Την επιβολή της θανατικής ποινής, αν και εφόσον προβλέπεται, ζήτησε από το δικαστήριο της Τουρκίας ο μακελάρης του κλαμπ Ρέινα, ο οποίος αφαίρεσε τη ζωή σε ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 69, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Αμπντουλχαντίρ Μασαρίποφ παρουσιάστηκε στο δικαστήριο κατά την σημερινή διαδικασία της δίκης του, δηλώνοντας ότι «αν μου επιβάλετε τη θανατική ποινή, θα ήταν υπέροχα». Ο Ουζμπέκος θέλει προφανώς να γίνει «μάρτυρας», ωστόσο υποστήριξε πως «δεν νομίζω πως έδρασα ενάντια στην Τουρκία. Δεν έκανα κάτι κατά της Τουρκίας. Πήρε εκδίκηση. Δεν μετανιώνω για όσα έκανα. Ήταν αντίποινα».
Ο Μασαρίποφ ομολόγησε ότι έλαβε την εντολή από τον Γιασέρ Μοχάμεντ Σαλέμ Ραντόβν, πιο γνωστό στους τρομοκρατικούς κύκλους ως Αμπού Τζιχάντ. «Δεν μου έδωσε καμία πληροφορία για τον κόσμο που θα υπήρχε εκεί μέσα. Από που θα προέρχονταν ή ποια θα ήταν η θρησκεία τους», τόνισε χαρακτηριστικά.
Είπε επίσης ότι εκπαιδεύτηκε στο Jihad and Community στο Αφγανιστάν, το οποίο ανήκει στους Ταλιμπάν, λέγοντας ότι «μπήκα στο κλαμπ, αφού πρώτα είχα σκοτώσει έναν αστυνομικό. Άνοιξα πυρ με καλάσνικοφ μέσα στον κόσμο. Όταν μου τελείωσαν οι σφαίρες, πέταξα χειροβομβίδες. Η τρίτη έσκασε στο πρόσωπό μου, αλλά δεν σκοτώθηκα».
Το ενδεχόμενο επαναφοράς της θανατικής ποινής εξετάζεται εδώ και καιρό από την τουρκική κυβέρνηση. Η συζήτηση γιγαντώθηκε μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016. Ενόψει των αλλαγών στο σύνταγμα της χώρας και του δημοψηφίσματος, το συγκεκριμένο μέτρο έχει «παγώσει».
Με την περίπτωση του αμετανόητου μακελάρη, ωστόσο, δεν αποκλείεται να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο και να επηρεάσει τον κόσμο και τους πολιτικούς.
Ο Μασαρίποφ συνελήφθη μετά από περιπετειώδη επιχείρηση της τουρκικής αστυνομίας στις 16 Ιανουαρίου, στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τρεις γυναίκες. Κατά τη σύλληψή του αντιστάθηκε, με συνέπεια οι αστυνομικοί να τον χτυπήσουν και να τον ακινητοποιήσουν στο έδαφος. Λίγα 24ωρα νωρίτερα, είχε καταφέρει να διαφύγει μαζί με τον 4χρονο γιο του από συνοικία της Πόλης, πριν η αστυνομία εισβάλει στο διαμέρισμα που κρυβόταν.