Αδικήματα εναντίον της άσκησης Νόμιμης Εξουσίας, Δεκασμός και Κατάχρηση Εξουσίας

«Αδικήματα εναντίον της άσκησης Νόμιμης Εξουσίας, Δεκασμός και Κατάχρηση Εξουσίας»: Το πλημμέλημα της παρεμπόδισης Δικαστών και παρέμβαση σε Δικαστική Διαδικασία.

Του Αναστάση Θεοχαρίδη *

Το άρθρο 122 (β) του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) φέρει ως (πλαγιό)τίτλο «παρεμπόδιση δικαστών, κτλ από παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία». Καλό θα ήταν, διαβάζοντας προσεκτικά το συγκεκριμένο άρθρο, να ανατρέξουμε στην λογική και γραμματική ερμηνεία του νόμου και τελικώς, τι επεδίωκε και/ή, τι ήθελε ο κοινός νομοθέτης να ρυθμίσει και/ή διαφυλάξει με αυτή την πρόνοια.

Μελετώντας προσεκτικά το εν λόγω άρθρο, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι, ο σκοπός του νομοθέτου δεν ήταν άλλος από το να καταστήσει εγκληματική πράξη και να ενέχει αυτή απαξία, η οιαδήποτε πράξη τείνει ή είναι προορισμένη ή είναι ενδεχόμενο να επηρεάσει ή παρεμποδίσει οιαδήποτε δικαστική και/ή άλλη διαδικασία. Η δε εγκληματική πράξη, είναι αδιάφορο από ποίον προέρχεται ακόμη και αν είναι αξιωματούχος, πολιτικό πρόσωπο και/ή φέρει την όποια άλλην ιδιότητα. Εξάλλου, είμεθα όλοι ίσιοι ενώπιον του Νόμου. Η λογική πάντως είναι να παραμείνει ανεπηρέαστο και απρόσκοπτο αλλά και απρόσωπο το έργο της Δικαιοσύνης. Διδάγματα και νοοτροπίες κράτους Οθωμανικού, πελατειακού, σχέσεις ρουσφετιού και άνωθεν ή έξωθεν επηρεασμών δεν χωρούν. Αυτά ποινικοποιούνται και δη, με την μορφή πλημμελήματος. Αυτή θεωρούμε, προσωπικά, ήταν η στόχευση και η λογική του νομοθέτου όταν «ποιούσε» το άρθρο αυτό.

Από την άλλη, η εύστοχη τοποθέτηση, από μέρους του νομοθέτου, του άρθρου αυτού, στην Ενότητα-Μέρος ΙΙΙ του ΠΚ η οποία Ενότητα φέρει τον τίτλο «Αδικήματα εναντίον της άσκησης Νόμιμης Εξουσίας, Δεκασμός και Κατάχρηση Εξουσίας», επίσης καταδεικνύει την προτεραιότητα αλλά και την σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης σε αυτής της κατηγορίας τα αδικήματα, έναντι άλλων. Γίνεται αντιληπτό από την δομή του Κώδικα πως, ο κοινός νομοθέτης, περιβάλει με ιδιαίτερη σπουδαιότητα και δίδει ξεχωριστή θέση σε αυτά τα αδικήματα και με αυτό τον τρόπο αποδεικνύει πως, πρώτιστη ανάγκη και υποχρέωση της Κοινωνίας και της Πολιτείας και άρα των Δικαστηρίων θα πρέπει να είναι και επιβάλλεται όπως είναι, η απομάκρυνση και/ή αποβολή των όποιων φαινομένων ρουσφετιού, παρεμπόδισης και επηρεασμού της Δικαιοσύνης. Η ένταξη αυτών των αδικημάτων, στην αρχή της δομής του ΠΚ αποδεικνύει την πρωταρχία και την προτεραιότητα για την διαφύλαξη και ανεξαρτησία της Δικαστικής Εξουσίας και την χωρίς παρεκκλίσεις αυστηρή τήρηση της Θεμελιώδους και Βασικής Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών.

Η Αρχή της Διάκρισης των εξουσιών, αποτελεί βασική Αρχή ενός φιλελεύθερου Δημοκρατικού Πολιτεύματος ή μίας ευνομούμενης Δημοκρατικής Πολιτείας. Ήδη, στην Κυπριακή Έννομη τάξη, η αρχή αυτή έχει περιβληθεί με τον Συνταγματικό μανδύα και επέκταση αυτής της Αρχής ευρίσκεται στο εν λόγω άρθρο που αποτελεί αντικείμενο του παρόντος πονήματος.

Η λογική και η φιλοσοφία της Αρχής αυτής, όπως ο Λόκ, προσπάθησε εύστοχα να αναλύσει, έγκειται στην διαφύλαξη και προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου που, προκειμένου αυτά να γίνονται σεβαστά επιβάλλεται ο χωρισμός των εξουσιών. Από την άλλη, από μόνο του το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν επαρκεί για να εξασφαλίσει την φιλελεύθερη δημοκρατία και όπως ο Μοντεσκιέ αναφέρει: «για να μην μπορεί κανείς να καταχράται την εξουσία, πρέπει, από τη διάταξη των πραγμάτων, η εξουσία να σταματά την εξουσία».

Επομένως, τούτου δοθέντος, παρέμβαση από οιασδήποτε άλλης μορφής εξουσία, είναι ανεπίτρεπτη, αντιφάσκει με το πνεύμα του Συντάγματος και του νόμου και κλονίζει συθέμελα την θεσμική αλλά και προσωπική ανεξαρτησία του Δικαστικού Λειτουργήματος. Επιβάλλεται όμως να πούμε πως, η εκτίμηση και τελική κρίση για την παρέμβαση μίας εξουσίας επί της Δικαστικής, αποδεικνύεται πάντοτε, στη βάση, αξιόπιστης μαρτυρίας, καταθέσεων, τυχόν τεκμηρίων που υπάρχουν και πάντα, η κάθε περίπτωση περιβάλλεται από τα δικά της γεγονότα και βάσει όλων τούτων αποφαίνεται το Δικαστήριο επί της ενοχής ή μη εκάστου Κατηγορούμενου.

Εν προκειμένω, το άρθρο που μας απασχολεί, αυτό το φιλοσοφικό και νομοτεχνικό κατάλοιπο αφήνει. Ότι δηλαδή, η λειτουργική ανεξαρτησία την οποία διατηρεί η Δικαστική, έναντι των άλλων δύο και, πως οιαδήποτε πράξη, ανεξαρτήτως προέλευσης της, δεν μπορεί να δράσει κατασταλτικά και/ή προληπτικά έναντι αυτής. Όπως και δεν διανοείται οιαδήποτε μορφή ελέγχου στην Δικαστική δράση και κρίση προκειμένου να διαφυλαχθεί στο ακέραιο η ανεξαρτησία των Θεματοφυλάκων των Νόμων και της Τάξης.

Πηγές

• Συνταγματικό Δίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σακκουλα, 2004, Κώστας Γ. Μαυριάς, σελίς 208 και επόμενα (κυρίως σελίς 211) – Μέθοδοι και/ή εργαλεία ερμηνεία των νόμων
• Άρθρο 28 του Συντάγματος: «1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως».
• Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Βασικές Έννοιες/ Συνταγματική Ιστορία/Οργάνωση του Κράτους, 2η Έκδοση, Εκδοτικός Οίκος Α.Α Λιβάνη, Αντώνη Μ. Παντελή, Κεφ. 5, Ο χωρισμός των Εξουσιών, Η Σημασία του, σελίς 134 και επ.

*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος