Ένοχος μόνο για κυκλοφορία απαγορευμένου φαρμάκου, ο αναισθησιολόγος βελονιστής

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας έκρινε σήμερα αθώο στις κατηγορίες του βιασμού, της περιαγωγής σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων και της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας (συνολικά 18 κατηγορίες), τον 44χρονο αναισθησιολόγο – βελονιστή από το Παραλίμνι.

Σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, που ανέρχεται σε 87 σελίδες, ο 44χρονος γιατρός κρίθηκε ένοχος μόνο σε δύο κατηγορίες οι οποίες αφορούν την κυκλοφορία απαγορευμένου φαρμάκου, συγκεκριμένα των αντικαταθλιπτικών χαπιών Ladose για τα οποία δεν υπάρχει άδεια κυκλοφορίας στην Κύπρο.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο έκρινε επίσης ως επαρκή τιμωρία τους δύο μήνες που τέλεσε υπό κράτηση ο γιατρός κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης και δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή. Ο γιατρός κλήθηκε να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στα 425 ευρώ.

Η υπόθεση είδε το φως της δημοσιότητας περί τα τέλη του 2011 όταν δύο γυναίκες, ασθενείς του 44χρονου βελονιστή, κατήγγειλαν στην Αστυνομία ότι τις νάρκωνε και τις βίαζε.

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, το βασικό στοιχείο που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της αθώωσης του αναισθησιολόγου είναι ότι η μια από τις δύο παραπονούμενες οι οποίες κατέθεσαν και ως μάρτυρες κατηγορίας, κρίθηκε ως παντελώς αναξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ε.Μ. δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί συνέχιζε τις επισκέψεις στο ιατρείο του γιατρού αφού, όπως υποστήριξε, είχε εκδηλώσει από νωρίς της ανήθικες προθέσεις του. Στην απόφαση αναφέρεται ότι η παραπονούμενη «θα μπορούσε, αφού είχε χάσει τα κιλά που ήθελε, να διακόψει κάθε επαφή με τον κατηγορούμενο», ενώ το Κακουργιοδικείο εκτίμησε τη μαρτυρία της παραπονούμενης σε σχέση με τους βιασμούς ως «εξωπραγματική και αντιφατική».

Για τον ισχυρισμό της μάρτυρος ότι ο γιατρός της έβαζε διεγερτικό στο τσάι που της πρόσφερε για να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μαζί της ή την απειλούσε με μαχαίρι και πιστόλι, το Δικαστήριο διερωτήθηκε «γιατί χρειαζόταν να την απειλεί ή να τη ναρκώνει για να τη βιάζει αφού μπορούσε να εξασφαλίζει τη συναίνεση της με το διεγερτικό».

Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης «εξωπραγματικό» τον ισχυρισμό της παραπονούμενης ότι ο 44χρονος τη βίαζε υπό την απειλή μαχαιριού την ίδια ώρα που στο διπλανό δωμάτιο έκανε θεραπεία άλλη ασθενής του, ενώ αφύσικη κρίθηκε η αντίδραση της αμέσως μετά το βιασμό της να πηγαίνει στο σπίτι της και να κοιμάται, χωρίς να λέει οτιδήποτε σε κανένα.

Αναφορικά με τη δεύτερη παραπονούμενη στην υπόθεση την Κ.Ζ. το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι και στη δική της μαρτυρία υπάρχουν κενά, όχι όμως σε βαθμό που να την καθιστούν εντελώς αναξιόπιστη. Η μαρτυρία της χαρακτηρίστηκε από ασάφεια και αοριστία αλλά όχι από ουσιαστικές αντιφάσεις, υπεκφυγές ή προσπάθεια παραποίησης γεγονότων.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, βασική αδυναμία της μαρτυρίας της ήταν ότι δεν ήταν σε θέση να περιγράψει οποιοδήποτε επεισόδιο βιασμού ενώ δεν προέβη αμέσως σε καταγγελία. Ακόμα η κοπέλα συνέχιζε τις επισκέψεις και τη θεραπεία της ενώ, όπως ισχυρίστηκε, είχαν γίνει κάποια επεισόδια εις βάρος της με έντονα στοιχεία ανηθικότητας.

Επίσης για τη δεύτερη παραπονούμενη το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι η κοπέλα είχε άσχημα βιώματα στο ιατρείο του κατηγορούμενου και ότι μετά τη θεραπεία, αισθανόταν σύγχυση.

Στην απόφαση αναφέρεται πως «το γεγονός ότι τη νάρκωνε στα πλαίσια της θεραπείας της, δημιουργεί εύλογες υπόνοιες ότι το έπραττε για να την εκμεταλλεύεται σεξουαλικά. Οι αδυναμίες όμως στη μαρτυρία της δεν επιτρέπουν ασφαλές εύρημα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα που του καταλογίζονται».

Το Δικαστήριο στην απόφασή του και αξιολογώντας την εκτεταμένη μαρτυρία, κατέληξε στο ότι ο κατηγορούμενος είχε εξωσυζυγική σχέση με την πρώτη παραπονούμενη, με σεξουαλικές επαφές τόσο στο ιατρείο όσο και σε άλλους χώρους, αλλά αυτές οι επαφές δεν ήταν αποτέλεσμα νάρκωσης ή χορήγησης διεγερτικών.

Από τη μαρτυρία της παραπονούμενης έγινε αποδεκτό μόνο ότι της χορηγούσε ηρεμιστικά και αγχολυτικά φάρμακα και ηρεμιστικές ενέσεις.

Για τη δεύτερη παραπονούμενη το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρξε σεξουαλική εκμετάλλευση και έκρινε ότι η κοπέλα διέκοψε τη θεραπεία της όταν υποψιάστηκε ότι ο κατηγορούμενος την εκμεταλλευόταν σεξουαλικά. Εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι ο γιατρός χορηγούσε στη μάρτυρα ενέσεις με αναισθητική ουσία που της προκαλούσε νάρκωση.

Στην απόφασή του το Δικαστήριο εξέφρασε την αλγεινή εντύπωσή του για τη συμπεριφορά του γιατρού και σημειώνεται πως «παρόλο ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος νάρκωνε τη δεύτερη παραπονούμενη για να τη βιάζει, η ιδιότητα του αναισθησιολόγου, καθιστά ακόμα πιο κατακριτέα τη συμπεριφορά του αφού, επιστρατεύοντας τις γνώσεις του και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που του επεδείκνυε η ασθενής του, την υπέβαλλε σε αχρείαστη νάρκωση στα πλαίσια της, δήθεν, θεραπείας της χωρίς να την ενημερώνει για την ουσία που περιείχαν οι ενέσεις που της έβαζε καθώς και για τη χρησιμότητά τους».

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ως «αντιδεοντολογική» τη συμπεριφορά του 44χρονου και απέναντι στην πρώτη παραπονούμενη στην οποία χορηγούσε σωρεία από φάρμακα τα οποία της δημιούργησαν διάφορα προβλήματα υγείας.

Το Κακουργιοδικείο διερωτήθηκε «εάν η χορήγηση αυτών των φαρμάκων εμπίπτει στην ειδικότητα του αναισθησιολόγου ή του βελονιστή», επιφυλάσσοντας ταυτόχρονα παρατήρηση προς τις υγειονομικές υπηρεσίες του κράτους και τους αρμόδιους κρατικούς φορείς, επισημαίνοντας ότι οφείλουν να προβαίνουν στους αναγκαίους ελέγχους ώστε να μην υποβάλλονται σε αχρείαστες θεραπευτικές μεθόδους και να εκτίθεται σε κίνδυνο η υγεία ανυποψίαστων ασθενών, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση.

Σημειώνεται ότι αμέσως μετά την ανάγνωση της απόφασης και της ποινής, έξω από την αίθουσα ξέσπασαν οι συγγενείς της δεύτερης παραπονούμενης, ενώ η πρώτη παραπονούμενη δεν εμφανίστηκε καν στο Δικαστήριο.

Οι συγγενείς που είναι Άγγλοι άρχισαν να φωνάζουν στα αγγλικά ότι “There’s no justice” (δεν υπάρχει δικαιοσύνη) και “see you in Europe” (θα σας δούμε στην Ευρώπη).

Ο συνήγορος υπεράσπισης Ευστάθιος Ευσταθίου, αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής, ζήτησε την επιείκεια του δικαστηρίου, λέγοντας πως ο πελάτης του διαμένει πλέον στη Λευκωσία, αφού από την όλη υπόθεση έχει καταστραφεί επαγγελματικά, ηθικά και οικονομικά και έχει φύγει από το Παραλίμνι όπου διέμενε και δραστηριοποιείτο επαγγελματικά.