Του Αναστάση Θεοχαρίδη*
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει και σε παλαιότερες μας αναρτήσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποκλειστική εξουσία, να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, βάσει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με το προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus, το Δικαστήριο έχει την διακριτική εξουσία και/ή ευχέρεια να ελέγξει τη νομιμότητα μιας κράτησης. Επί του πρακτέου, διατάσσεται η προσαγωγή ενός κρατουμένου ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, με σκοπό να διεξαχθεί έρευνα για τα αίτια της φυλακίσεως ή κρατήσεώς του. Εάν το Δικαστήριο καταλήξει ότι δεν είναι βάσιμοι και/ή νόμιμοι οι λόγοι κράτησης ενός ατόμου, τότε διατάζει την άμεση απόλυση του.
Θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι αρχές και οι Δικονομικές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για την έκδοση του εν λόγω προνομιακού εντάλματος, είναι πανομοιότυπες με τις αντίστοιχε αρχές του Αγγλικού δικαίου – Σχετική υπόθεση η In Re Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302.
Στην περίπτωση όπου το προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus στοχεύει να ρυθμίσει θέματα γονικής μέριμνας και επομένως εμπλέκονται ανήλικοι, η όλη διαδικασία υπακούει στις πρόνοιες και/ή κανόνες που ισχύουν για τις αιτήσεις αστικής υφής – Σχετική απόφαση η Barnardo v. Ford [1892] A.C. 326.
Επομένως, καθίσταται ξεκάθαρο ότι πρόσωπο δύναται να επανακτήσει την επιμέλεια τέκνου, όταν αυτό κρατείται παράνομα από κάποιο τρίτο πρόσωπο και/ή Ίδρυμα. Υπό τέτοιες περιστάσεις, το προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus, έχει ως στόχο την άρση της παράνομης κράτηση του ανήλικου, η οποία εκλαμβάνεται ως παράνομη φυλάκιση και/ή στέρηση ελευθερίας – Σχετική υπόθεση η R. v. Clarke (1857) 7 E + B 186.
Ο σημαντικότερος παράγοντας σε τέτοιου είδους διαφορές, και ο οποίος θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη, είναι η ηλικία του ανηλίκου. Όταν η ηλικία του ανηλίκου είναι τέτοια, έτσι ώστε ο ανήλικος να δύναται να αντιλαμβάνεται την σοβαρότητα της κατάστασης, η άποψη και/ή επιθυμίες του ανηλίκου, θα πρέπει να συνεκτιμώνται σοβαρά από το Δικαστήριο. Σύμφωνα με τη νομολογία, ανήλικος δύναται να λαμβάνει ορθές επιλογές για τον εαυτό του, τα μεν αγόρια, στην ηλικία των 14 χρονών, τα δε κορίτσια, στην ηλικία των 16 χρονών – Σχετική υπόθεση η R. v. Howes (3 El. & El. 332).
Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη και τις επιθυμίες του ανηλίκου, απολαμβάνει και νομοθετικής κάλυψης, στο άρθρο 12 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (243/90), το οποίο και παραθέτεται αυτούσιο –
“Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να εγγυώνται στο παιδί που είναι ικανό για σχηματισμό δικής του γνώμης το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το ενδιαφέρει, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού σύμφωνα με την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητας του.”
Σύμφωνα με τις καθιερωμένες πλέον νομολογιακές αρχές περί γονικής μέριμνας, οι γονείς δύνανται να απολέσουν
την επιμέλεια ανήλικου τέκνου, αν το Δικαστήριο καταλήξει ότι η συμπεριφορά τους έναντι του τέκνου, ήταν ανήθικη. Λόγος απώλειας της γονικής μέριμνας ανηλίκου, συντρέχει και όταν οι γονείς με τις πράξεις και/ή παραλείψεις τους, έχουν απεμπολήσει τη γονική τους εξουσία.
Το συμφέρον του ανήλικου τέκνου, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, τον οποίο το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη και να προσμετρήσει, προτού αποφασίσει ποιος τελικά θα ασκεί την γονική μέριμνα. Η εν λόγω υποχρέωση του Δικαστηρίου κατοχυρώνεται και νομοθετικά, στις πρόνοιες του άρθρου 6 (2) (α) του Νόμου 216/90.
Αναφορικά με το άρθρο 6 (3) του Νόμου 216/90 και την συνεπακόλουθη υποχρέωση του Δικαστηρίου να συνεκτιμά την άποψη του ανήλικου τέκνου, κρίνονται ως καθοριστικής σημασίας οι αναφορές του πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αξιότιμου κου Πική, στην υπόθεση Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 A.A.Δ. 130:
«Οι πρόνοιες του άρθρου 6(3) του Νόμου 216/90 επιτάσσουν την αναζήτηση της γνώμης των ανηλίκων, εφόσον έχουν την ωριμότητα να διαμορφώσουν γνώμη, πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης σχετικά με τη γονική τους μέριμνα».
*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος