Ε.Επ: Δεν θα εξετάζει θέματα που βρίσκονται ενώπιον δικαστηρίου

Κατά πλειοψηφία αποφάσισε η Ερευνητική Επιτροπή για την οικονομία ότι δεν θα διερευνά θέματα τα οποία αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας.

 Το θέμα προέκυψε μετά την αγωγή που καταχώρησε η Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας εναντίον, μεταξύ άλλων, του Ανδρέα Βγενόπουλου, Ευθύμιου Μπουλούτα, Κυριάκου Μάγειρα και της Μαρφίν Ιnvestment Holdings, καθώς και τη διερεύνηση Ποινικών αδικημάτων που πιθανόν να προκύπτουν από την εξαγορά της Ρωσικής τράπεζας Uniastrum από την Τράπεζα Κύπρου. Οι δύο αυτές υποθέσεις δημιούργησαν σειρά ερωτημάτων στην Ερευνητική Επιτροπή, η οποία αποφάσισε πως δεν θα εξετάσει θέματα που βρίσκονται ενώπιον δικαστηρίου.

Η απόφαση της τριμελούς Επιτροπής λήφθηκε κατά πλειοψηφία, με τις ψήφους του κ. Πική και του Ανδρέα Κραμβή. Η Ηλιάνα Νικολάου, διαχώρισε τη θέση της από αυτή της πλειοψηφίας, λέγοντας πως δεν είναι σε θέση να δεχθεί ότι η αγωγή αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου αποκλείει εκ προοιμίου την έρευνα της Επιτροπής σε θέματα που εμπίπτουν στην εντολή της αναφορικά με τα τραπεζικά ιδρύματα και ειδικότερα με τη Λαϊκή Τράπεζα.

Αναλύοντας την απόφαση της Επιτροπής, ο κ. Πικής παρέθεσε τα γεγονότα λέγοντας πως η Επιτροπή κάλεσε τον Γενικό Εισαγγελέα Πέτρο Κληρίδη να παραθέσει την άποψη στο κατά πόσον η Επιτροπή μπορεί να διερευνήσει θέματα που εγείρονται στην αγωγή της Ειδικής Διαχειρίστριας της Λαϊκής εναντίον των 11 φυσικών προσώπων και του ενός νομικού προσώπου.

Όπως είπε ο κ. Πικής, η Επιτροπή έθεσε στον κ. Κληρίδη γνωμάτευση του ιδίου του κ. Κληρίδη ημερομηνίας 10 Οκτωβρίου 2006, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων ότι σύμφωνα με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «είναι σφάλμα να αναμένεται ότι με την έκδοση του πορίσματος της Ερευνητικής Επιτροπής ένα πρόσωπο μπορεί να διωχθεί για ποινικό αδίκημα», και πως το πόρισμα καταλήγεις στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος αφού παραπέμψει την υπόθεση σε αστυνομική ανάκριση, αποφασίζει με βάση τη μαρτυρία. Σύμφωνα με τον κ. Πική, ο κ. Κληρίδης, τόνισε ότι η γνωμάτευση που έδωσε το 2006 αντανακλά και τις σημερινές του θέσεις.

Ο κ. Πικής, ανέφερε στη συνέχεια πως η Επιτροπή έθεσε στον Γενικό Εισαγγελέα σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου, που υποστηρίζουν ότι δεν είναι παραδεκτή η παρεμβολή οποιουδήποτε τρίτου στην εξέταση επίδικων θεμάτων αστικής αγωγής και ότι δεν είναι επιτρεπτό σε οποιαδήποτε αρχή, άλλη από δικαστική, να αποδίδει ποινικές ή αστικές ευθύνες.

Η απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως είπε ο κ. Πικής, ήταν πως τελικός κριτής για την απόδοση ποινικής ευθύνης, ως και για τον καθορισμό αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι το δικαστήριο.

Στη συνέχεια, επεξηγώντας την απόφαση της Επιτροπής, ο κ. Πικής αναφέρθηκε σε πρόνοιες του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου καθώς και σε σειρά υποθέσεων και δικαστικών αποφάσεων.

Κατόπιν, ανέφερε πως η Ερευνητική Επιτροπή, πριν λάβει γνώση για την αγωγή της Ειδικής διαχειρίστριας της Λαϊκής, της είχε ζητήσει να παράσχει στην Επιτροπή στοιχεία και πληροφορίες σε σχέση με τη λειτουργία και το καθεστώς διαχείρισης της Τράπεζας από το 2006. Όπως είπε ο κ. Πικής, η Διαχειρίστρια ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Επιτροπής, όμως στη συνοδευτική επιστολή, παρακάλεσε όπως πριν τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου τους να ληφθεί η προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της Τράπεζας. Αυτή η θέση, όπως είπε, «φέρνει στο προσκήνιο το δικαίωμα του διαδίκου σε αστική υπόθεση να μην αποκαλύψει το μαρτυρικό υλικό στο οποίο βασίζει τις θέσεις του, πριν την κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου».

Συνοψίζοντας, ο κ. Πικής είπε πως δεν παρέχεται δικαίωμα σε Ερευνητική Επιτροπή να αποδώσει σε άτομο ποινικές ευθύνες και πως αποκλειστικός κριτής των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ατόμου είναι η δικαστική εξουσία. «Δεν είναι επιτρεπτή η διερεύνηση από την Ερευνητική Επιτροπή θέματος, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο δικαστικής εξουσίας», είπε.

Όσον αφορά το θέμα της απόκτησης της Ρωσικής Τράπεζας Uniastrum από την Τράπεζα Κύπρου, ο κ. Πικής είπε ότι αποτελεί αντικείμενο ποινικής έρευνας από τις αστυνομικές αρχές, προσθέτοντας ότι θα συνιστούσε παρέμβαση στο ανακριτικό έργο με ενδεχόμενο να πληγούν τα δικαιώματα προσώπων υπό ανάκριση για τη διάπραξη εγκληματικής πράξης.

«Συνεπώς, δε θα εξετάσουμε οτιδήποτε ενδεχόμενα άπτεται του αστυνομικού έργου. Οτι μπορούμε να διερευνήσουμε είναι η επιμέλεια που έχει επιδειχθεί από τα αρμόδια όργανα της Τράπεζας Κύπρου για την απόκτηση της Uniastrum και τις οικονομικές επιπτώσεις από την αγορά της», είπε.

Η Ηλιάνα Νικολάου, η οποία διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας, εξέφρασε τη θέση ότι η Επιτροπή μπορεί να συνεχίσει το έργο της διερευνώντας και υποθέσεις που βρίσκονται ενώπιον της δικαιοσύνης,

Στην αιτιολόγηση της απόφασής της τόνισε ότι στο μικροσκόπιο της Επιτροπής έχει τεθεί ουσιαστικά ολόκληρο το σύστημα προκειμένου να διακριβωθεί η αλήθεια.

«Οι Ερευνητικές Επιτροπές δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση δικαστήρια. Σκοπός τους είναι η καταγραφή, ο προσδιορισμός και διαπίστωση γεγονότων συγκεκριμένων περιστατικών ή συμβάντων και η υποβολή εισηγήσεων στην Κυβέρνηση», είπε, σημειώνοντας πως οι εν λόγο Επιτροπές «έχουν ένα διαφορετικό ρόλο και λειτουργούν σε ένα χώρο που η δικαστική εξουσία είναι απρόσφορη».

Η κ. Νικολάου ανέφερε πως η Επιτροπή δεν θα εξετάσει ειδικά και συγκεκριμένα θέματα της αγωγής αλλά θα ετοιμάζει το πόρισμα της κατά τρόπο που οι Ερευνητικές Επιτροπές λειτουργούν.

Είπε, ακόμη, πως με την απόφαση να μην εξεταστούν θέματα που βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου «θα πρέπει απαντήσουμε και στο ερώτημα αν οι πολλές αγωγές και προσφυγές που αυτή τη στιγμή εκκρεμούν στα Κυπριακά Δικαστήρια εναντίον τραπεζικών ιδρυμάτων και της Κεντρικής Τράπεζας και άλλες τόσες που καταχωρούνται καθημερινά ακυρώνουν ήδη το ρόλο της Επιτροπής».

Επίσης, εξέφρασε την άποψη ότι η επιτροπή μπορεί να επεκτείνει την έρευνά της και στα θέματα που αφορούν την απόκτηση από την Τράπεζα Κύπρου της Ρωσικής τράπεζας Uniastrum.

«Οι ποινικοί ανακριτές που έχουν διοριστεί, ατυχώς πριν η επιτροπή ολοκληρώσει το έργο της, διερευνούν το θέμα αυτό από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, άλλη από εκείνη της Επιτροπής που δεν παρεμβαίνει στο ανακριτικό έργο το οποίο διαφοροποιείται και εξ ορισμού βρίσκεται έξω από τα όρια δράσης της επιτροπής», είπε και κατέληξε λέγοντας πως οι μάρτυρες μπορούν να επικαλεστούν το δικαίωμα της σιωπής σε βλαπτικές για την υπόθεσή τους ερωτήσεις.