Γ.Εισαγγελέας: Αυστηρή προειδοποίηση προς τα ΜΜΕ για αναμετάδοση απόρρητων εγγράφων

Το δικαίωμα χαρακτηρισμού ενός εγγράφου ως διαβαθμισμένο ή αποχαρακτηρισμού ενός εγγράφου που έχει τύχει διαβάθμισης, το έχει αποκλειστικά και μόνο ο συντάκτης του και κανείς άλλος δεν έχει κανένα δικαίωμα να εξασκήσει προσωπική κρίση για το αν, κατά τη γνώμη του, είναι ή δεν είναι απόρρητο το έγγραφο.

Αυτό τόνισε, μεταξύ άλλων, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Σαββίδης ερωτηθείς σήμερα από εκπροσώπους των ΜΜΕ για το θέμα της ανάπτυξης του τερματικού έλευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου στο Βασιλικό και τη διαδικασία διαιτησίας μεταξύ ΕΤΥΦΑ και CPP στο Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου.

Σε δηλώσεις του εξερχόμενος κλειστής συνεδρίας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων όπου συζητήθηκε το θέμα της ταυτοποίησης των κατόχων και χρηστών εξοπλισμού και υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας προπληρωμένου χρόνου ομιλίας και κληθείς να σχολιάσει σημερινή συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου για τις διαδικασίες κατακύρωσης και κατασκευής τερματικού για την επεξεργασία LNG στο Βασιλικό, ο κ. Σαββίδης είπε:

«Η Νομική Υπηρεσία εκπροσωπήθηκε στην Επιτροπή αυτή από Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η οποία είμαι βέβαιος ότι τοποθετήθηκε εκφράζοντας τις θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας. Μου δίνετε όμως την ευκαιρία να αναφερθώ σε σημερινά δημοσιεύματα, τα οποία με τη μεγαλύτερη ευκολία έκαναν αναφορά σε απόρρητη επιστολή που απέστειλε ο αρμόδιος Υπουργός σε περιορισμένους αποδέκτες και η οποία ουσιαστικά μεταφέρετο στα δημοσιεύματα αυτά.

Αυτό μου δίνει την αφορμή να υπενθυμίσω σε όλους ότι, η διαβάθμιση του οποιουδήποτε επίσημου εγγράφου είναι αποκλειστικό δικαίωμα του συντάκτη. Δυστυχώς παρακολουθούμε διαρροές, μεταδόσεις, αναμεταδόσεις και παρουσιάσεις διαβαθμισμένων πληροφοριών από πρόσωπα σε εκπομπές στις τηλεοράσεις ή τα ραδιόφωνα, με το επιχείρημα πολλές φορές να είναι ‘μα [το έγγραφο] δεν λέει κάτι το σοβαρό, άρα γιατί να μην σας το πω;’. Παίρνοντας ως αφορμή αυτά τα δημοσιεύματα και χωρίς να απευθύνομαι ειδικά σε αυτά τα δημοσιεύματα, θέλω να τονίσω δύο πράγματα. Ότι, ο συντάκτης της οποιασδήποτε απόρρητης επιστολής έχει το απόλυτο δικαίωμα να κρίνει πώς θα διαβαθμίσει μια επιστολή του και έχει και το απόλυτο δικαίωμα να την αποδιαβαθμίσει. Οποιοσδήποτε, στα χέρια του οποίου περιέρχεται απόρρητο διαβαθμισμένο έγγραφο, δεν έχει κανένα δικαίωμα να εξασκήσει προσωπική κρίση για το αν, κατά τη γνώμη του, είναι ή δεν είναι απόρρητο [το έγγραφο]. Η οποιαδήποτε μετάδοση, αναμετάδοση, περιγραφή ή αναφορά σε απόρρητο διαβαθμισμένο περιεχόμενο είναι ποινικό αδίκημα, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση επτά ετών και περιορίζομαι ως εδώ.»

Ερωτηθείς εάν υπάρχει κίνδυνος να «χαθεί» η υπόθεση της διαιτησίας στο Λονδίνο εξαιτίας των διαρροών, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απάντησε:

«Δεν θα σχολιάσω καθόλου το τι γίνεται στο Λονδίνο και αν γίνεται οτιδήποτε στο Λονδίνο. Απλώς θέλω να σας αναφέρω ότι στάλθηκε μια επιστολή από τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό, η οποία σίγουρα θα έπρεπε και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από όλους. Ο Υπουργός την απέστειλε μετά από γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας.»

Για το θέμα της συνεδρίας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων στην οποία συμμετείχε μαζί με τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Σάββα Αγγελίδη, ο κ. Σαββίδης ανέφερε πως η παρουσία των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας στη συζήτηση δεικνύει τη σημασία που αποδίδεται από πλευράς τους στο θέμα ως ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για την ασφάλεια του Κράτους και την πρόληψη και διερεύνηση του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος. Ο κ. Σαββίδης είπε σχετικά:

«Η σημερινή δική μου παρουσία όσο και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στην αρμόδια Επιτροπή Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, ήταν το αποτέλεσμα της έντονης επιθυμίας που έχουμε να προωθηθεί το συντομότερο η προώθηση της ψήφισης του νόμου για την ταυτοποίηση των κατόχων και χρηστών κινητής τηλεφωνίας προπληρωμένου χρόνου ομιλίας. Σήμερα ξεκίνησε ξανά η συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή. Είναι αποτέλεσμα μιας πρότασης νόμου που ξεκίνησε το 2009 και επανατοποθετήθηκε από τον Πρόεδρο της Επιτροπής κ. Μαρίνο Μουσιούττα. Ήταν κλειστή συνεδρία με απόφαση της Επιτροπής. Γι’ αυτό και αυτά που θα πω είναι πολύ περιορισμένα και συνίστανται στο ότι θεωρώ ότι το εργαλείο της ταυτοποίησης των κατόχων και χρηστών καρτών κινητής τηλεφωνίας προπληρωμένου χρόνου ομιλίας είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο, τόσο στο θέμα της δίωξης του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος όσο και για την ασφάλεια του Κράτους.»

Ερωτηθείς ως προς το πού «σκοντάφτει» η νομοθετική ρύθμιση του θέματος, το οποίο ανάγεται από το 2009, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας σημείωσε ότι «πράγματι είναι περίεργο γιατί πήρε τόσα πολλά χρόνια» και υπενθύμισε ότι το 2020 η συγκεκριμένη πρόταση νόμου ήταν πολύ κοντά να προχωρήσει για ψήφιση από την Ολομέλεια της Βουλής. «Το 2019, υπό την ιδιότητά μου τότε ως Υπουργός, είχα παρουσιαστεί και πάλι στην Επιτροπή όπου λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2020, είχαμε φτάσει πάρα πολύ κοντά, είχε προχωρήσει πολύ το θέμα αυτό και ήταν σχεδόν έτοιμο να προχωρήσει στην Ολομέλεια. Είχαν λυθεί τα διάφορα τεχνικά προβλήματα, αλλά ίσως λόγω της μη επανεκλογής των αρχικών βουλευτών που είχαν προτείνει τον νόμο να υπήρξε εκεί κάποια καθυστέρηση. Όπως και να έχει το θέμα, θεωρώ ότι δεν είναι σωστό να αναφερόμαστε στο τι δεν έγινε στο παρελθόν. Σημαντικό είναι ότι σήμερα η Βουλή έχει τη βούληση να το συζητήσει. Τοποθετηθήκαμε. Το θεωρούμε πολύ σημαντικό εργαλείο και ελπίζω ότι αυτή τη φορά θα προχωρήσει με τη δέουσα ταχύτητα για να γίνει μέρος της νομοθεσίας και να αποτελέσει ένα εργαλείο στα χέρια των διωκτικών Αρχών.»

Κληθείς να αναφέρει τι εκκρεμεί ώστε η πρόταση νόμου να καταλήξει στην Ολομέλεια, ο κ. Σαββίδης ανέφερε πως στη σημερινή κλειστή συνεδρία της Επιτροπής «θα γίνει κατ’ άρθρον συζήτηση της πρότασης νόμου όπως έχει διαμορφωθεί και φαντάζομαι θα ακολουθήσει την πορεία της. Ελπίζω ότι θα είναι θετική η εξασφάλιση πλειοψηφίας.»

Ερωτηθείς κατά πόσον οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών είναι σύμφωνοι με την πρόταση νόμου ή έχουν ενστάσεις, ο κ. Σαββίδης απάντησε πως στο παρελθόν είχαν εκφραστεί κάποιες επιφυλάξεις από πλευράς των παρόχων. «Τώρα δεν γνωρίζω αν έχουν ή όχι εκφράσει επιφυλάξεις, αλλά εδώ πρέπει να ζυγίσουμε θέματα ασφάλειας και καταπολέμησης του εγκλήματος, τα οποία κατά τη γνώμη μου είναι πολύ πιο σοβαρά από οποιαδήποτε οικονομικά τυχόν θέματα μπορεί να θέσουν ή αντιλαμβάνομαι ότι είχαν θέσει στο παρελθόν.»

Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση κατά πόσον πρόσφατες υποθέσεις σχετίζονται με κάρτες κινητής τηλεφωνίας και οργάνωσης εγκλημάτων μέσα από τις Φυλακές, ο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας παρέπεμψε στην Αστυνομία για στατιστικά στοιχεία, σημειώνοντας ωστόσο πως «πολλές φορές θα μπορούσαμε να είχαμε πολύ καλύτερη πληροφόρηση αν οι κυπριακές κάρτες κινητής τηλεφωνίας προπληρωμένου χρόνου ήταν ταυτοποιημένες. Εκείνο που πρέπει να πω και είναι επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι, όταν το 2019-2020 συζητούσαμε για πρώτη φορά αυτό το νομοσχέδιο, περίπου οι μισές χώρες της Ευρώπης είχαν υιοθετήσει το σύστημα της ταυτοποίησης. Τώρα η τάση, όπως φαίνεται, είναι ότι οι περισσότερες χώρες το υιοθετούν και φαίνεται ότι είναι η σωστή κατεύθυνση την οποίαν ακολουθούν πολλές χώρες, την οποίαν ελπίζω ότι θα ακολουθήσει και η Κύπρος.»