το Δάντη και τον Μπεργκσόν. Το 1919 διορίστηκε από τον Βενιζέλο Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου περιθάλψεως, υπεύθυνος για τους πρόσφυγες από τον Καύκασο.

Τα πιο γνωστά του έργα: Οδύσσεια, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο καπετάν Μιχάλης (1953), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954), Ο τελευταίος πειρασμός (1955), Ασκητική, Αναφορά στον Γκρέκο.

Δείτε παρακάτω μερικά από τα σπουδαιότερα αποφθέγματά του:

Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.

Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε

Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά.

Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.

Αν μια γυναίκα κοιμηθεί μόνη, ντροπιάζει όλους τους άντρες.

Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος.

Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.

Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…

Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα.

Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.

H καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες – φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!

Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα

Το ψέμα είναι ανανδρία

Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;

Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο

Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!

Αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει

Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν

Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει!

Το βουνό ανήκει στο μοναστήρι. Το μοναστήρι ανήκει στο Θεό. Και ο Θεός ανήκει σε όλους

Η φυγή δεν είναι νίκη, τ’ όνειρο είναι τεμπελιά, και μόνο το έργο μπορεί να χορτάσει την ψυχή και να σώσει τον κόσμο.

«Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν».

«Οι μισές δουλειές, οι μισές κουβέντες, οι μισές αμαρτίες, οι μισές καλοσύνες έφεραν τον κόσμο στα σημερινά χάλια. Φτάσε, μωρέ άνθρωπε, ως την άκρα, βάρα και μη φοβάσαι! Πιο πολύ σιχαίνεται ο Θεός το μισοδιάολο παρά τον αρχιδιάολο!»

«Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας».

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε.

Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία».

«Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Αλήθειες που πληγώνουν, εμψυχώνουν, πεισμώνουν. Αλήθειες που κορυφώνονται σε μία και μόνη φράση.

Αυτή που γράφτηκε στην τελευταία του κατοικία στο Ηράκλειο της Κρήτης και κλείνει μέσα σε λίγες λέξεις, το τι ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης και τι ήλπιζε για τον άνθρωπο.

Να φτάσει μια καθαρή ξάστερη μέρα που θα είναι απαλλαγμένος από βαρίδια, φόβους και σκιές. Μια μέρα που θα μπορεί κανείς να διατυμπανίσει πως: