Εγινε εκτροπή πτήσεων στο αεροδρόμιο Λάρνακας λόγω ομίχλης

Τις πρωινές ώρες επικρατούσε πυκνή ομίχλη στην περιοχή του αεροδρομίου Λάρνακας, επηρέασε την ομαλή διεξαγωγή του πτητικού προγράμματος του Αερολιμένα.

Όπως δήλωσε ο Διευθυντή Επικοινωνίας της Hermes, Αδάμος Ασπρής, «συνολικά επηρεάστηκαν έξι πτήσεις, τρεις αφίξεις και τρεις αναχωρήσεις. Σε τρεις περιπτώσεις χρειάστηκε να γίνει εκτροπή των πτήσεων με αποτέλεσμα, τα αεροσκάφη τα οποία προέρχονταν από τη Φραγκφούρτη, τη Βαρσοβία και το Βελιγράδι, να προσγειωθούν στην Πάφο, αντί στη Λάρνακα».

Πρόσθεσε ότι «εξαιτίας της ομίχλης, μία αναχώρηση πραγματοποιήθηκε τελικά από το αεροδρόμιο Πάφου αντί από το αεροδρόμιο Λάρνακας, που ήταν αρχικά προγραμματισμένη. Οι επιβάτες μεταφέρθηκαν από τη Λάρνακα στην Πάφο, με λεωφορεία. Δεύτερη αναχώρηση ακυρώθηκε ενώ σε τρίτη περίπτωση αναχώρησης παρουσιάστηκε σημαντική καθυστέρηση» ανέφερε ο κ. Ασπρής.

Κληθείς να σχολιάσει την απουσία συστήματος καθοδήγησης αεροσκαφών σε ομίχλη, ο κ. Ασπρής σημείωσε ότι «το συγκεκριμένο σύστημα από μόνο του, δεν εγγυάται πλήρως την διεκπεραίωση όλων των πτήσεων σε συνθήκες ομίχλης. Για να λειτουργήσει το συγκεκριμένο σύστημα χρειάζεται να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, δηλαδή το αεροδρόμιο να διαθέτει τον απαραίτητο εξοπλισμό, όλα τα αεροσκάφη να διαθέτουν τα απαραίτητα όργανα σύνδεσης και να υπάρχει η σχετική εκπαίδευση για όλους τους κυβερνήτες».

Ανέφερε ακόμα ότι «διεθνώς είναι γενικά παραδεκτό, ότι ένας κυβερνήτης ο οποίος έχει να επιλέξει μεταξύ του να προσγειώσει το αεροσκάφος του σε ένα αεροδρόμιο στο οποίο υπάρχει πυκνή ομίχλη αλλά και σύστημα καθοδήγησης ή σε ένα γειτονικό αεροδρόμιο χωρίς ομίχλη και σε συνθήκες απόλυτης ασφάλειας, θα επιλέξει να πράξει το δεύτερο».

Ο κ. Ασπρής σημείωσε πως «σε πολλά αεροδρόμια του εξωτερικού που παρουσιάζεται πάρα πολύ συχνά αυτό το φαινόμενο, για να διευκολυνθεί κάπως η κατάσταση, οι αρχές έχουν προχωρήσει στην εγκατάσταση αυτού του συστήματος. Στην Κύπρο, το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται κατά μέσο όρο γύρω στις 10 μέρες το χρόνο» είπε και πρόσθεσε πως «το ερώτημα που προκύπτει, είναι κατά πόσον μια επένδυση της τάξης των 20 εκατομμυρίων ευρώ, αυτή τη στιγμή, είναι απαραίτητη να γίνει με βάση τα πιο πάνω δεδομένα».