Καβάφης: Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει…

Σύντομο βιογραφικό από τον ίδιο τον ποιητή:

«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια – σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».

Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα “Αναγνωρισμένα”[1] ), τα 37 “Αποκηρυγμένα”[2] ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα “Κρυμμένα”[3] , δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 “Ατελή”[4] , που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.

Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή. Τo βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης.

Τα πιο χαρακτηριστικά από τα ποιήματά του είναι τα: Τα τείχη, Τα παράθυρα, Τρώες, Κεριά, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Ιθάκη, Θερμοπύλες, Φωνές, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον και η Η σατραπεία.

Είναι μακράν ο πιο γνωστός και πολυδιαβασμένος Νεοέλληνας ποιητής στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα.

. Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ να πούνε

• Ο παντρεμένος ζει σαν σκύλος και πεθαίνει σαν άνθρωπος. Ο ανύπανδρος ζει σαν άνθρωπος και πεθαίνει σαν σκύλος.

• Οι τα φαιά φορούντες και περί ηθικής λαλούντες.

• Ίσως το φως νάναι μια νέα τυραννία.  Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.

• Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό.

• Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άρα γε; ή υπάρχει μόνον Νέον και Παλαιόν, και το Ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αληθείας;

• Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει του αχαρίστου όχλου των θνητών.

• Και τι άλλο είναι η τέχνη παρά λεπτομέρειες

• Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.

• Ήθελα να δώσω φως και συγκίνηση σε όσους είναι σαν και εμένα καμωμένοι…

• Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,  τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις  μες την πολλή συνάφεια του κόσμου, Μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες.
(από το ποίημα «Όσο μπορείς»)

• Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας,  τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,  αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
Αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου. (από την «Ιθάκη»)

• Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

• Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.  Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

• Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

• Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των  ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες.

• Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους….
Δεν έχει πλοίο για σε δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, σ’ όλη τη γη τη ρήμαξες.

• Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ … μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

• Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,  αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

• Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς, τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.

• Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει.

Τον έπαινο του Δήμου και των σοφιστών,  Τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα εύγε.

• Και μες στη τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.

• Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει, τι δύσκολο να μάθει της πενίας την νέα γλώσσα και τους νέους τρόπους.

• Α βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων» Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται. Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

• Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα το Τραπεζούντιον, με την παράξενή του γλώσσα, και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

• Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
• Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων· είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω, στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.

• Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός— ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν· εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.

• Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή, θανάσιμη βοή την σκάλα ν’ ανεβαίνει,
γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη, τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.

• Κ΄ είν΄ η συνείδησίς μου ήσυχη για το αψήφιστο της εκλογής. Βλάπτουν κ΄ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

• Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ΄ εμείς.

• Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά να επέστρεφεν αξιεπαίνως ενθυμούμενος τες οικογενειακές του παραδόσεις,
το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.