Γερμανία: Μια γυναίκα δύο άντρες… αγαπιούνται συζούν και ψάχνουν για γυναίκα…

«Είμαστε ο Φάμπιαν, η Νικόλ και ο Κρίστιαν. Μαζί με το πανέμορφο μικρό μας αγοράκι, αποτελούμε μια τετραμελή οικογένεια. Ο Φάμπιαν και η Νικόλ γνωρίζονται περίπου μια δεκαετία. Η Νικόλ και ο Κρίστιαν είναι ζευγάρι τα τελευταία 9 χρόνια. Εδώ και 9 χρόνια οι τρεις μας γίναμε αχώριστοι. Αυτό που κάποτε ήταν μια φιλία, εξελίχθηκε σε έναν συναισθηματικό δεσμό».

Κατ’ αυτό τον τρόπο ξεκινά το love story των τριών Γερμανών. Ο τρίτος της παρέας ήταν ο Φάμπιαν, ο οποίος φιλοξενούνταν στο σπίτι της Νικόλ και του Κρίστιαν, στην Κολωνία. Το προσωρινό έγινε μόνιμο και, όταν ο Φάμπιαν άρχισε να βγαίνει με άλλες γυναίκες, οι δύο οικοδεσπότες τους συνειδητοποίησαν ότι ζήλευαν και στενοχωρούνταν. Αλλά και ο Φάμπιαν δεν περνούσε τόσο καλά στα ραντεβού του όσο όταν βρισκόταν με το ζευγάρι των φίλων τους. Κι έτσι, όλοι μαζί κατάλαβαν ότι στο εξής θα έπρεπε να φυλάγονται σαν τρίο από το δριμύ γερμανικό κρύο.

Αφού ανακάλυψαν την περίφημη ευτυχία που, όντως, κόβεται στα τρία όπως (δεν) έλεγε το θρυλικό άσμα της Λίτσας Διαμάντη, οι τρεις εραστές ανακάλυψαν επίσης ότι ο κοινωνικός περίγυρος δεν ήταν ακριβώς έτοιμος να επιβραβεύσει τις επιλογές τους. Και, μολονότι γερμανική, η κοινωνία επιβεβαίωνε το ρεφρέν ενός άλλου ελληνικού τραγουδιού, το «μια γυναίκα, δύο άντρες, κομπολόι δίχως χάντρες», του μέγιστου Γιώργου Μητσάκη.

«Αφού συνειδητοποιήσαμε ότι οι τρεις μας αγαπιόμασταν και όλα ήταν τόσο όμορφα, μέναμε στη σκιά για χρόνια. Γιατί; Διότι δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε κι εμείς οι ίδιοι. Σκεφτόμασταν ότι ‘αν υπάρχουν τόσα πολλά διαζύγια και δύο άνθρωποι δεν μπορούν να μείνουν μαζί για πάντα, τότε ούτε ο δικός μας τριπλός αστερισμός θα μπορούσε να αντέξει στο χρόνο».

Αυτή την, κάπως χαοτική, εξήγηση δίνει το τρίο για την απόφασή τους να ζήσουν κρυφά τον έρωτα-σάντουιτς που τους έλαχε. Υπάρχει όμως και συνέχεια, ακόμη πιο δραματική: «Τα χρόνια περνούσαν και στ’ αλήθεια προσπαθήσαμε να χωρίσουμε. Προσπαθήσαμε ακόμη και να βρούμε μια δεύτερη γυναίκα, η οποία θα μας αποδεχόταν σαν φίλους της, καθώς φοβόμασταν ότι ένα καινούργιο πρόσωπο ανάμεσά μας θα διέλυε ό,τι είχαμε φτιάξει».

» Η επόμενη σκέψη μας ήταν να γίνουμε τέσσερις, να ζήσουμε σαν κουαρτέτο. Προς τα έξω θα δείχναμε ότι είμαστε δύο ζευγάρια που απλώς κάνουν πολύ καλή παρέα. Γι’ αυτό αναζητήσαμε το κορίτσι που θα μπορούσαμε να αγαπήσουμε και οι τρεις μας -αλλά να μας αγαπήσει το ίδιο και αυτό».

Χωρίς να έχει αποκλειστεί εντελώς το σχέδιο διεύρυνσης της τριάδας σε τετράδα, ενδιαμέσως προέκυψε η τεκνοποιία. Η Νικόλ έμεινε έγκυος και, όπως λέει η ίδια «ο γιος μου είναι ευλογημένος, γιατί έχει το προνόμιο να τον αγαπούν και να τον φροντίζουν δύο μπαμπάδες».