Δεν έπρεπε να εγκριθεί η πώληση του κτήματος Μουσταφά

Την απόρριψη της αίτησης για πώληση του κτήματος του Τουρκοκυπρίου Μουσταφά Μεχμέτ Μουσταφά στην περιοχή Δρομολαξιάς – Μενεού είχε εισηγηθεί ο τέως Διευθυντής της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Γιώργος Θεοδώρου, σε σύσκεψη που έγινε στο Υπουργείο Εσωτερικών το Μάιο του 2008 και την, αντί της πώλησης, απαλλοτρίωση ολόκληρου του τεμαχίου γης, εντός του οποίου είχαν ανεγερθεί προσφυγικές κατοικίες.

Στη σύσκεψη εκείνη, όπως ανέφερε ο κ. Θεοδώρου καταθέτοντας σήμερα στην Ερευνητική Επιτροπή για την εξέταση αγοραπωλησιών τουρκοκυπριακών περιουσιών και ειδικότερα για την περίπτωση του κτήματος Μουσταφά στη Δρομολαξιά, συμμετείχαν ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Νεοκλής Συλικιώτης και παρίστατο εκ μέρους της Νομικής Υπηρεσίας ο Ρίκκος Μαππουρίδης, ο ίδιος δε, ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του ιδιοκτήτη του κτήματος για μόνιμη διαμονή του στις ελεύθερες περιοχές, ενώ υπήρχε μεγάλη διαφορά μεταξύ αγοραίας αξίας και τιμής πώλησης.

Απαντώντας σε ερωτήσεις που υπέβαλε η Πρόεδρος της Επιτροπής Ελεωνόρα Νικολαΐδου, καθώς και τα Μέλη Θάσος Νεοκλέους (πρώην Διευθυντής Ελέγχου στην Ελεγκτική Υπηρεσία) και Στάλω Αριστείδου (Εκτελεστική Μηχανικός Α΄ Τάξης στο Τμήμα Δημοσίων Έργων), ο κ. Θεοδώρου ανέφερε ότι ο κ. Μουσταφά ήταν πολύ μεγάλος στην ηλικία για να δηλώνει ότι εργάζεται σε ζαχαροπλαστείο στη Δερύνεια και, από άλλες περιπτώσεις, γνώριζε πως πολλοί Τουρκοκύπριοι παρουσίαζαν βεβαιώσεις για ενοικιάσεις κατοικιών στις ελεύθερες περιοχές, ενώ είχαν στα κατεχόμενα τη μόνιμη διαμονή τους.

Φεύγοντας από τη σύσκεψη, είπε ο κ. Θεοδώρου, ανεγνώρισε στο διάδρομο τον γνωστό του ποδοσφαιρικό παράγοντα Νίκο Λίλη, για τον οποίο έμαθε αργότερα ότι είχε προσκομίσει και συμπληρωματική συμφωνία για την αγοραπωλησία του συγκεκριμένου κτήματος.

Από το σύνολο των αιτήσεων για αγοραπωλησίες τουρκοκυπριακών περιουσιών, είπε ο κ. Θεοδώρου, όταν ήταν υπεύθυνος για την εξέταση των αιτήσεων αυτών, τις απέρριπτε σε μεγάλο ποσοστό που ξεπερνούσε το 90% και ελάχιστες περιπτώσεις ενέκρινε, αργότερα όμως, είπε, του αφαιρέθηκε αυτή η αρμοδιότητα και συνεστήθη άλλος κλάδος διοικητικών υπαλλήλων στο Υπουργείο ως αρμόδια Υπηρεσία για τις υποθέσεις αυτές, με αποτέλεσμα να αλλάξει η πρακτική αυτή και να δίδονται περισσότερες εγκρίσεις με διαφορετικά κριτήρια.

Ο κ. Θεοδώρου ανέφερε ότι έχει υπηρετήσει για 37 έτη στο δημόσιο τομέα, από τα οποία για 20 έτη ήταν Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Εκλογών και Έφορος Εκλογών, διετέλεσε επί 2 έτη Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Μετανάστευσης και τα τελευταία 10 έτη ήταν ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, από το 2002 μέχρι το 2012.

“Με όλους τους Υπουργούς”, δήλωσε ο κ. Θεοδώρου, “είχα άψογη συνεργασία, υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη και λειτουργούσαμε όπως πρέπει και μόνον με τον κ. Συλικιώτη λειτουργούσα σε αυστηρά πλαίσια, ήταν πολιτικός μου προϊστάμενος και πιστεύω υπήρχε έλλειψη εμπιστοσύνης, κάτι που ποτέ προηγουμένως δεν είχα με κανέναν Υπουργό”.

Σημαντική αύξηση των αιτήσεων Τουρκοκυπρίων για τις περιουσίες τους παρουσιάσθηκε από το 2003, οπόταν ανοίχθηκαν τα οδοφράγματα, είπε ο κ. Θεοδώρου, προσθέτοντας πως αυξήθηκαν ουσιαστικά και οι πωλήσεις/ μεταβιβάσεις περιουσιών των Τουρκοκυπρίων από το 2004 και μετά, όταν καθορίσθηκε και η πολιτική γραμμή με απόφαση για τα κριτήρια εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου.

Μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα, είπε ο κ. Θεοδώρου, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τον Απρίλιο του 2003 κα ενέκρινε τη σύσταση Γραφείου Τουρκοκυπριακών Υποθέσεων και την εγκαθίδρυση του θεσμού του Επιτρόπου Τουρκοκυπριακών Υποθέσεων, όμως αυτή η απόφαση δεν υλοποιήθηκε ποτέ αυτή η απόφαση.

Όπως ανέφερε στην Επιτροπή ο κ. Θεοδώρου υπήρξε Διευθυντής στην Υπηρεσία από την 1η Ιουλίου 2002 μέχρι και την 30ή Σεπτεμβρίου 2012, οπόταν και αφυπηρέτησε ένα έτος πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότησή του και τώρα εργάζεται ως δικηγόρος στα Γραφεία Παπαφιλίππου και ΣΙΑ ΕΠΕ.

Σχετικά με τη διερευνώμενη υπόθεση, ο κ. Θεοδώρου ανέφερε ότι, με βάση τη διαδικασία που είχε καθορισθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του 2004, όλες οι υποθέσεις που αφορούσαν αιτήματα Τουρκοκυπρίων για εκποίηση περιουσιών τους, για πωλήσεις και οποιαδήποτε άλλα περιουσιακά τους δικαιώματα, εξετάζονταν από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και οι σχετικές αιτήσεις υποβάλλονταν μέσω του Διευθυντή του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου.

Η συγκεκριμένη υπόθεση Μουσταφά, με συμβόλαια του 2007, δήλωσε ο κ. Θεοδώρου, ήρθε ενώπιόν του είτε περί το τέλος του 2007 είτε αρχές Ιανουαρίου 2008 και υπέβαλε τη σχετική έκθεση στον Κηδεμόνα, που ήταν ο τότε Υπουργός Εσωτερικών και ανέφερε σε αυτή ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια για να γίνει αποδεκτή.