Απαγόρευση καταχρηστικών πρακτικών στον τομέα του ΦΠΑ ενέκρινε το ΔΔΕ

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ενέκρινε σήμερα την απαγόρευση καταχρηστικών πρακτικών στον τομέα του ΦΠΑ που εφαρμόζεται ανεξαρτήτως εθνικού μέτρου που να τη θέτει σε ισχύ στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών

To ΔΕΕ γνωμάτευσε μάλιστα ότι “πρόκειται για γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που δεν προϋποθέτει μέτρο μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη” καθώς αυτό ήταν και το ακριβές ερώτημα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ιρλανδίας.

Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι η αρχή της απαγορεύσεως καταχρηστικών πρακτικών δεν αποτελεί κανόνα θεσπιζόμενο με οδηγία. Αντιθέτως, θεμελιώνεται στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, αφενός, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικά και, αφετέρου, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να εκτείνεται μέχρι τέτοιου σημείου ώστε να συγκαλύπτονται καταχρηστικές πρακτικές των οικονομικών φορέων.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η νομολογία αυτή έχει αναπτυχθεί σε διάφορους τομείς του δικαίου της Ένωσης. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι η εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως καταχρηστικών πρακτικών όσον αφορά τα δικαιώματα και τα πλεονεκτήματα που παρέχονται βάσει του δικαίου της Ένωσης γίνεται ανεξαρτήτως του εάν τα εν λόγω δικαιώματα ή πλεονεκτήματα θεμελιώνονται στις Συνθήκες.

Έτσι, κατά το Δικαστήριο, η επίμαχη αρχή εμφανίζει γενικό χαρακτήρα που είναι, ως εκ της φύσεώς του, συμφυής με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, δύναται να αντιταχθεί σε υποκείμενο στον φόρο προκειμένου να μην του αναγνωρισθεί το δικαίωμα απαλλαγής από τον ΦΠΑ ακόμη και ελλείψει διατάξεων του εθνικού δικαίου που να προβλέπουν τέτοια άρνηση.

Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι τέτοια εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως καταχρηστικών πρακτικών συνάδει με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Συναφώς, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η ερμηνεία την οποία δίδει σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τη σημασία και το περιεχόμενο του αντίστοιχου κανόνα, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από την ημερομηνία της θέσης του σε ισχύ. Πλην δε εξαιρετικών περιστάσεων, ο κανόνας του δικαίου της Ένωσης όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο πρέπει να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια ακόμη και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν και συνήφθησαν πριν από την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης ερμηνείας.