Αμετακίνητος από τις θέσεις του εμφανίστηκε ο Έρογλου

Σε γραπτή δήλωση που εκδόθηκε μετά τη χθεσινή συνάντηση του Μπαν Γκι-μουν με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, Ντερβίς Ερογλου, ο εκπρόσωπος του επαναλαμβάνει, την προτροπή του ΓΓ του ΟΗΕ προς τους δύο ηγέτες, να εργαστούν χωρίς καθυστέρηση και να γεφυρώσουν τις εναπομείνασες διαφορές μεταξύ των θέσεών τους, οικοδομώντας επί των αρχών που παρατίθενται στην Κοινή Διακήρυξη.

Σύμφωνα με τη δήλωση του εκπροσώπου, «ο ΓΓ του ΟΗΕ κι ο κ. Ερογλου συζήτησαν την πορεία των διαπραγματεύσεων που στοχεύουν στην επίτευξη συνολικής διευθέτησης του κυπριακού. Ο ΓΓ καλωσόρισε την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των ηγετών της ε/κ και τ/κ κοινότητας να προχωρήσουν στις διαπραγματεύσεις, στη βάση της Κοινής Διακήρυξης, την οποία υιοθέτησαν στις 11 Φεβρουαρίου 2014».

Σε δηλώσεις του ο κ. Ερογλου επανέλαβε τις γνωστές θέσεις του για έναρξη διαδικασίας πάρε-δώσε, για αποδοχή των νέων πραγματικοτήτων επί τους εδάφους «για να μην προκληθεί νέος πόνος στους Τουρκοκύπριους» και για «άλλου είδους διευθέτηση» αν δεν βρεθεί λύση, ώστε να αρθεί και η απομόνωση των Τουρκοκυπρίων.

Ταυτόχρονα στο θέμα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων αναφέρθηκε στις γνωστές δύο προτάσεις του, ενώ είπε πως θέλει συνάντηση των ηγετών με τον ΓΓ του ΟΗΕ, αλλά την απορρίπτουν οι Ελληνοκύπριοι.

Αναλυτικότερα, ο κ. κ. Ερογλου μιλώντας μέσω του μεταφραστή και συμβούλου του, Οσμάν Ερτούγκ, χαρακτήρισε πολύ χρήσιμη την 15λεπτη συνάντησή του με το ΓΓ.

«Ανταλλάξαμε απόψεις μαζί του για το παρελθόν και το παρόν των διαπραγματεύσεων και πως θα προχωρήσουμε».

Εκανε μεγάλη αναφορά στο παρελθόν, ξεκινώντας από το 1963 και ανέφερε ότι το πρόβλημα δεν επιλύθηκε, «παρότι η τ/κ πλευρά αποδέχθηκε όλες τις συμφωνίες που δημιουργήθηκαν από τα Ηνωμένα Εθνη. Προσπαθούμε ν’ ανοίξουμε το δρόμο για διευθέτηση σε μία τελική ώθηση, ή μία τελευταία προσπάθεια».

Ανέφερε ότι επιχειρούν να βρεθεί μία διευθέτηση «η οποία δεν θα κάνει το λαό να βιώσει ξανά εμπειρίες του παρελθόντος» και ζήτησε από την ελληνοκυπριακή πλευρά να αντιληφθεί αυτό το στοιχείο και να υποβάλει προτάσεις οι οποίες δεν θα προνοούν μόνο τους ίδιους, αλλά και τις ανάγκες της κατάστασης και τις ανάγκες και τα συναισθήματα των Κυπρίων. Χαρακτήρισε «μαξιμαλιστικές» τις ε/κ προτάσεις και κάλεσε του Ελληνοκυπρίους να λάβουν υπόψη τις θέσεις και «τις νόμιμες προσδοκίες και των δύο πλευρών».

Αναφερόμενες στις συναντήσεις με το νέο ειδικό σύμβουλο του ΓΓ και την απόφαση για εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων είπε ότι αναμένει και ελπίζει “όπως η άλλη πλευρά φτάσει στο σημείο να είναι οι διαπραγματεύσεις προσανατολισμένες σε αποτελέσματα…. Αν η άλλη πλευρά προσέλθει κατά τρόπο ‘’είμαι η κυβέρνηση της Κύπρου και μέλος της Ε.Ε., δεν είναι δυνατόν να επιτύχουμε συμφωνία», είπε.

Ο κ. Ερογλου είπε – αναφερόμενος στο θέμα της “απομόνωσης” των Τ/Κ – πως οι διάφορες χώρες πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους, υποστηρίζοντας πως όσο υπάρχει εμπάργκο, η άλλη πλευρά δεν έχει κανένα κίνητρο για λύση.

«Η διεθνής κοινότητα πρέπει να μπει σε τέτοια δράση, ώστε αν όπως μέχρι τώρα αποδειχθεί αδύνατο να βρούμε διευθέτηση, κάποια άλλα πράγματα θα πρέπει να λάβουν χώρα. Πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να είναι η απομάκρυνση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Ζητούμε κι αναμένουμε άλλες χώρες να επιδείξουν ευαισθησία στο γεγονός ότι οι Τ/Κ δεν είναι το μέρος που χρειάζεται να παρακινηθεί για διευθέτηση, γιατί εμείς αποδεχθήκαμε όλα τα σχέδια λύση του ΟΗΕ στο παρελθόν. Είναι η άλλη πλευρά που χρειάζεται παρακίνηση».

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, αφού αναφέρθηκε στις δύο προτάσεις Ερογλου, επέκρινε την ε/κ πλευρά ότι υιοθετεί τη νοοτροπία πως θα γίνουμε πλουσιότεροι και δεν χρειαζόμαστε διευθέτηση με την Τ/Κ πλευρά. Είπε επίσης ότι αυξάνονται οι εθνικιστικές τάσεις στους Ε/Κ να μην μοιραστούν τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους τους με την Τ/Κ πλευρά, πιστεύοντας ότι ανήκουν μόνο στους ίδιους.

Σε ερώτηση για τη δυνατότητα τριμερούς συνάντησης των ηγετών με τον ΓΓ του ΟΗΕ, είπε πως η πρόταση έγινε, αλλά δεν υλοποιήθηκε επειδή δεν την επιθυμεί η άλλη πλευρά.

«Οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούν να αποδεχθούν την πραγματικότητα ότι είμαστε δύο ισότιμα μέρη και συνεχίζουμε τις διαπραγματεύσεις υπό την προϋπόθεση της πολιτικής ισότητας. Δεν είναι σημαντικό το που θα βρεθούμε, αλλά το να βρεθούμε και να συζητήσουμε τρόπους για την επίλυση του προβλήματος», κατέληξε.