Διπλό φονικό: Σοκάρουν οι φρικιαστικές λεπτομέρειες Τζιωνή

Σοκάρουν οι φρικιαστικές λεπτομέρειες της κατάθεσης του  Λοίζου  Τζιωνή.

Οι αποκαλύψεις ενώπιον του Κακουργιοδικείου για το στυγερό έγκλημα που συγκλόνισε τη Κύπρο,  με θύματα την Ντίνα Σεργίου και τον Γιώργο Χατζηγεωργίου, γίνονται όλο και πιο ανατριχιαστικές.

Κατά τη σημερινή δικάσιμο, κατέθεσε ο ανακριτής Σάββας Σιαμμούτης. Είναι ένας εκ των τριών ανακριτών που χειρίστηκαν την υπόθεση. Το όνομα του ανακριτή ακούστηκε ξανά, όταν είχε καταθέσει στη δίκη εντός δίκης, όπου και παρέθεσε τα 5 σενάρια του Τζιωνή, με τα οποία προσπάθησε να πείσει τους ανακριτές ότι δεν διέπραξε αυτός το ειδεχθές έγκλημα αλλά άλλοι, μεταξύ αυτών ο ετεροθαλής αδελφός του και ο γαμπρός του μαζί με τον αδελφό του.

Στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του δικαστηρίου βρισκόταν σήμερα και η αδελφή του Γιώργου Χατζηγεωργίου, Ελένη.

Στην κατάθεση του, ο Τζιωνής φέρεται να αναφέρει ότι στην οικία των θυμάτων στην οδό Ζαλόγου στον Στρόβολο είχε μεταβεί μαζί με τον Μάριο Χατζηξενοφώντος, επίσης κατηγορούμενο στην υπόθεση, με στόχο να κλέψουν το χρηματοκιβώτιο που γνώριζε ότι υπήρχε στο σπίτι και στο οποίο πίστευε ότι υπήρχαν μέσα λεφτά και χρυσαφικά.

Σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος υποστηρίζει, όταν είχε μεταβεί για να τοποθετήσει σίτες (δίχτυα για κουνούπια) στα παράθυρα του σπιτιού του φονευθέντος ζεύγους, ο Χατζηγεωργίου του είχε ζητήσει να βάλει κάποιες βίδες ενίσχυσης του χρηματοκιβωτίου, το οποίο βρισκόταν στον πάνω όροφο του σπιτιού, μέσα σε ένα ερμάρι.

Κατά τον ισχυρισμό του, είχαν σχεδιάσει να ληστέψουν το σπίτι των θυμάτων μαζί με τον Μάριο Χατζηξενοφώντος για να εξοφλήσουν τα χρέη τους, λέγοντας ότι ο ίδιος χρωστούσε συνολικά €6000 σε πάρα πολλά πρόσωπα, τα οποία τον πίεζαν να τους επιστρέψει τα χρήματα που του είχαν δανείσει.

«Ήμουν αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα με την οποία έχω ένα αγοράκι. Έχω αγοράκι και με άλλη γυναίκα, του οποίου έχω την επιμέλεια και το παιδί μεγαλώνει με τη μητέρα μου στην Αλαμινό. Για το παιδί αυτό πιάνω μηνιαία επιδόματα. Χρωστούσα σε πάρα πολλούς μικροποσά. Περίπου 6 χιλιάδες ευρώ. Για να περάσω εγώ και η Σάρα και ο παππούς και το μωρό θέλω €1500 τον μήνα.

Γνώρισα τον Χατζή από την Αγλαντζιά. Έπιανα περιστασιακά πράσινο από εκείνον, που εν ντίλερ στην Ακρόπολη. Όσες φορές πήγαινα εκεί ήταν δυο άτομα σε ένα αυτοκίνητο. Βγάλαμε πρόγραμμα για να κλέψουμε την οικία στη Ζαλόγγου, για να καλύψουμε τα χρέη μας. Ήξερα ότι εκεί έχει χρηματοκιβώτιο. Ο Λευτέρης έπιασε ένα μήνα άδεια από στρατό. Τη νύκτα εκείνη συναντηθήκαμε γύρω στις 5 στο σπίτι του παππού εγώ, η Σάρα, ο Λευτέρης και ο Χατζης. Τζιαμέ εφκάλαμε σχέδιο, εγώ ζωγράφισα το σπίτι, γιατί το ήξερα παθκιά παθκιά.

Την ώρα που ζωγραφίσαμε, βάλαμε κάτω κόκα σε γυαλί. Όλοι τραβήξαμε από μια γραμμή. Δεν θυμούμαι να τράβηξε η Σάρα, ούτε ο Λευτέρης.»

Όπως αναφέρει, στο σπίτι στην οδό Ζαλόγου είχαν μεταβεί με το αυτοκίνητο του παππού του, παίρνοντας μαζί του ένα σπαθί τύπου σαμουράι και ένα δίκοπο μαχαίρι, τα οποία, όπως είπε, ακόνιζε συχνά γιατί φοβόταν μην μπει κανένας στο σπίτι του. Αναφέρει, επίσης, ότι μαζί τους πήραν και τον σκύλο του τον οποίο άφησαν μέσα στο αυτοκίνητο.

Ισχυρίζεται ακόμη ότι κατά την αναχώρηση τους για το σπίτι του ζεύγους, τους ακολουθούσε ένα αυτοκίνητο και πως ο Σολωμού και η Σιάμς παρέμειναν στο σπίτι του παππού του, περιμένοντας να τους πάρει τηλέφωνο.

Στην κατάθεση του, ο Τζιωνής υποστηρίζει ότι ο Χατζηξενοφώντος τον πίεζε «για να τελειώνουμε τη δουλειά γλήορα γιατί ο μάστρος του επίεζε τον τζαι ήθελε τα λεφτά τζείνη τη νύχτα».

Αναφέρει, επίσης, ότι ο ίδιος κατάφερε να μπει στο σπίτι, έχοντας μαζί του και το μαχαίρι ενώ ο Χατζηξενοφώντος έμεινε από έξω. Ο Τζιωνής υποστηρίζει ότι ο Χατζηξενοφώντος του είπε σε κάποια στιγμή να πάρει και το σπαθί μαζί του και τότε αυτός του απάντησε «εν τζαι να σκοτώσω χίλια πλάσματα» και έτσι δεν το πήρε μαζί του.

Αναφέρει ότι σε κάποια στιγμή η επήρεια της κοκαΐνης είχε περάσει και άρχισε να αγχώνεται και να ιδρώνει, ενώ όταν μπήκε στο σπίτι διαπίστωσε ότι το χρηματοκιβώτιο έλειπε από εκεί που το είδε την τελευταία φορά με αποτέλεσμα να ξαφνιαστεί και υπέθεσε ότι κάποιος άλλος θα το είχε κλέψει προηγουμένως.

Είπε ότι εκείνη τη στιγμή άκουσε μια γυναικεία φωνή από το διπλανό δωμάτιο και ένοιωσε ένα ρίγος στην πλάτη του «και σηκώθηκε η τρίχα μου». Τότε προσπάθησε να εισέλθει αθόρυβα στο δωμάτιο από όπου ακούστηκε η φωνή, αλλά από το τρακ του κτυπούσε παντού. Είπε ότι όταν μπήκε στο δωμάτιο διαπίστωσε ότι όλα ήταν τόσο περιποιημένα «σαν μην εζούσαν μέσα πλάσματα».

Είπε ότι στο δωμάτιο είδε μια γυναίκα να ξαπλώνει ανάσκελα στο κρεβάτι, φορώντας ένα μακρύ νυχτικό και ένοιωσε ότι ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Είπε ότι τον είδε αλλά δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι, βάζοντας όμως μια κραυγή.Σε κάποια στιγμή η ίδια σηκώθηκε από κρεβάτι και ήρθε προς το μέρος του και τότε αυτός της είπε «σιγά, συγνώμη, συγνώμη».

Τότε ο ίδιος προσπάθησε να της κλείσει το στόμα με το χέρι του για να μη φωνάξει. Η ίδια προσπάθησε να τον σπρώξει, όπως ισχυρίζεται, και τότε ο ίδιος θυμήθηκε το μαχαίρι που κρατούσε. «Το πρώτο άγγιγμα ήταν σαν να τζαι ήρθε τζείνη προς το μαχαίρι τζαι έππεσε μπρούμητα πάνω στο κρεβάτι».

Είπε ότι εκείνη την ώρα δεν θυμόταν τι εκαμνε ούτε και πρόσεξε αίματα πάνω στη γυναίκα. «Εκατάλαβα όμως σε κάποια φάση τζαι ένοιωσα ότι εφκήκε η ψυχή της».

Στη συνέχεια άκουσε μια αντρική φωνή από το διάδρομο να λέει «τι γίνεται» ενώ ο ίδιος βρισκόταν ακόμη εντός του υπνοδωματίου κρατώντας με το δεξί του χέρι το μαχαίρι και την καρδιά του έτοιμη να σπάσει, όπως αναφέρει στην κατάθεση του.

Τότε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο Χατζηγεωργίου μπήκε στο δωμάτιο και είδε τη γυναίκα του και κατευθύνθηκε προς τον ίδιο επιχειρώντας να τον πιάσει από το λαιμό. Είπε ότι ο ίδιος συνέχισε να κρατά το μαχαίρι και αισθάνθηκε ότι περνούσαν τα λεπτά γρήγορα.

«Ένοιωσα τη δύναμη του και εψευτοπαλέψαμε… Επειδή ήταν πιο ψηλός μου τζαι εύσωμος εκατάφερε τζαι έριξε με χαμέ. Εγονατατίσαμε τζαι οι θκυό» είπε και στη συνέχεια του κάρφωσε το μαχαίρι στην κοιλιά του. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε στους ανακριτές, το θύμα τον έσφιξε στη συνέχεια πιο δυνατά στο λαιμό και τότε συνέχισε να τον μαχαιρώνει αισθανόμενος ότι απειλείτο. Ο κατηγορούμενος είπε ότι το θύμα το μόνο που του είπε ήταν «σταμάτα να μου βάλλεις άλλες».

Ο κατηγορούμενος ανέφερε στην κατάθεση του ότι κανένα από τα θύματα δεν τον παρακάλεσε να μην τα σκοτώσει, λέγοντας ότι ο ίδιος είχε την αίσθηση ότι «σαν να τζαι επερημέναν το. Ούτε μου είπαν ότι είχαν γιο να τους λυπηθώ».

Είπε επίσης ότι πριν φύγει από το δωμάτιο πήρε μαζί του τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε ο Χατζηγεωργίου. «Έπιασα τα γιατί ήταν τα μμάθκια του, με τζείνα έβλεπε την ζωή του ούλλη». Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο του γιου του ζεύγους, ο οποίος τον παρακάλεσε, όπως αναφέρει, για τη ζωή του, λέγοντας του ότι «νομίζω εσκότωσα τους γονιούς σου». Ο γιος του ζεύγους συνέχισε να τον παρακαλά να μην τον σκοτώσει και να του λέει να πιάσει τα χρήματα που βρίσκονταν στο σπίτι και να τον αφήσει να ζήσει. Ο ίδιος τον καθησύχασε ότι δεν θα του έκαμνε κακό γιατί είχε και ίδιος γιο στην ηλικία του.

Προτού τον κλειδώσει στην αποθήκη στο υπόγειο της οικίας, του ζήτησε να ανοίξει του Χατζηξενοφώντος που βρισκόταν εκτός της οικίας και ο οποίος τον ερώτησε αν σκότωσε το ζεύγος.

«Τώρα που σας τα είπε εξελάφρωσα τζαι ήδη νοιώθω καλύτερα. Ζητώ συγνώμη για ό,τι έκαμα, τζαι ζητώ να δείξει επιείκεια το δικαστήριο», καταλήγει στην κατάθεση του ο Τζιωνής

Η εκδίκαση της υπόθεσης συνεχίζεται στις 6 και 8 Φεβρουαρίου στις 9 το πρωί.

Όλοι οι κατηγορούμενοι έχουν δηλώσει μη παραδοχή και στις επτά συνολικά κατηγορίες, που αντιμετωπίζουν και που αφορούν στα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης, της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, της ληστείας, της νυχτερινής διάρρηξης κατοικίας, της απαγωγής προσώπου με σκοπό τον κρυφό και άδικο περιορισμό και της μεταφοράς επιθετικών όπλων.