Ο Προεδρεύων της Δημοκρατίας κ. Δημήτρης Συλλούρης προήδρευσε σήμερα στο Προεδρικό Μέγαρο, συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου.
Σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους, στο Προεδρικό Μέγαρο, μετά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Υπουργός Οικονομικών κ. Χάρης Γεωργιάδης είπε ότι «όπως είναι γνωστό, το 2015 είχε επιτευχθεί μια σημαντική βελτίωση στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις εγγυήσεις, την πώληση δανείων, την αφερεγγυότητα τόσο των νομικών όσο και των φυσικών προσώπων.
Μετά από 2-3 χρόνια εφαρμογής αυτού του νέου νομοθετικού πλαισίου διαπιστώνονται κενά, αδυναμίες που δημιουργούν μια υπέρμετρη πίεση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς το κυπριακό τραπεζικό σύστημα και τελικά πάνω στους δανειολήπτες και συνεπώς θεωρούμε πως προκύπτει ανάγκη κατεπείγουσας βελτίωσης αυτού του νομοθετικού πλαισίου σε επιμέρους, αλλά σημαντικές πτυχές που θα το καταστήσουν πιο αποτελεσματικό, λειτουργικό, πιο δίκαιο επειδή δεν προκύπτει καμιά διαφοροποίηση του πλαισίου προστασίας που παραμένει αμετάβλητο, αλλά ενισχύεται η αποτελεσματικότητα, η ταχύτητα των διαδικασιών για τις περιπτώσεις που πρέπει.
Ταυτόχρονα διευρύνεται το πλαίσιο, το εύρος του πλαισίου αφερεγγυότητας, δίνοντας την αναγκαία προστασία και διευκόλυνση στους δανειολήπτες που έχουν ανάγκη αυτής της προστασίας και διευκόλυνσης.
Τονίζω ότι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, το οποίο λειτουργεί πλέον και στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, η προώθηση τέτοιων αλλαγών και μάλιστα χωρίς καμιά καθυστέρηση είναι απολύτως απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι που μπορεί να προκύψουν στη διατήρηση αυτών των αδυναμιών και κενών στο νομοθετικό μας πλαίσιο.
Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι για κάθε επιπρόσθετο έτος που χρειάζεται μια περίπτωση εκποίησης στη χώρα μας προκύπτει κόστος εκατοντάδων εκατομμυρίων στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα υπό τη μορφή αυξημένων προβλέψεων, αυξημένων κεφαλαίων και που τελικά αυτή η πίεση μεταφέρεται στους δανειολήπτες.
Συνεπώς, πρέπει να επιχειρήσουμε αυτή τη διόρθωση και απευθύνουμε έκκληση στη Βουλή, το συντομότερο δυνατόν και πριν την ολοκλήρωση των εργασιών της Βουλής στα μέσα Ιουλίου το πλαίσιο αυτό να έχει εγκριθεί. Έχει προηγηθεί διάλογος, διαβούλευση, τα ίδια τα προσχέδια των τροποποιητικών νομοσχεδίων έχουν ήδη δοθεί εδώ και καιρό στους εκπροσώπους των κομμάτων, έχουν γίνει συζητήσει μαζί τους όπως και με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, συνεπώς θεωρώ πως είναι εφικτό στις αμέσως επόμενες βδομάδες η Βουλή να τα εξετάσει και να μπορέσει να τοποθετηθεί εγκρίνοντας, όπως είναι η εισήγηση, μας τη βελτίωση αυτού του νομοθετικού πλαισίου».
Ερωτηθείς αν στα νομοσχέδια αυτά μπορούν να γίνουν αλλαγές, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «προφανώς αποτελεί ευθύνη και αρμοδιότητα της Βουλής ως η νομοθετική εξουσία, να διαμορφώσει το τελικό κείμενο κάθε νομοθεσίας. Οι αλλαγές που προτείνονται δεν διαφοροποιούν την ουσία του νομοθετικού πλαισίου, αλλά προτείνονται πολύ συγκεκριμένες επιμέρους, αλλά σημαντικές αλλαγές που βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα του πλαισίου και που μπορούν να γίνουν αποδεκτές».
Σε ερώτηση αν υπάρχει πίεση από πλευράς των εποπτικών Αρχών, είπε «βεβαίως και λειτουργούμε κάτω από έντονη πίεση. Το εποπτικό πλαίσιο σε ολόκληρη την Ευρώπη γίνεται συνεχώς πιο αυστηρό, πιο απαιτητικό και είναι συνεπώς δική μας υποχρέωση να λάβουμε τα δικά μας μέτρα, προκειμένου αυτή η έντονη εποπτική πίεση στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης να μην οδηγήσει είτε σε αποσταθεροποίηση του τραπεζικού μας συστήματος είτε σε υπέρμετρες πιέσεις που τελικά στον δανειολήπτη θα μεταφερθούν».
Πρόσθεσε ότι το νομοθετικό πλαίσιο το 2015 εκσυγχρονίστηκε και τότε οι αλλαγές είχαν γίνει αποδεκτές από την Τρόικα, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι χρειάζονται επιμέρους βελτιώσεις.
Επεσήμανε ότι οι αλλαγές «κατ’ ακρίβεια αποτελούν μέρος και των προϋποθέσεων που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει προκειμένου να εγκρίνει την κρατική ενίσχυση προς τη Συνεργατική και τη σύσταση του φορέα διαχείρισης των ΜΕΔ, επειδή με αυτό τον τρόπο δεν είναι μόνο η σταθερή λειτουργία και η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος που διασφαλίζεται αλλά είναι και η δυνατότητα του κράτους μέσω του φορέα να ανακτήσιε στον μέγιστο δυνατό βαθμό την κρατική ενίσχυση που έχει προσφέρει. Και είναι πράγματι μια από τις προϋποθέσεις, τις δεσμεύσεις που έχουν καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Σε ερώτηση αν συμμερίζεται την άποψη ότι είναι καταστροφικές οι συνέπειες αν δεν υλοποιηθεί η συμφωνία Συνεργατικής και Ελληνικής τράπεζας, είπε ότι «συμμερίζομαι την άποψη που έχει εκφραστεί από την Κεντρική Τράπεζα ότι υπό τις περιστάσεις, και το τονίζω, η συμφωνία είναι η καλύτερη δυνατή, λαμβάνοντας υπόψη πράγματι και το ορατό ενδεχόμενο λήψης εποπτικών μέτρων στην αντίθετη περίπτωση.
Δεν έχω ποτέ ισχυριστεί ούτε η Κυβέρνηση έχει ισχυριστεί ότι πρόκειται για μια καλή συμφωνία την οποία υπό κανονικές συνθήκς θα προωθούσαμε, αλλά είναι μια δύσκολη όμως αναγκαία απόφαση προκειμένου να αποτρέψουμε κινδύνους, να διασφαλίσουμε τις καταθέσεις των συμπολιτών μας, να πραγματοποιήσουμε ένα καθοριστικό βήμα προς την κατεύθυνση της πλήρους σταθεροποίησης του τραπεζικού μας συστήματος, επιχειρώντας μια ρήξη με τις κακές τραπεζικές πρακτικές του παρελθόντος, με κόστος για το δημόσιο, με αυτή τη σημαντική επιβάρυνση του δημόσιου χρέους.
Κόστος, το οποίο, όμως, μπορούμε να ανακτήσουμε εάν, μεταξύ άλλων, προωθήσουμε τις προτεινόμενες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο και αν διασφαλίσουμε ότι η λειτουργία του φορέα θα είναι στη βάση απόλυτα τεχνοκρατικών επαγγελματικών κριτηρίων, χωρίς καμιά εμπλοκή του ιδίου του κράτους».