Αυξάνονται τα ακίνητα που περνούν σε ξένους αγοραστές, η χρυσή βίζα αποτελεί δέλεαρ

Άρθρο Γνώμης του Γεωργίου Βασιλάκη*

 Αυξάνονται τα ακίνητα που περνούν σε ξένους αγοραστές, η χρυσή βίζα αποτελεί δέλεαρ και λειτουργεί σαν μαγνήτης

Σε πλήρη εξέλιξη είναι η αγορά ακινήτων από ξένους, οι οποίοι προχωρούν στην μετατροπή τους σε τουριστικά καταλύματα, ποντάροντας στη συνέχιση της ανόδου του ελληνικού τουρισμού. Η ύπαρξη μεγάλου αποθέματος παλαιών κτηρίων, που πωλούνται σε χαμηλές τιμές, μειώνει το ρίσκο ενθαρρύνοντας τους επενδυτές από την αλλοδαπή να μπουν στο ελληνικό real estate.

Τα projects

Οι Λιβανέζοι δραστηριοποιούνται, εδώ και πολλά χρόνια, στην εγχώρια αγορά ακινήτων. Έτσι, ένα από τα καινούργια έργα ανάπτυξης τουριστικών καταλυμάτων ανήκει σε λιβανέζικων συμφερόντων εταιρεία, η οποία προχωρά, σύμφωνα με πληροφορίες, στην ανακαίνιση πολυκατοικίας στην οδό Χίου στην Καισαριανή. Στόχος είναι η μετατροπή του πενταώροφου κτηρίου, που βρίσκεται σε οικόπεδο 135 τ.μ., σε πολυτελείς τουριστικές κατοικίες, με την εταιρεία να δραστηριοποιείται, τα τελευταία χρόνια, στον τομέα της εκμετάλλευσης ακινήτων. Σύμφωνα με πληροφορίες, διαχειρίζεται περισσότερα από 50 επιπλωμένα διαμερίσματα που αντιστοιχούν σε τρία κτήρια κατοικιών που βρίσκονται στο Κουκάκι, την περιοχή του Φιλοπάππου και την Καισαριανή (οδός Παυσανίου).

Πάντως, στα πλέον οικεία λιβανέζικα ονόματα, που δραστηριοποιούνται στο εγχώριο real estate, ανήκουν η Τζουμάνα Μπεχάρα και ο Κριστιάν Κομέρ. Η Μπεχάρα είναι πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος και ο Κομέρ εκτελεστικό μέλος στην, συμφερόντων του Κατάρ, εταιρεία Pimana που σχεδιάζει την τουριστική αξιοποίηση σε τμήμα έκτασης 15.000 στρεμμάτων στη βορειοδυτική άκρη της Ζακύνθου.

Η επένδυση έχει σημαδευτεί με μακροχρόνια δικαστική αντιπαράθεση με τοπικούς φορείς, αλλά, ύστερα από απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου βάσει της οποίας το συμβόλαιο αγοραπωλησίας του ακινήτου παραμένει σε ισχύ, φαίνεται ότι έχει ξεπεράσει τα πιο σοβαρά εμπόδια.

Η βεντάλια των επενδύσεων των δύο Λιβανέζων, περιλαμβάνει το εμπορικό κέντρο One Salonica Outlet Mall (πρώην City Gate) στην οδό Ρουλία Κώττα στη Θεσσαλονίκη που ελέγχουν Μπεχάρα και Κομέρ μέσω της εταιρείας Citygate. Επίσης, η Τζουμάνα Μπεχάρα και ο κ. Κομέρ κατέχουν τη θέση του προέδρου-διευθύνοντα συμβούλου και αντιπροέδρου, αντίστοιχα, στην Άλφα ανώνυμη ξενοδοχειακή-οικοδομική-τουριστική και τεχνική εταιρεία, ενώ η παρουσία τους στο εγχώριο επιχειρηματικό γίγνεσθαι εκτείνεται και στο χώρο της εστίασης μέσω της εταιρείας Off White.

Επενδυτικές ευκαιρίες αναζητά και ο Ρώσος Τζόρτζ Κακμαζόφ που έχει ιδρύσει και διευθύνει την εταιρεία Tranio με αντικείμενο τη διαχείριση ακινήτων και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών. Η εταιρεία, έως σήμερα, έχει πραγματοποιήσει 900 αγοραπωλησίες σε 54 χώρες, ενώ μέσω του ιστοτόπου της προωθεί, σε όλη την Ελλάδα, συνολικά 8.500 ιδιοκτησίες.

Ο Κακμαζόφ αναζητά ακίνητα στη χώρα μας προς αγορά με στόχο είτε την μίσθωση είτε την πώλησή τους σε υπηκόους τρίτων χωρών μέσω του προγράμματος χορήγησης άδειας διαμονής για επενδύσεις με ελάχιστη αξία 250.000 ευρώ. Όπως έχει αναφέρει ο ίδιος, η στρατηγική της Tranio επικεντρώνεται στην αγορά κτηρίων, την ανακαίνιση και την εκμίσθωσή τους με στόχο την εξασφάλιση υψηλών αποδόσεων. Στο στόχαστρο του Κακμαζόφ είναι ακίνητα, αλλά σε τιμή που δεν ξεπερνάει τα 1.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, με τον ίδιο να έχει, ήδη, αγοράσει πολυκατοικίες στα Εξάρχεια και πέριξ του αθηναϊκού κέντρου.

Από την λίστα των ξένων επενδυτών δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι Κινέζοι, με τους περισσότερους να επιλέγουν να παραμένουν κάτω από το ραντάρ της δημοσιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές συγκαταλέγονται δύο επενδυτές από την Άπω Ανατολή που προχωρούν στην μετατροπή του υφιστάμενου κτηρίου γραφείων και καταστημάτων, στις οδούς Αριστοτέλους και Καποδιστρίου στην Αθήνα, σε κτήριο κατοικιών. Το επενδυτικό σχέδιό τους προβλέπει τη δημιουργία -προς βραχυχρόνια μίσθωση- πολυτελών επιπλωμένων διαμερισμάτων στο τεσσάρων ορόφων κτήριο, που βρίσκεται σε επιφάνεια 145 τ.μ. και διαθέτει εμβαδόν 735 τ.μ.

Το “παρών” στην ελληνική αγορά ακινήτων δίνουν επενδυτές από το Ισραήλ που αναζητούν, ως επί το πλείστον παλαιά κτήρια και πολυκατοικίες, αλλά και Τούρκοι. Το κτήριο πολυτελών γραφείων στο Μετς, που υλοποιούν, κοινοπρακτικά, η ελληνική μελετητική εταιρεία Salfo & Associates με την τουρκική εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων Varyap, είναι ένα από τα τελευταία projects με προέλευση από τη Τουρκία.

Το ελληνικό πρόγραμμα «Χρυσή Βίζα» προβλέπει μεταξύ άλλων:

  • Ελάχιστη επένδυση 250.000 ευρώ για αγορά ακινήτου.
  • Οι επενδυτές κατοχυρώνουν το δικαίωμα για μόνιμη άδεια παραμονής, αλλά και ιθαγένεια. Η αίτηση για ιθαγένεια μπορεί να κατατεθεί έπειτα από επτά χρόνια διατήρησης της άδειας παραμονής.
  • Αδεια παραμονής μπορούν να εξασφαλίσουν όλα τα μέλη της οικογένειας (σύζυγος και παιδιά μέχρι 21 ετών), τους γονείς τους και τους γονείς του / της συζύγου. Ακόμα και μετά τα 21 τους χρόνια, τα παιδιά μπορούν να λάβουν παράταση της άδειας παραμονής για τρία χρόνια.
  • Οι επενδυτές έχουν τη δυνατότητα να μεταβιβάσουν το ακίνητό τους σε άλλο ξένο υπήκοο μαζί με την άδεια παραμονής. Μάλιστα, δεν υπάρχει ελάχιστος χρόνος διατήρησης του ακινήτου στην κατοχή τους πριν το μεταβιβάσουν.
  • Δεν είναι απαραίτητο για τον αγοραστή του ακινήτου ή για τα μέλη της οικογένειάς του να μένουν στην Ελλάδα προκειμένου να διατηρήσουν τις άδειες παραμονής.
  • Οι κάτοχοι των αδειών παραμονής μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα στα υπόλοιπα κράτη – μέλη της ζώνης Schengen. Μπορούν να ταξιδεύουν κατευθείαν από τις χώρες που κατοικούν, χωρίς προηγουμένως να περάσουν από την Ελλάδα.
  • Αν κάποιος επενδυτής θέλει να πραγματοποιήσει μια αγορά ακινήτου στην Ελλάδα με έναν φίλο ή συγγενή δευτέρου βαθμού, κ.λπ., για να αποκτήσει τα δικαιώματα της «Χρυσή Βίζα» πρέπει ο κάθε ένας να δαπανήσει τουλάχιστον 250.000 ευρώ στο ίδιο ακίνητο.

Πολύτιμο εργαλείο για τα δημόσια ταμεία αποδεικνύεται η «Χρυσή Βίζα», αφού μέσα σε λίγα χρόνια λειτουργίας η ζήτηση έχει εκτιναχθεί από τις 400 βίζες ετησίως, στις 50 αιτήσεις καθημερινά αποφέροντας έσοδα άνω των 1,5 δισ. ευρώ.

Για να περιγράψω τη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί θα αναφερθώ στίς δηλώσεις ενός ειδικού σε θέματα ακινητων.Ο διευθύνων σύμβουλος του Enterprise Greece, Ηλίας Αθανασίου, στη διάρκεια εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη για την υπογραφή συμφώνου συνεργασίας με την Τράπεζα Πειραιώς. Με μια επένδυση σε ακίνητα αξίας από 250.000 ευρώ και άνω, οι πολίτες εκτός ΕΕ έχουν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν άδεια παραμονής στην Ελλάδα, ένα κίνητρο που βρίσκει ευήκοα ώτα τόσο σε Ασιάτες όσο και σε Άραβες και Ρώσους.

Ο κ. Αθανασίου αποκάλυψε ότι οι μισές τουλάχιστον αιτήσεις προέρχονται από Κινέζους, ενώ αυξητικές τάσεις παρατηρούνται και μεταξύ των πολιτών από τα αραβικά κράτη. Από το 2012 που ξεκίνησε το πρόγραμμα, έχουν εγκριθεί 5.000 βίζες.

Το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής δυσκολεύεται πλέον να διαχειριστεί τις αιτήσεις που έχουν εκτιναχθεί το τελευταίο διάστημα, σημείωσε ο ίδιος, και εκτίμησε ότι το προσωπικό του αρμόδιου τμήματος θα ενισχυθεί προκειμένου να μειωθεί ο χρόνος εξέτασης των αιτήσεων. Προς το παρόν, χρειάζονται μερικές εβδομάδες για να γίνουν οι έλεγχοι ποινικού μητρώου, ξεπλύματος χρήματος κ.λπ. προκειμένου να χορηγηθεί η Golden Visa στον ενδιαφερόμενο.

Μεγαλύτερη η μέση αξία της επένδυσης

Σε δηλώσεις του στο insider.gr, ο κ. Αθανασίου σημείωσε πάντως ότι συνήθως δεν παρατηρούνται προβλήματα ως προς την ποιότητα των αιτήσεων, καθώς οι αιτούντες είναι ιδιαίτερα εύπορα άτομα χωρίς προβλήματα με τον νόμο. «Το ποσό της επένδυσης συνήθως υπερβαίνει κατά πολύ το ελάχιστο όριο των 250.000 ευρώ», τόνισε, εξηγώντας ότι για τους ξένους που κάνουν χρήση αυτού του κινήτρου συνήθως μια κατοικία 250.000 ευρώ δεν ανταποκρίνεται στο επίπεδο ανέσεων που ζητούν.

Όσον αφορά στα φαινόμενα απάτης, εν είδει κυκλωμάτων μεταξύ των αιτούντων για Golden Visa, ο κ. Αθανασίου ξεκαθάρισε ότι για πέντε χρόνια ο δικαιούχος του προγράμματος δεν μπορεί να μεταβιβάσει το ακίνητο, καθώς χάνει την άδεια παραμονής. Επιπλέον, θα πρέπει να καταθέσει ολόκληρο το ποσό στον λογαριασμό του ιδιοκτήτη του ακινήτου και, ακόμη και εάν η αξία του ακινήτου είναι χαμηλότερη, το ποσό της συναλλαγής-επένδυσης ανέρχεται στο ελάχιστο των 250.000 ευρώ. «Δεν έχουμε εντοπίσει φαινόμενα απάτης», δήλωσε ο ίδιος.

*Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός