Περί βιασμού ο λόγος σήμερα

‘Ίσως από τα πια απαξιωτικά για την γυναικεία φύση, υπόσταση και αξιοπρέπεια εγκλήματα.

Όταν όμως καλούμαστε, ως Λειτουργοί της Δικαιοσύνης, εν τη ευρεία εννοία, να συμβάλουμε στα της απονομής της Δικαιοσύνης και κυρίως το Σεβαστό Δικαστήριο, ακολουθεί πάγια νομολογημένες αρχές.

Όπως και στην προκείμενη, καθοδήγηση παρέχει η απόφαση στην υπόθεση Κeith Billam & Others (1986). Ο Lord Chief Justice αναφέρει τα ακόλουθα: «Για βιασμό ο οποίος διαπράττεται χωρίς οποιονδήποτε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα, σε μία υπόθεση μετά από ακρόαση πρέπει να λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας ποινής τα πέντε χρόνια φυλάκισης.

Όταν ο βιασμός διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού, ή όταν υπήρξε παραβίαση εισόδου στον τόπο διαμονής του θύματος ή από πρόσωπο που είχε ευθύνη απέναντι του θύματος ή από πρόσωπο που έχει απαγάγει το θύμα και το κρατά αιχμάλωτο, η αφετηρία ποινής πρέπει να είναι οκτώ χρόνια. Στο ύψιστο σημείο της κλίμακος ποινής κατατάσσεται συμπεριφορά κατηγορουμένου η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολλαπλός βιασμός (campaign of rape) έναντι αριθμού γυναικών. Αντιπροσωπεύει ασυνήθη κίνδυνο και ποινή 15 χρόνων είναι πιο κατάλληλη. Όταν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου παρουσιάζει ψυχοπαθητικές τάσεις ή σοβαρή διατάραξη προσωπικότητας και είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τις γυναίκες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η ποινή ισόβιας κάθειρξης δεν θα είναι ακατάλληλη.

Το έγκλημα, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρείται ότι ενέχει επιβαρυντικά στοιχεία, όταν συντρέχει ένας από τους πιο κάτω παράγοντες:

I. Η βία που χρησιμοποιήθηκε είναι υπερβολική
II. Όταν χρησιμοποιείται όπλο (weapon) για εκφοβισμό ή πρόκληση βλάβης στο θύμα
III. Όταν ο βιασμός επαναλαμβάνεται
IV. Όταν έχει προσεκτικά σχεδιασθεί
V. Όταν ο κατηγορούμενος έχει προηγούμενες καταδίκες για βιασμό ή άλλα σεξουαλικά αδικήματα ή αδικήματα βίας
VI. Όταν το θύμα έχει υποβληθεί σε σεξουαλικό εξευτελισμό
VII. Το θύμα είναι πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο
VIII. Οι επιπτώσεις στο θύμα (ψυχικές ή σωματικές) είναι ιδιαζούσης σοβαρότητας

Εφόσον, ένας ή περισσότεροι από τους πιο πάνω παράγοντες συντρέχουν, η ποινή πρέπει να είναι ουσιωδώς υψηλότερη από το αφετηριακό σημείο.

Η περαιτέρω ταλαιπωρία (distress) του θύματος σε περίπτωση που δώσει μαρτυρία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραδοχή, ίσως περισσότερο από άλλα αδικήματα, θα πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να έχει ως αποτέλεσμα κάποια έκπτωση από την ποινή που θα επιβαλλόταν. Το ύψος της έκπτωσης αυτής βεβαίως ερείζεται σ΄όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας καταδίκης σε περίπτωση ακρόασης. Το γεγονός ότι το θύμα δύναται να θεωρηθεί ότι είχε εκθέσει τον εαυτό της στον κίνδυνο με το να συμπεριφερθεί ασύνετα (όπως να αποδεχθεί από άγνωστο πρόσωπο να την μεταφέρει με το αυτοκίνητο) δεν είναι ελαφρυντικό στοιχείο. Οι προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες του θύματος επίσης δεν είναι σχετικός παράγοντας. Αλλά εάν το θύμα έχει συμπεριφερθεί με τρόπο ο οποίος εύλογα θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι θα οδηγήσει τον κατηγορούμενο στο να πιστεύει ότι θα αποδεχόταν την συνουσία, τότε αυτό είναι ελαφρυντικό για την ποινή. Προηγούμενος καλός χαρακτήρας δεν είναι παρά περιορισμένης σχετικότητας.»

Στην υπό κρίση περίπτωση, το Εφετείο είχε ενώπιον του επιπλέον επιβαρυντικά στοιχεία (ομοίως και το Κακουργιοδικείο) όπως μεταξύ άλλων, του θέματος της παραβίασης της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και ασθενούς, η οποία από μόνη της είναι άκρως επιβαρυντικός παράγοντας . Επιβαρυντικός παράγοντας ήταν επίσης ο προσεκτικός σχεδιασμός των ενεργειών του Εφεσείοντος, ο οποίος σχεδιασμός άπτετο και είχε πλήρη συνάφεια με σοβαρά ψεύδη και παραπλανήσεις με τις οποίες οδηγούσε τα θύματα του με το δόλιο τρόπο της νάρκωσης σε εγχειρήσεις που δεν χρειάζονταν. Η αχρείαστη νάρκωση από μόνη της είναι σοβαρή επέμβαση επί του σώματος των θυμάτων.

Ακόμη, ο περαιτέρω σεξουαλικός εξευτελισμός συνέτρεχε ως επιβαρυντικός παράγοντας των θυμάτων και μεταξύ αυτών αλλά και άλλων δεδομένων το Εφετείο θεώρησε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έσφαλε επί καμίας πτυχής που αφορούσε την επιμέτρηση της ποινής. Αποτέλεσμα αυτού ήτο όπως η έφεση απορριφθεί.

ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ