Απάντηση του Ύπατου Αρμοστή της Κύπρου σε αρθρογράφο της Guardian

Για την Κύπρο ο ύστατος στόχος παραμένει η επανένωση, αναφέρει σε άρθρο του που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Guardian ο Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου στο Ηνωμένο Βασίλειο Αλέξανδρος Ζήνων, προειδοποιώντας πως με την οικονομία ακόμα εύθραυστη μία βεβιασμένη λύση θα ήταν επικίνδυνη.

Το άρθρο του κ. Ζήνωνος αποτελεί απάντηση σε παλαιότερο άρθρο στην ίδια εφημερίδα του Jonathan Steele, με το οποίο ο συνεργάτης της Guardian ισχυριζόταν πως ο Πρόεδρος Αναστασιάδης διστάζει να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό.

Ο Ύπατος Αρμοστής σημειώνει ότι τίποτα δε θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. «Στην πραγματικότητα κανείς στη διεθνή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, δεν αμφισβητεί σοβαρά τη δέσμευσή του στην επανένωση του νησιού», γράφει ο κ. Ζήνων αναφερόμενος στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Ωστόσο δε θα ήταν υπεύθυνος ηγέτης αν σε μια περίοδο που η χώρα μάχεται να αποφύγει τη χρεοκοπία δεν αφιέρωνε όλες τις προσπάθειες και το χρόνο του στη σταθεροποίηση της οικονομίας», συμπληρώνει.

Στη συνέχεια ο κ. Ζήνων αναιρεί το σχόλιο του Steele ότι δεν έχει βάση το επιχείρημα πως η οικονομική κρίση στην «κοινότητα» (sic) του κ. Αναστασιάδη είναι τόσο περίπλοκη που δεν του επιτρέπει το χρόνο να συγκεντρωθεί στις ειρηνευτικές συνομιλίες. «Πώς μπορείς να διασφαλίσεις τη βιωσιμότητα οποιασδήποτε λύσης αν οι Ελληνοκύπριοι και δη η οικονομία του νησιού δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος της επανένωσης;» διερωτάται ο Κύπριος διπλωμάτης.

Όπως εξηγεί, οι λόγοι της μη εμπλοκής σε συζητήσεις άμεσα δεν είναι καθόλου «σκοτεινοί», όπως δήλωνε ο Βρετανός αρθρογράφος.

«Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι η επιτυχία των διαπραγματεύσεων μπορεί να είναι εγγυημένη μόνο αν έχει προηγηθεί προσεκτική προετοιμασία. Το παράδειγμα του 2008, όταν οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν λόγω έλλειψης προετοιμασίας, δεν πρέπει να επαναληφθεί», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Ο κ. Ζήνων απαντά και στην κατηγορία του Joanathan Steele περί πλήγματος κατά των Τουρκοκυπρίων «με το εγκεκριμένο νομοσχέδιο που δε θα επιτρέπει τη δωρεάν ιατρική περίθαλψή τους».

Στο σχόλιό του ο Ύπατος Αρμοστής γράφει πως αν έχει υπάρξει κάποια διάκριση σε σχέση με τους Τουρκοκυπρίους είναι μόνο θετική: «Επί περισσότερα από δέκα χρόνια λάμβαναν δωρεάν υγειονομική περίθαλψη και άλλα κοινωνικά επιδόματα χωρίς να καταβάλλουν φόρους και δίχως να συνεισφέρουν στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Είχαν ακόμα και προτεραιότητα έναντι των άλλων πολιτών στα κρατικά νοσοκομεία. Σε μια περίοδο που αυτά τα επιδόματα περιορίζονται δραματικά για τους Ελληνοκύπριους φορολογούμενους, θα ήταν άδικο να διατηρηθούν τέτοια προνόμια».

Αναφέρεται ότι η κυπριακή Κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη σε θετικές δράσεις που στοχεύουν στην προώθηση της επανένωσης. «Τέτοια βήματα, ωστόσο, δεν μπορούν να αγνοήσουν τις οικονομικές πραγματικότητες. Ο νέος νόμος υπηρετεί αυτόν το σκοπό αντιμετωπίζοντας τους Τουρκοκύπριους με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζονται οι υπόλοιποι πολίτες της Δημοκρατίας», γράφει ο Αλέξανδρος Ζήνων.

Ως προς το σχόλιο τουSteele περί απόρριψης του σχεδίου Ανάν, ο Ύπατος Αρμοστής επισημαίνει ότι οι Ελληνοκύπριοι αποδέχονταν επί 30 χρόνια κάθε ένα σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών, ενώ η τουρκική πλευρά απέρριπτε κάθε ένα εξ αυτών.

«Οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το σχέδιο Ανάν διότι έβριθε προνοιών που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση των στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης στο νησί», γράφει ο κ. Ζήνων και συμπληρώνει:

«Δεύτερον, το σχέδιο απορρίφθηκε με τον πιο δυνατό δημοκρατικό τρόπο – μέσω δημοψηφίσματος. Αυτό θα έπρεπε να ήταν το τέλος της υπόθεσης. Αλλά η βούληση του λαού αμφισβητείται διαρκώς από κατά τ’ άλλα σθεναρούς “υπερασπιστές” των δημοκρατικών αρχών».

Το άρθρο-απάντηση κλείνει με τη σημείωση ότι η «αναπτυσσόμενη οικονομία της βόρειας Κύπρου», όπως έγραφε ο Jonathan Steele, εξαρτάται πλήρως από επιδοτήσεις από την Τουρκία, πέρα από το γεγονός ότι έχει κτιστεί πάνω στην εκμετάλλευση κλεμμένων και σφετερισθέντων ελληνοκυπριακών περιουσιών στο κατεχόμενο τμήμα της χώρας.