Περί ψευδών Παραστάσεων, ως αυτές αποτυπώνονται στο Δίκαιο μας

Περί ψευδών Παραστάσεων, ως αυτές αποτυπώνονται στο Δίκαιο μας, κατά το στάδιο της σύναψης σύμβασης

Το νομικό ζήτημα της σύναψης σύμβασης συνεπεία ψευδών παραστάσεων διέπεται από τα άρθρα 18 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου , τα οποία προνοούν τα κάτωθι:

18. “Ψευδής παράσταση” περιλαμβάνει:

(α) τη θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς παρόλο ότι το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές~
(β) κάθε παράβαση καθήκοντος, η οποία, χωρίς πρόθεση εξαπάτησης, επιφέρει όφελος στον υπαίτιο ή σε οποιοδήποτε ο οποίος αξιώνει μέσω αυτού, με την παραπλάνηση άλλου προς βλάβη αυτού ή προς βλάβη οποιουδήποτε που αξιώνει μέσω αυτού~
(γ) την πρόκληση, έστω και ανυπαίτια, πλάνης ως προς την ουσία του αντικειμένου της συμφωνίας σε μέρος αυτής

19.-(1) Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

(2) Ο συμβαλλόμενος, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε συνεπεία απάτης ή ψευδούς παράστασης, δύναται αν θεωρεί αυτό σκόπιμο, να εμμείνει στην εκπλήρωση της σύμβασης και να αποκατασταθεί στη θέση που θα βρισκόταν αν οι παραστάσεις που έγιναν ήταν αληθείς.

(3) Αν η συναίνεση αυτή παρασχέθηκε συνεπεία ψευδούς παράστασης ή τήρησης σιωπής, που συνιστά απάτη εντός της έννοιας του άρθρου 17, η σύμβαση, παρόλα αυτά, δεν είναι ακυρώσιμη, αν το μέρος του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό, ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια.

(4) Απάτη ή ψευδής παράσταση η οποία δεν προκάλεσε τη συναίνεση προς σύναψη σύμβασης του μέρους επί του οποίου ασκήθηκε η απάτη, ή στο οποίο έγινε η ψευδής παράσταση, δεν καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη.

Βοηθητικό της πιο πάνω έννοιας είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Chitty on Contracts , όπου αναφέρονται τα εξής: “Inducement. It is essential if the misrepresentation is to have legal effect that it should have operated in the mind of the representee. It follows that if the misrepresentation did not affect the representee’s mind, because he was unaware that it had been made, or because he was not influenced by it, or because he knew that it was false, he has no remedy. Thus in Horsfall v. Thomas a seller delivered to a buyer a gun which was defective, for after being fired, it exploded and the buyer was injured; the buyer had not examined the gun, but he alleged that the sale had been procured by fraudulent misrepresentation and that the defect had been concealed. The court rejected his claim, because, as the buyer had never examined the gun, an attempt to conceal the defect, If such an attempt had been made, had had no effect on his mind. An action for breach of the implied terms as to quality and fitness would probably lie in such circumstances today. Where an estate agent’s particulars misrepresented the size of a garage, and the buyer had examined the whole property thoroughly on two separate occasions, it was held that the misrepresentation had had no effect.”

Στην βάση του πιο πάνω συγγραφικού δεδομένου, τα Κυπριακά Δικαστήρια, ακολουθούν την οδό αυτή και συγκεκριμένα, σε απόφαση του 1996 , λέχθηκαν τα εξής από τον Νικολάου, Δ.: “Είναι κατ’ αρχήν αξιοσημείωτο το ότι η εφεσίβλητη, παρά τις αιτιάσεις που διατύπωσε, ποτέ δεν έθεσε τέρμα στη σύμβαση προτού εγκαταλείψει το κατάστημα στο τέλος Νοεμβρίου. Τουναντίον, ακόμη και μετά που παρουσιάστηκε το πρόβλημα πρόσβασης κατά τον Αύγουστο, όχι μόνο παρέμεινε στο κατάστημα αλλά και, όπως προκύπτει από ανταλλαγείσα αλληλογραφία, ρητά αποδέχθηκε συνέχιση της ενοικίασης. Τελικά τη σύμβαση την τερμάτισε η εφεσείουσα οπότε η εφεσίβλητη παρέδωσε κατοχή χωρίς, όπως είπαμε, να καταβάλει τρία δεδουλευμένα ενοίκια συνολικού ύψους £300,-. [. . . ]

Παράσταση μη ανταποκρινόμενη προς την πραγματικότητα, που οδηγεί στη σύναψη σύμβασης, αποτελεί λόγο για ακύρωση της σύμβασης από το αθώο μέρος, όπως το ίδιο αποτελεί λόγο για ακύρωση και παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης. Η σύμβαση δεν είναι άκυρη εξ υπαρχής. Το αθώο μέρος έχει δικαίωμα επιλογής. Όπου όμως επιλέγει τη συνέχιση της ισχύος της σύμβασης, τότε δεν μπορεί παρά να αποδώσει στο άλλο μέρος ό,τι εκείνο δικαιούται δυνάμει της σύμβασης”.

Οι αρχές που διέπουν το θέμα εκτίθενται αναλυτικά στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Johnson and another v. Agnew . Οι ίδιες αρχές εφαρμόστηκαν και στην Κύπρο σε αριθμό υποθέσεων. Είναι αρκετό εδώ να αναφέρουμε την τελευταία επί του θέματος στην οποία γίνεται και αναφορά στην ανωτέρω Αγγλική απόφαση. Πρόκειται για την A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. Edwards και Άλλης . Προχωρώντας από αυτές τις αρχές προς ό,τι συγκεκριμένα διαμορφώθηκε στην παρούσα υπόθεση, χρήσιμη είναι και η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους .

Τούτο επομένως που καθίσταται σαφές είναι πώς, το αναίτιο μέρος καλείται να επιλέξει εάν θα θεωρηθεί η σύμβαση, κάτω από αυτά τα δεδομένα, ως ακυρώσιμη και άρα το κάθε μέρος, να μετέχει των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ