Επιστολή Γ. Ελεγκτή προς τον Υπ. Παιδείας για το χρόνο διδασκαλίας

Δόθηκε στη δημοσιότητα επιστολή του Γενικού Ελεγκτή προς τον Υπ. Παιδείας με θέμα τον Προϋπολογισμό του Υπουργείου για το 2017

Στην επιστολή του ο Ελεγκτής καλεί τον Υπουργό αν είναι δυνατό να ενημερώσει την Υπηρεσία του για τις ενέργειες του αναφορικά με τα σημεία της επιστολής του το συντομότερο και πριν το τέλος Αυγούστου αν είναι δυνατό, “φρονώντας ότι και δικό σας μέλημα είναι, να μην προκύψουν περαιτέρω καθυστερήσεις και κόστος εις βάρος των δημόσιων οικονομικών και της προοπτικής βελτιστοποίησης του τρόπου κατανομής των δαπανών της Δημόσιας Εκπαίδευσης”.

Αυτούσια η επιστολή:

Αναφερόμαστε στην επιστολή σας ημερ. 30.6.2016, αρ. φακ. 15.49.08-Ε, σε συνέχεια των ταυτάριθμων επιστολών μας ημερ. 11.5.2016 και 21.6.2016, και με λύπη παρατηρούμε ότι παρόλο που αναφέρετε ότι οι εισηγήσεις/συστάσεις του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας λαμβάνονται από το Υπουργείο σας «σοβαρά υπόψη στο πλαίσιο της συνεχούς προσπάθειας που καταβάλλει η Κυβέρνηση για χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση των πόρων που έχει στη διάθεσή της» και εκφράζετε «για ακόμη μια φορά» την εκτίμησή σας «προς το γενικότερο έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας» και την ετοιμότητά σας για «εποικοδομητική συνεργασία», ωστόσο, αντιφατικά, στην ίδια αυτή επιστολή σας, αναφορικά με τις εν λόγω εισηγήσεις/συστάσεις της Υπηρεσίας μας για τα υπό αναφορά εξόχως σημαντικά θέματα που αφορούν στο δικό σας Υπουργείο και στον εξορθολογισμό των δαπανών του, θέματα τα οποία επαναλαμβάνονται για χρόνια στις Ετήσιες Εκθέσεις του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, για τα οποία διαπιστώνεται εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση στο να τύχουν αποτελεσματικού χειρισμού, μας ζητάτε ουσιαστικά να σιωπήσουμε, επειδή θεωρείτε ότι αυτά αφορούν σε «πολιτική της Κυβέρνησης» και ότι η δημοσιοποίηση «μόνο επιζήμια» μπορεί να είναι σε μια «ευαίσθητη περίοδο για το εκπαιδευτικό μας σύστημα».

Πραγματικά δεν μπορώ να αντιληφθώ πως μπορεί να θεωρηθεί παρέμβαση στην «εκπαιδευτική πολιτική, συμπεριλαμβανομένης και της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων της» η υποβολή εισηγήσεων και συστάσεων από την Υπηρεσία μας (α) για την ανάγκη οι όποιες αποφάσεις πολιτικής να εδράζονται στη δέουσα τεκμηρίωση, (β) για την υποχρέωσή σας να περιβάλετε με νομιμότητα τις όποιες σχετικές πρακτικές σήμερα εφαρμόζονται ή θα εφαρμοστούν στο μέλλον, και (γ) για το δικαίωμα των πολιτών να γνωρίζουν τις συνθήκες εργοδότησης των εκπαιδευτικών (όπως και όλων των δημοσίων υπαλλήλων).

Είναι προφανές πως αν θεωρείτε την υποβολή τέτοιων εισηγήσεων και συστάσεων ως παρέμβαση σε θέματα πολιτικής, τότε ουσιαστικά η μόνη θεραπεία που θα μπορούσε να υπάρξει θα ήταν η μη υποβολή των εισηγήσεων και συστάσεων αυτών. Αυτός είναι και ο λόγος που αναφέρω πιο πάνω ότι ουσιαστικά μας ζητάτε να σιωπήσουμε και να παύσουμε να ασχολούμαστε με το θέμα.

Προφανώς απορρίπτουμε τη θέση σας αυτή, αφού τυχόν υιοθέτησή της θα ακύρωνε τον ρόλο της Υπηρεσίας μας ως ανεξάρτητου ελεγκτικού οργάνου και θα έθετε αυτήν υπό την κηδεμονία της Κυβέρνησης η οποία θα καθόριζε επί ποιων θεμάτων επιθυμεί να υποβάλλουμε συστάσεις και εισηγήσεις και επί ποιων όχι. Για μας είναι προφανές ότι πολιτική ασκεί αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις. Η δική μας Υπηρεσία απλώς υποβάλλει εισηγήσεις και συστάσεις. Αν μάλιστα, για ένα τόσο σημαντικό θέμα που αφορά συνολικά δαπάνη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, θα ήταν αποδεκτό για οποιονδήποτε πολίτη να σας υποβάλει εισηγήσεις και απόψεις, πόσο μάλλον για την Ελεγκτική Υπηρεσία της χώρας μας.

2. Λύπη προκαλεί και η αναφορά σας ότι είναι «αντιδεοντολογικό» να θέτουμε δήθεν διορία για να απαντήσετε «καθορίζοντας έμμεσα τις προτεραιότητές» σας. Γνωρίζετε όμως πως στην προς εσάς επιστολή μας ημερ. 11.5.2016 αναφέρεται επί λέξει απλώς ότι «θα το εκτιμούσα αν είχαμε ενημέρωση για τις ενέργειές σας αναφορικά με όλα τα πιο πάνω σημεία σε σχέση με τον Προϋπολογισμό του Υπουργείου σας για το έτος 2017 πριν το τέλος Μαΐου 2016», εφόσον είναι την εν λόγω περίοδο που το Υπουργείο σας καταρτίζει τον ετήσιό του Προϋπολογισμό. Σημειώνω πάντως ότι, για την όποια (κατά τη δική μας άποψη) εκ μέρους σας κωλυσιεργία ή άρνηση απάντησης ή λανθασμένους χειρισμούς ή διασπάθιση δημοσίου χρήματος, βασικό εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας, σύμφυτο με την αποστολή μας, είναι η ενημέρωση των πολιτών και των βουλευτών ως αντιπροσώπων του λαού. Ο δε τελικός κριτής της ορθότητας των χειρισμών σας, όπως φυσικά και των δικών μας απόψεων (γιατί εμείς μόνο απόψεις εκφράζουμε), είναι ο πολίτης.

3. Αναφορικά με τις αρμοδιότητες του Γενικού Ελεγκτή στις οποίες αναφέρεστε, απορία προκαλεί το ότι παρόλο που αναφέρετε στην επιστολή σας τα Άρθρα 116 και 117 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν αναφέρετε τον άμεσα σχετικό νόμο για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τον περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας Νόμο (Ν. 113(Ι)/2002), ο οποίος επιπρόσθετα από την υποχρέωση για την κατάθεση στοιχείων στον Γενικό Ελεγκτή, αναφέρεται ρητά στην εξουσία του Γενικού Ελεγκτή να διεξάγει διαχειριστικό έλεγχο (άρθρο 7) ως ακολούθως:
«Προς αποφυγή οποιασδήποτε αμφιβολίας, με τον παρόντα Νόμο δηλώνεται ότι ο Γενικός Ελεγκτής έχει εξουσία και δύναται να διεξάγει διαχειριστικό έλεγχο σε Υπουργείο, ή τμήμα ή υπηρεσία του, σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δήμο, κοινοτικό συμβούλιο ή σε άλλο ταμείο ή οργανισμό που ελέγχεται από αυτόν, για να διαπιστώσει αν οι πιο πάνω λειτουργούν και χρησιμοποιούν τους διαθέσιμους πόρους τους με οικονομικό, αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο».

Ως εκ τούτου, αλλά και δεδομένων των σχετικών διεθνών επαγγελματικών προτύπων ελέγχου που διέπουν τις Ελεγκτικές Υπηρεσίες των Κρατών (International Standards of Supreme Audit Institutions) θεωρούμε ότι οι όποιες περί του αντιθέτου αναφορές στην επιστολή σας, άμεσες ή έμμεσες, κάθε άλλο παρά συνάδουν με τη σχετική νομοθεσία ή τη διεθνή πρακτική και επαγγελματικά πρότυπα, που όλα ρητώς καθορίζουν το δικαίωμα για τέτοιους διαχειριστικούς ελέγχους προς διασφάλιση αυτού που στην αγγλική είναι γνωστό ως «3Εs» (Economy, Efficiency, Effectiveness). Επισημαίνουμε, έστω και εκ του περισσού, ότι η διεξαγωγή διαχειριστικού ελέγχου σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο Γενικός Ελεγκτής υπεισέρχεται σε θέματα πολιτικής, όπως φαίνεται να ισχυρίζεστε στην επιστολή σας, εκτός αν θεωρείτε ότι μπορεί να αποτελεί πολιτική σας η μή οικονομική, μή αποδοτική και μή αποτελεσματική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων του Κράτους, διαχείριση την οποία ο Γενικός Ελεγκτής έχει εκ του Συντάγματος και του νόμου αρμοδιότητα και οφείλει να ελέγχει σύμφωνα και με τα σχετικά διεθνή επαγγελματικά πρότυπα ελέγχου.

4. Επισημαίνουμε επίσης ότι στο δημόσιο αναμένεται κατά κανόνα, στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, οι όποιες αποφάσεις/ενέργειες και του Υπουργείου σας να είναι αρκούντος τεκμηριωμένες, θεσμοθετημένες σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και να λαμβάνονται μέσω διαφανών διαδικασιών. Σε αυτό το τρίπτυχο, Τεκμηρίωση – Νομιμότητα – Διαφάνεια, επιμέναμε από την πρώτη στιγμή της παρέμβασής μας για το θέμα αυτό, στις προς εσάς επιστολές μας και σε κάθε άλλη δημόσια παρέμβασή μας, και ουδέποτε επιχειρήσαμε παρέμβαση στην εκπαιδευτική πολιτική του Υπουργείου σας, όπως αδίκως μας κατηγορείτε.

5. Σε σχέση με τα αριθμητικά στοιχεία τα οποία παρέθεσε η Υπηρεσία μας, τα οποία χαρακτηρίζετε για διάφορους λόγους που ισχυρίζεστε ως «λανθασμένα και παραπλανητικά», παραθέτοντας μάλιστα εσείς στοιχεία από «πρόσφατη έκθεση του Δικτύου Ευρυδίκη (Recommended Annual Instruction Time in Full-Time Compulsory Education in Europe – 2015/16)» τα οποία αναφέρετε ότι δήθεν αποδεικνύουν πως στην Κύπρο «ο χρόνος διδασκαλίας των εκπαιδευτικών στη Μέση Εκπαίδευση ανέρχεται σε 851 ώρες ετήσια και όχι 450-500 ώρες» όπως εμείς είχαμε αναφέρει, ιδιαίτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι, ενώ στην επιστολή σας γίνεται λόγος περί αποφυγής «πρόχειρων και επιφανειακών υπολογισμών», τα στοιχεία που επικαλείστε από την έκθεση του Δικτύου Ευρυδίκη (Recommended Annual Instruction Time in Full-Time Compulsory Education in Europe – 2015/16) είναι εντελώς άσχετα με το υπό αναφορά θέμα του διδακτικού χρόνου των εκπαιδευτικών, αφού τα στοιχεία που εσείς επικαλείστε αφορούν στον συνολικό χρόνο εκπαίδευσης των μαθητών (instruction time) [βλ. υποσημείωση] και όχι τον χρόνο διδασκαλίας των εκπαιδευτικών στην Κύπρο.

Εν πάση περιπτώσει, με μια απλή μαθηματική πράξη αν γινόταν στο Υπουργείο σας για να ελεγχθεί η αναφορά σας σε 851 ώρες διδασκαλίας ετήσια ανά καθηγητή, θα μπορούσατε να διαπιστώσετε πως ακόμη και 52 εβδομάδες τον χρόνο να εργάζονταν οι καθηγητές, θα έπρεπε να βρίσκονται στην τάξη 16 ώρες εβδομαδιαίως, δηλαδή 22 διδακτικές περιόδους, για να συμπληρώσουν αυτές τις 851 ώρες που αναφέρετε. Σας παραπέμπουμε λοιπόν στη δική μας ανάλυση της παραγράφου (β) της επιστολής μας ημερ. 21.7.2016 με την παράκληση να μελετήσετε εκ νέου το θέμα αφού κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί αν πρώτα δεν αναγνωριστεί η ύπαρξή του. Αναμένουμε, δε, πως όταν δείτε την τόσο αρνητική εικόνα των δεδομένων της χώρας μας, ότι δηλαδή οι καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκουν ετήσια περί τις 450 έως 500 ώρες (ανάλογα με την τάξη), χωρίς μάλιστα να ληφθούν υπόψη οι όποιες απαλλαγές, σε σχέση με τις 700 ώρες που είναι ο παγκόσμιος μέσος όρος, τότε θα συμφωνήσετε μαζί μας ότι θα πρέπει να ενδιατρίψετε στο θέμα αυτό.

6. Το γεγονός ότι το Υπουργείο σας έχει μια τόσο λανθασμένη (και εξωπραγματικά ωραιοποιημένη) εικόνα για την κατάσταση που πραγματικά υφίσταται στη Μέση Εκπαίδευση αποδεικνύει δυστυχώς ότι παρόλο που το θέμα ανησυχεί ιδιαίτερα την κυπριακή κοινωνία για χρόνια, αφού είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα δημόσια οικονομικά αλλά και με τις αρνητικές «εκπαιδευτικές και κοινωνικές επιπτώσεις» στις οποίες αναφέρεστε και που αναπόφευκτα προκύπτουν, το μέγεθος και η σοβαρότητα του προβλήματος στη δημόσια εκπαίδευση στην Κύπρο δεν είναι καν αντιληπτά στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, κάτι που εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, πρώτον, τη διαχρονική προσέγγιση για ικανοποίηση (χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση, ως ενδείκνυται) των όποιων αιτημάτων για συνεχή μείωση του διδακτικού χρόνου, και δεύτερο, τη σημερινή διστακτικότητα για να υπάρξει έστω και παραδοχή ότι υπάρχει θέμα προς εξέταση με σκοπό τον εξορθολογισμό και την άρση στρεβλώσεων.

7. Υπογραμμίζεται σχετικά ότι η Υπηρεσία μας σε καμία περίπτωση δεν εισηγήθηκε τον τερματισμό της εργοδότησης οποιουδήποτε εκπαιδευτικού, αφού οι συστάσεις μας αφορούν στην ανάγκη για μελέτη ως προς το κατάλληλο ωράριο εργασίας και τον κατάλληλο διδακτικό χρόνο των εκπαιδευτικών που, αν καταδείξει την ανάγκη αύξησης του ωραρίου εργασίας ή του διδακτικού χρόνου, θα οδηγήσει σε μείωση ή εξάλειψη των αναγκών για προσλήψεις εκπαιδευτικών έναντι αφυπηρετήσεων ή/και προβαλλόμενων πρόσθετων αναγκών, με τελικό αποτέλεσμα τον εξορθολογισμό και βελτιστοποίηση των δαπανών του Υπουργείου σας.

Υπενθυμίζουμε σχετικά ότι με βάση τη Δημοσιονομική Έκθεση του 2015 που ετοιμάστηκε από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, οι Δαπάνες Προσωπικού ανήλθαν το 2015 σε €1.794εκ. εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος (€604εκ.) αφορούν προσωπικό του Υπουργείου σας (34%), ενώ δεύτερο μεγαλύτερο είναι το Υπουργείο Υγείας (15%).

Το αναφέρουμε αυτό όχι γιατί θεωρούμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι θα πρέπει να μειωθεί το ποσοστό δαπανών ή το συνολικό ποσό (σε απόλυτους ή σχετικούς αριθμούς) που θα κατανέμεται στο Υπουργείο σας (άλλωστε η απόφαση αυτή είναι όντως απόφαση πολιτικής, στην οποία ουδόλως επιθυμούμε ή θεωρούμε ορθό να παρέμβουμε), αλλά για να καταδείξουμε πόσο σημαντικός είναι ο εξορθολογισμός της δαπάνης αυτής. Υπενθυμίζουμε, επίσης, πως σύμφωνα με μελέτη του Υπουργείου σας οι εν λόγω απαλλαγές για τους καθηγητές κατά το σχολικό έτος 2003/2004 ισοδυναμούσαν με ώρες υπηρεσίας 554 εκπαιδευτικών, που αντιστοιχούσαν σε ετήσια δαπάνη ύψους περίπου €10,941,883 (£6.404.000) και, λαμβάνοντας υπόψη το έμμεσο κόστος εργοδότησης, η πραγματική ετήσια δαπάνη ανερχόταν σε €18.242.737 (£10.677.000). Τούτο εύκολα επιβεβαιώνεται, ως τάξη μεγέθους, και για τα σημερινά δεδομένα, αν αναλογιστεί κανείς ότι περί το μισό ποσό των €604εκ. αφορά σε δαπάνες προσωπικού στη Μέση Εκπαίδευση και συνεπώς αν θεωρήσουμε ότι οι καθηγητές διδάσκουν κατά μέσο όρο 20 διδακτικές περιόδους την εβδομάδα, τότε, κάθε μία διδακτική περίοδος που χαρίζεται στους εκπαιδευτικούς (1/20 = 5%) ισοδυναμεί με ποσό της τάξης των €15εκ.

8. Αναφορικά με τα συγκριτικά στοιχεία για τους μισθούς των εκπαιδευτικών στην Έκθεση «Ευρυδίκη» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2013), εκφράζουμε την απογοήτευσή μας για το γεγονός ότι παραπέμπετε σε ένα εντελώς επουσιώδες λάθος σήμανσης με κίτρινο χρώμα (highlighter – γιατί περί αυτού πρόκειται), αγνοώντας πλήρως την ουσία του θέματος και το εξόφθαλμο συμπέρασμα που προκύπτει: ότι δηλαδή, όπως αναφέρεται και ρητά στην εν λόγω έκθεση «οι υψηλότεροι μέγιστοι μισθοί σε σύγκριση με το κατά κεφαλήν εισόδημα εμφανίζονται στην Κύπρο (282%)…». Προφανώς, είναι και αυτό ένα ακόμη παράδειγμα της αντίστασης για εξορθολογισμό.

Σημειώνουμε σχετικά ότι από τα στοιχεία που παρατίθενται στην υπό αναφορά έκθεση, προκύπτει επίσης αβίαστα ότι στην Κύπρο οι εν λόγω μισθοί είναι πολλαπλάσιοι του μέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (όπως ακριβώς είχαμε αναφέρει στην επιστολή μας ημερ. 21.6.2016), αφού σύμφωνα και με τον σχετικό πίνακα που παρουσιάζεται, σε 7 χώρες ο μέγιστος μισθός είναι κατώτερος του αντίστοιχου κατά κεφαλήν εισοδήματος, ενώ σε 22 χώρες (περιλαμβανομένων και των 7 που προαναφέρθηκαν) ο μέγιστος μισθός είναι ίσος ή μικρότερος από 1.5 φορές του αντίστοιχου κατά κεφαλήν εισοδήματος. Αυτό, σε αντιπαραβολή με τις 2.8 φορές το κατά κεφαλήν εισόδημα για την Κύπρο, τον υψηλότερο μέγιστο μισθό, σύμφωνα με την υπό αναφορά έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και υπενθυμίζουμε σχετικά προηγούμενες προς εσάς επισημάνσεις μας, όπως αναφορικά με την Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Απρίλιος 2013), η οποία αναφέρει, έστω και αν διαφωνείτε με τις εισηγήσεις της, το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί στην Κύπρο έχουν λίγο διδακτικό χρόνο συγκρινόμενοι με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ανεξάρτητες μελέτες οι οποίες αναφέρουν ότι το ιδιαίτερα υψηλό κόστος στη Δημόσια Εκπαίδευση δεν αντικατοπτρίζεται ανάλογα στα αποτελέσματα, γεγονός που και πάλι θορυβεί ιδιαίτερα.

Τονίζω και πάλιν, προς αποφυγή διαστρέβλωσης των προθέσεων μας από τρίτους, ότι η αναφορά μας στο ύψος των μισθών θα πρέπει να ιδωθεί μόνο ως προς την ανάγκη εξορθολογισμού του χρόνου εργασίας και διδασκαλίας και όχι για μείωση μισθών.

9. Στην προς εσάς επιστολή μας ημερ. 21.6.2016 αναφερθήκαμε σε πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις σας σχετικά με τη διεξαγωγή ανεξάρτητης επιστημονικής μελέτης από εξειδικευμένο διεθνή οργανισμό, πέραν της γνωμάτευσης που ζητήσατε για τη σύννομη διευθέτηση των όποιων ρυθμίσεων τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι χρειάζονται σχετικά με τη δημόσια εκπαίδευση στη χώρα μας, και επισημάναμε ότι η εν λόγω μελέτη θα πρέπει να καλύψει τόσο τη Δημοτική όσο και τη Μέση Εκπαίδευση στην Κύπρο, να λάβει υπόψη ανεξάρτητες μελέτες που ήδη υπάρχουν για το θέμα, και να ασχοληθεί με όλες τις παραμέτρους που αφορούν υιοθέτηση των βέλτιστων πρακτικών που εφαρμόζονται στις χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις στη δημόσια παιδεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι τέτοιες παράμετροι είναι σίγουρα, ανάμεσα σε άλλες, οι συνολικές ώρες εργασίας των εκπαιδευτικών στις χώρες αυτές, οι ώρες διδασκαλίας, οι περίοδοι που τα σχολεία είναι κλειστά, και τα καθήκοντά των εκπαιδευτικών σε κάθε επίπεδο και βαθμίδα, οι «απαλλαγές», και οι σχετικές ανάγκες αναφορικά με τον συνολικό χρόνο εργασίας των εκπαιδευτικών.

Επίσης, αναφέραμε ότι χρειάζεται να τεθεί χρονοδιάγραμμα και να παρακολουθείται αυστηρά, ώστε, όπως και εσείς αναφέρατε δημόσια, εφόσον για το έτος 2017, όπως φαίνεται, ο Προϋπολογισμός δεν θα συμπεριλαμβάνει μέτρα για τη σχετική μεταρρύθμιση και εξορθολογισμό στη Δημόσια Εκπαίδευση, απαραιτήτως ο Προϋπολογισμός για το έτος 2018 να συμπεριλαμβάνει τα σχετικά μέτρα. Αναφέραμε επίσης ότι αναμένουμε ότι θα μεριμνήσετε, όπως ο ίδιος έχετε δημόσια εξαγγείλει, ώστε να προωθηθεί άμεσα η διεξαγωγή της εν λόγω ανεξάρτητης μελέτης και ότι η Υπηρεσία μας θα τηρείται πλήρως ενήμερη σε κάθε στάδιο διεξαγωγής και εφαρμογής της.

Ωστόσο, στην επιστολή σας ημερ. 30.6.2016 γίνεται μια απλή αναφορά σε μετάκληση «ειδικού εμπειρογνώμονα». Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ενστερνίζεστε τις πιο πάνω αναφορές μας ως προς τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού που θα εκπονήσει τη μελέτη, ως προς τους όρους εντολής του και ως προς τα παραδοτέα που θα καθοριστούν.

10. Επαναλαμβάνουμε τη σύστασή μας για επίσπευση των ενεργειών σας δεδομένης και της εκφρασθείσας ετοιμότητάς σας για τη λήψη των όποιων μέτρων με τον Προϋπολογισμό για το έτος 2018, στα πλαίσια και των δικών μας εισηγήσεων στη βάση του αναφερόμενου τρίπτυχου Τεκμηρίωση – Νομιμότητα – Διαφάνεια.

11. Καταλήγοντας υπογραμμίζουμε ότι όπως όλα τα Ανώτατα Ιδρύματα Ελέγχου, ως θέμα αρχής και δέσμευσή μας, θα εξακολουθήσουμε να προάγουμε τη λογοδοσία και τη διαφάνεια ως ενδείκνυται και όπως πράττουμε πάντοτε, ώστε ο φορολογούμενος πολίτης να ενημερώνεται για τα θέματα που τον αφορούν και για το λόγο αυτό η παρούσα επιστολή δίδεται επίσης στη δημοσιότητα.

12. Θα το εκτιμούσαμε αν είχαμε ενημέρωση για τις ενέργειες σας αναφορικά με όλα τα πιο πάνω σημεία των συστάσεων της Υπηρεσίας μας το συντομότερο και πριν από το τέλος Αυγούστου αν είναι δυνατό, φρονώντας ότι και δικό σας μέλημα είναι να μην προκύψουν περαιτέρω καθυστερήσεις και κόστος εις βάρος των δημόσιων οικονομικών και της προοπτικής βελτιστοποίησης του τρόπου κατανομής των δαπανών της Δημόσιας Εκπαίδευσης.