Pictet: H ελβετική τράπεζα των super rich

Στη “μυθολογία” των ιδιωτικών τραπεζών, η Banque Pictet & Cie SA έχει ιδιαίτερη μνεία. Εδώ και πάνω από δύο αιώνες, η ελβετική τράπεζα έχει πελάτες τους πάμπλουτους, ενώ ηγέτες της είναι ένα μικρό γκρουπ ανδρών που την κάνει το πιο αποκλειστικό “boys club” μετά το Βατικανό.

Κατά τη διάρκεια όλης της ιστορίας της, μόλις 43 άνδρες, όλοι τους Καυκάσιοι, έχουν γίνει managing partners της Pictet. Από το “άνδρο” τους στη Γενεύη, διαχειρίζονται πάνω από $662 δισ περιουσιών.

Παρόλα αυτά, τα τελευταία έτη, επικρατεί ένα νέο trend στην Pictet, που αποσαθρώνει τα θεμέλιά της: στελέχη-κλειδί έχουν αρχίσει να αποχωρούν. Mέσα στο 2019, δώδεκα σημαντικά στελέχη του τομέα διαχείρισης πλούτου, αποχώρησαν, διακυβεύοντας περιουσίες δισεκατομμυρίων.

Στην καρδιά της σύγκρουσης αυτής έγκειται μια διαφορά κουλτούρας. Οι “παλιοί” δεν αρέσκονταν στην πρόσφατη “φουρνιά” των νεοπροσληφθέντων στελεχών, ιδιαίτερα λόγω της ανάγκης για διαχείριση της μαζικής αύξησης περιουσιών στην Ασία και την αυξημένη ανταγωνιστικότητα από τις UBS Group και HSBC Holdings.

Για άλλα μέλη της τράπεζας, η αλλαγή κουλτούρας αυτή αργούσε υπερβολικά. Αρκετά νέα στελέχη αποχώρησαν εκνευρισμένα.

Συνεντεύξεις με δώδεκα άτομα που γνωρίζουν το πως λειτουργεί η Pictet αναφέρουν πως η τράπεζα βρίσκεται σε σταυροδρόμι, ενώ υπογραμμίζουν πως πρέπει να αλλάξει στρατηγική έτσι ώστε να επιβιώσει. Αυτό σημαίνει αύξηση του ρίσκου και αλλαγή των πελατειακών σχέσεών της.

Aυτό, προφανώς, μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο για όσα στελέχη έχουν συνηθίσει την τακτική της προσοχής και της μυστικότητας η οποία είναι και θεμελιώδης αρχή της Pictet εδώ και αιώνες. Παρόλα αυτά, η αλλαγή έχει επιφέρει την ανάγκη για την αναδιάρθρωση αυτών των πεπαλαιωμένων τεχνικών και την επέκταση της τράπεζας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αν και το ποσοστό της “φθοράς”, δηλαδή των χαμένων στελεχών βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 2,8%, η απώλεια των πεπειραμένων στελεχών έχει αποτελέσει σημείο ανησυχίας για την επιχείρηση. Τα λοιπά στελέχη εξεπλάγησαν από τις αποχωρήσει αυτές και κάλεσαν τους εργαζόμενους προς συνάντηση στα τέλη του 2019, έτσι ώστε να καταλάβουν τί ακριβώς συμβαίνει.

Καθήμενοι σε αυστηρά τοποθετημένες κατηγορίες θέσεων γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι στην αίθουσα συνεδριάσεων, όπως ακριβώς συνηθίζουν αρκετές φορές την εβδομάδα, τα στελέχη μίλησαν για τα προβλήματα, τις αντιμαχίες και την πιθανή ανάκαμψη.

«Η Pictet βρίσκεται μεταξύ δύο κόσμων», ανέφερε ο Πέντρο Αραούχο του University of Fribourg. «Αυτή τη στιγμή “πατούν” στον παλιό κόσμο της ελίτ των τραπεζών της Γενεύης, ενώ μπροστά τους βρίσκεται η παγκόσμια τραπεζική κοινότητα, στην οποία θέλουν να ανήκουν και να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως μοντέρνοι, αλλά όχι υπερβολικά μοντέρνοι. Οι δύο αυτοί κόσμοι πρόκειται σύντομα να συγκρουστούν».

Αν και η Pictet βασίζεται στην παράδοση, τα τελευταία χρόνια δεν έχει παραμείνει “κουφή” στην ανάγκη για αλλαγή. Η εταιρεία άλλαξε τη νομική της υπόσταση μετά την άρση της τραπεζικής μυστικότητας το 2014. Ενα από τα στελέχη της, ο Ρεμί Μπεστ είχε ήδη αναδιαρθρώσει τον τομέα asset management της τράπεζας και βάλθηκε να αλλάξει και τον τομέα της διαχείρισης πλούτου, την “καρδιά” της Pictet.

Αυτό σήμαινε και προσέλκυση νέων ταλέντων. Ο Μπόρις Κολάρντι, ο οποίος έφυγε το 2018 από την “νέμεσις” της Pictet, Julius Baer, και “άλλαξε στρατόπεδο”, είναι πολύ διαφορετικός από το “κλασικό” στέλεχος της Pictet. Eνας μπον βιβάν, ο 46χρονος “αστέρας” Κολάρντι επέφερε μια εγκαρδιότητα στην Pictet η οποία μέχρι τότε υποστήριζε την ομοιομορφία αντί της ιδιαιτερότητας. Αντιθέτως, ο Κολάρντι πολλές φορές αγκαλιάζει τους συνεργάτες του ενώ πολλές φορές βγάζει το σακάκι του, ή παραπονιέται για τη γραβάτα του. H άνοδός του στην Pictet ως συνεργάτης δεν τον έκανε μόνο έναν από τους νεότερους συνεργάτες στην ιστορία της εταιρείας, αλλά και άλλαξε την ιστορική παράδοση που ήθελε τα στελέχη να είναι κυρίως απόγονοι οικογενειών στελεχών.

O Koλάρντι είναι άξιος συνεχιστής του Μπεστ, ο οποίος και τον γνώριζε προσωπικά πριν τον παρουσιάσει στους συνεργάτες. Επίσης, ο Κολάρντι είναι εξπέρ και στις αγορές της Ασίας, στις οποίες η Pictet ήθελε να επεκταθεί, λόγω των νέων δισεκατομμυρίων οι οποίοι θέλουν προφανώς να κληροδοτήσουν τη νέα γενιά.

Αλλά ο Κολάρντι έπρεπε να προσαρμοστεί και στη νέα πραγματικότητα πως δεν ήταν πια το αφεντικό. Αντιθέτως, τώρα είναι μία φωνή εν μέσω 7, όπου οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται ομοφώνως. Οι εβδομαδιαίες συναντήσεις έχουν πρόεδρο τον senior partner Ρενό ντε Πλάντα.

Δεδομένου πως τα στελέχη έχουν “μέσο όρο θητείας” 20ετίας , η συνεργατικότητα είναι το ενωτικό στοιχείο μεταξύ των στελεχών. Αυτό, όμως, δεν σταμάτησε τον Κολάρντι στο να ριχτεί στη δουλειά. Μέσα σε μόλις ένα έτος, 100 “ακόλουθοί” του τον ακολούθησαν στην Pictet, συμπεριλαμβανόμενων και των ομάδων που ασχολούνται με τη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή.

Ο Κολάρντι έχει επίσης ασχοληθεί και με την ολική αναδιάρθρωση της πλατφόρμας επενδύσεων και trading, αντικαθιστώντας πολλούς από τους μάνατζερ χαρτοφυλακίων με νέα, νεότερα μέλη.

Μέχρι το τέλος του 2020, οι τραπεζίτες της Pictet αριθμούσαν τους 1098 σε σχέση με τους 740 πέντε χρόνια νωρίτερα.

Οι αλλαγές αντιστοιχούν με αυτές που ο Κολάρντι εφήρμοσε στην Julius Baer. Μέσα σε μια δεκαετία, έδωσε ώθηση στην ιστορική ιδιωτική τράπεζα, επεκτείνοντάς τη από το Σάο Πάολο μέχρι τη Σιγκαπούρη, διπλασιάζοντας τα assets της. Παρά την μετεωρική του άνοδο, ο Κολάρντι, όπως ο ίδιος αναφέρει, παρέμεινε «ένας απλός υπάλληλος». Στην Pictet, όμως, του δίνεται η ευκαιρία να γίνει ένας μεγάλος επενδυτής με περισσότερη ευχέρεια κινήσεων, χωρίς να ανησυχεί για την καθημερινότητα μιας εισηγμένης επιχείρησης.

Ως συνεργάτης στην Pictet, ανήκει σε μία σταθερή επιχείρηση, η οποία προσφέρει στους κατόχους της 500 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα σε κέρδη ετησίως.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι συνεργάτες είναι πως -εάν θέλουν να επεκταθούν- θα πρέπει να κάνουν “επιθετικό” άνοιγμα προς την Ασία, το επίκεντρο της δημιουργίας πλούτου. Παρόλα αυτά, αυτό σημαίνει και την αποδοχή των αυξημένων ρίσκων. Ο Κολάρντι θέλει να ωθήσει την Pictet στο Top 10 των ιδιωτικών τραπεζών της Ασίας. Προς το παρόν, η Pictet αναμένει πελάτες οι οποίοι θέλουν μια επενδυτική τακτική χωρίς ρίσκο.

Ο Κολάρντι ανέθεσε στον Φονγκ Σενγκ Τι, έναν τραπεζίτη που γνώριζε προσωπικά κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Credit Suisse Group, ως τον επκεφαλής του ασιατικού τομέα της τράπεζας αντικαθιστώντας τον παρόντα διευθυντή σε μια πιο “διακοσμητική” θέση. Επίσης προσέφερε θέση και σε πρώην συνεργάτη του στη Julius Baer αναθέτοντάς του τη περιοχή της Μέσης Ανατολής, αντικαθιστώντας το πρώην στέλεχος που ασχολούταν με τη διαχείριση πλούτου στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή.

Aν και η Pictet έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, έχει προς το παρόν αποφύγει τις ριζικές αναδιαρθρώσεις που ακολουθούν άλλες γνωστές επιχειρήσεις όπως η Goldman Sachs Group και Lazard Ltd.

Η Pictet μπορεί να είναι μικρότερη σε σχέση με τους εισηγμένους ανταγωνιστές, αλλά έχει πολύ μεγάλη κερδοφορία. Η Pictet είχε αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων άνω του 40%, κάτι πρωτάκουστο για άλλη μοντέρνα τράπεζα. Αν και το ποσοστό αυτό μειώθηκε τα τελευταία χρόνια μεταξύ του 16% και 21%, ξεπερνά τα αντίστοιχα ποσοστά των UBS, Credit Suisse και Julius Baer.

Η αλλαγή της νομικής της υπόστασης το 2014 ξαφνικά απέφυγε το ρίσκο ζημιών που επωμίζονταν οι συνεργάτες. Ξαφνικά, η Pictet έπρεπε να δηλώνει δημόσια τα δεδομένα της και να αντιμετωπίσει την οργάνωσή της η οποία πολλάκις έδινε προτεραιότητα στις προσωπικές σχέσεις παρά τη συστηματική οργάνωση. Μέχρι τότε, δεν ήταν ανήκουστο πως οι τραπεζίτες είχαν τη δική τους μοναδική προσέγγιση προς τους πελάτες τους. Πολλές φορές, αρκετοί εργαζόμενοι δεν είχαν καν συμβόλαιο εργασίας, προτιμώντας την ιστορική και παραδοσιακή πατρική συνταγή της επιτυχίας της Pictet.

Ο Ρεμί Μπεστ, πρώην στέλεχος της McKinsey, ο οποίος ήταν συνηθισμένος στην οργάνωση, έφερε την τράπεζα στον 21ο αιώνα. Μετά από τον τομέα του asset management, ο Μπεστ προσηλώθηκε στο wealth management και “ζύγισε” τους πελάτες οι οποίοι δεν επέφεραν κέρδη, και άλλους οι οποίοι είχαν περισσότερα να δώσουν.

Η προσέγγιση του Μπεστ προκάλεσε αναταράξεις μεταξύ των στελεχών. Οι προσωπικές σχέσεις αντικαταστάθηκαν με τη στατιστική και τα στοιχεία. Μερικοί τραπεζίτες έχασαν πελάτες σε νέους τομείς που προσηλώνονταν στην ανάπτυξη σχέσεων σε συγκεκριμένες περιοχές. Αυτό, προφανώς, δημιούργησε προβλήματα σε μία τράπεζα όπου ο πρώην managing partner Νικολά Πικτέ είχε κάποτε πει στους εργαζόμενούς του πως η διατήρηση ενός πελάτη ήταν πιο σημαντική από το κέρδος. Η εταιρεία έχει πια αλλάξει από αυτό που ήταν.

Παρόλα αυτά, ως ιδιωτική εταιρεία, διαφέρουν από τις κοινές τράπεζες. Τα κέρδη των συνεργατών βασίζονται σε μυστικό υπολογισμό. Κάθε φορά που εισέρχεται νέος συνεργάτης, πρέπει να επενδύει στην τράπεζα, κάτι που γίνεται μέσω δανείου των υπαρχόντων συνεργατών προς τον νέο, με την αποπληρωμή του δανείου να γίνεται σταδιακά. Ενας αποχωρών συνεργάτης πρέπει να αρχίσει να πουλά το μερίδιό του στην εταιρεία στους συνεργάτες. Προς την υποστήριξη αυτής της “παλιρροϊκής” κίνησης, η τράπεζα έχει ως στόχο την απόδοση της τάξης του 20%.

Ο στόχος αυτός γίνεται ολοένα και δυσκολότερος λόγω αυξημένου ανταγωνισμού και κόστους συμμόρφωσης με τους κανόνες των ρυθμιστικών αρχών. Οταν η απόδοση μειώνεται υπό του 20%, οι εργαζόμενοι το “νιώθουν” στις τσέπες τους, αφού οι μισθοί τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τα ετήσια στοιχεία της τράπεζας. Αυτό, προφανώς, έχει οδηγήσει και σε αυξημένo διχασμό μεταξύ των συνεργατών και των απλών υπαλλήλων, με τους πρώτους να απολαμβάνουν τα κλασικά και σταθερά τους κέρδη.