Το σκεπτικό των Βρετανών πίσω από πολλές αποφάσεις τους κατά την περίοδο του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ, καθώς και το περιεχόμενο επαφών και εκτιμήσεών τους αποκαλύπτει η έβδομη δόση των αρχείων αποικιακής διοίκησης από το Φόρεϊν Όφις που αποχαρακτηρίζονται σήμερα. Τα γνωστά ως «απόδημα» ή «ξεχασμένα» αρχεία προέρχονται κυρίως από την περίοδο 1956-1959.
Αποτίμηση αντιμετώπισης ΕΟΚΑ – Παραδοχή αποτυχίας
Προς τα τέλη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ ο ταξίαρχος Τζορτζ Μπέικερ επιφορτίστηκε με τη σύνταξη έκθεσης που θα αποτιμούσε την αντιμετώπισή του από τις βρετανικές αρχές.
Το ερώτημα που ετίθετο, όπως σημείωνε ο υποστράτηγος Ντάρλινγκ, διευθυντής Επιχειρήσεων στην Κύπρο από το 1958, ήταν «γιατί η ΕΟΚΑ που ήταν στα πρόθυρα της ήττας το Μάρτιο του 1957 κατάφερε μία θεαματική ανάκαμψη παρά το γεγονός ότι μεγάλες δυνάμεις και μία ισχυρή μηχανή εξουσιών ήταν στη διάθεση της διοίκησης». Ο Ντάρλινγκ σημείωνε ότι το Μάρτιο του 1957 η ΕΟΚΑ είχε υποχρεωθεί σε εκεχειρία λόγω της δύσκολης κατάστασής της. Ο Γρίβας εκείνη την περίοδο όμως διεύρυνε τη βάση στήριξης της ΕΟΚΑ «με εκφοβισμό και βαθιά διείσδυση στην αστυνομία, την εκπαίδευση, τις δημόσιες υπηρεσίες και τον πληθυσμό γενικά». Επίσης ενίσχυσε την ασφάλεια της οργάνωσής του. «Στην ουσία άλλαξε τις τακτικές του πιο γρήγορα από όσο εκτιμήσαμε», παρατηρούσε ο Βρετανός υποστράτηγος.
Έως το 1957 ο Ντάρλινγκ θεωρούσε ότι η μηχανή πληροφοριών ασφαλείας ήταν επαρκής, αλλά «δεν ήταν εξοπλισμένη τεχνικά ή οργανωτικά για να νικήσει το υψηλά οργανωμένο υπόγειο κίνημα πριν οι δραστηριότητές του αποκτήσουν ρίζες το καλοκαίρι του ‘58». Ο Βρετανός στρατιωτικός πρόσθετε ότι οι διακοινοτικές ταραχές είχαν αποσπάσει τη βρετανική προσοχή από την ΕΟΚΑ. Πάντως σημείωνε ότι προς το 1959 η κατάσταση είχε αλλάξει με τη συνδρομή της βρετανικής κυβέρνησης και την αναδιάταξη της επιχείρησης των πληροφοριών ασφαλείας μέχρι τη στιγμή των συνομιλιών της Ζυρίχης. Εκείνη τη στιγμή, ανέφερε ο υποστράτηγος Ντάρλινγκ, οι Βρετανοί ήταν σε θέση να καταφέρουν στην ηγεσία της ΕΟΚΑ ένα μοιραίο χτύπημα.
Η ίδια η έκθεση του ταξίαρχου Τζορτζ Μπέικερ επισήμαινε μεταξύ άλλων ότι εμπόδιο στη σωστή αστυνόμευση της Κύπρου ήταν η αρχικά μικρή διάρκεια της θητείας των Βρετανών που υπηρετούσαν στην αστυνομία του νησιού, που δεν τους επέτρεπε να εγκλιματιστούν. Παρατηρούσε επίσης ότι είχε υπάρξει δυσκολία και χρονοτριβή στην οργάνωση ενός λειτουργικού συστήματος πάταξης της λαθραίας εισαγωγής όπλων στην Κύπρο και όταν αυτό εφαρμόστηκε είχαν τερματιστεί οι εχθροπραξίες. Η έκθεσε πρόσθετε ότι υπήρχαν πολλές ξεχωριστές μονάδες ασφαλείας και έλειπε ο απαιτούμενος στενός συντονισμός τους.
Παράλληλα ο ταξίαρχος Μπέικερ σημείωνε ότι είχε γίνει πολύ αργά η κατάλληλη οργάνωση των υπηρεσιών πληροφοριών ασφαλείας και συχνά οι πληροφορίες αξιοποιούνταν υπερβολικά βιαστικά χωρίς το μέγιστο αποτέλεσμα. «Αν λαμβάνονταν πιο νωρίς μέτρα συντονισμού που ελήφθησαν μόλις τον Ιούλιο του 1958 θα είχε καταστεί δυνατό να χτιστεί ένας πιο αποτελεσματικός και δραστήριος μηχανισμός πληροφοριών ασφαλείας», αναφερόταν χαρακτηριστικά. Ο Τζορτζ Μπέικερ σημείωνε τέλος ότι είχε επιτραπεί στον κυπριακό Τύπο «να ανακινεί το μίσος κατά των Βρετανών» χωρίς κανέναν έλεγχο. Όπως σχολίαζε ο συντάκτης της έκθεσης, «σχεδόν χωρίς εξαίρεση επετράπη στα ΜΜΕ να συνιστούν σημαντικό τμήμα της “τρομοκρατικής” μηχανής». Πρόσθετε πάντως ότι η λογοκρισία είναι πάντα δίκοπο μαχαίρι.
Συνοψίζοντας τα διδάγματα από τα γεγονότα στην Κύπρο με αφορμή την έκθεση Μπέικερ, ο κυβερνήτης σερ Χιου Φουτ ανέφερε σε δικό του σημείωμα ότι το πιο προφανές μάθημα ήταν πως όλα εξαρτώνται από τις πληροφορίες ασφαλείας. «Η αποτυχία μας να καταστρέψουμε την ΕΟΚΑ ήταν εν πολλοίς αποτυχία των πληροφοριών ασφαλείας. Μας πήρε μέχρι το 1959 για να οργανωθούμε πραγματικά καλά», έγραφε ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου. Επέκρινε επίσης την τακτική των μαζικών συλλήψεων, μαζικών κρατήσεων, των αποκλεισμών και ερευνών και των συλλογικών τιμωριών. «Δεν καταστρέφεις ένα εθνικιστικό κίνημα κάνοντας δύσκολη τη ζωή των απλών ανθρώπων», σχολίαζε ο σερ Χιου.
Εξάλλου, ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών ασφαλείας στην Κύπρο από το Νοέμβριο του 1958 και μετά, Τζ. Πρέντεργκαστ, επιβεβαίωνε σε δικό του σχολιασμό επί της έκθεσης Μπέικερ τον Απρίλιο του 1959 πως όταν έφτασε στο νησί διαπίστωσε μεταξύ άλλων έλλειψη ελέγχου στη συλλογή των πληροφοριών, διαφορετικά επίπεδα ενημέρωσης ανά τομέα και ανεπαρκή αναγνώριση στόχων.
Μεταξύ των εγγράφων περιέχεται και η λεγόμενη Περί Διχοτόμησης Δέσμευση (Partition Pledge) των Βρετανών. Ανέφερε ότι ποτέ δεν είχε παραχωρηθεί στους Τουρκοκύπριους το μονομερές και χωρίς όρους δικαίωμα διχοτόμησης του νησιού. «Αυτό που έχουμε πει είναι το εξής: αν η αυτοδιάθεση εφαρμοστεί και αν εσείς οι Τουρκοκύπριοι δε συμφωνείτε με την απόφαση της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας, τότε και μόνο τότε μπορείτε να επιλέξετε να μην αποδεχθείτε την απόφαση αυτή και να ασκήσετε το δικαίωμά σας σε διαφορετική αυτοδιάθεση, που θα οδηγούσε, αν το επιθυμείτε, σε διχοτόμηση. Με άλλα λόγια, εφόσον υπάρχει αυτοδιάθεση, θα υπάρχει επιλογή διχοτόμησης. Αλλά μη αυτοδιάθεση σημαίνει μη διχοτόμηση», αναφερόταν συνοπτικά. Με τον τρόπο αυτό, συνέχιζε το έγγραφο, η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία είχε πάντα βέτο στη διχοτόμηση. Παράλληλα στα έγγραφα περιλαμβάνεται και το κείμενο δημοσίου μηνύματος του Βρετανού κυβερνήτη από τις αρχές Ιουλίου του 1958, στο οποίο σημείωνε πως όλες οι παραπάνω προβλέψεις δε σήμαιναν ότι η Βρετανία θεωρούσε τη διχοτόμηση καλή λύση.
Παλαιότερο έγγραφο περί διχοτόμησης, η έκθεση του αναπληρωτή διοικητικού γραμματέα στην Κύπρο με ημερομηνία 20/3/56, ανέφερε ότι «ως μέρος της διαδικασίας ενδελεχούς επανεξέτασης με ανοιχτό μυαλό όλων των πιθανών μεθόδων συμφιλίωσης των συγκρουόμενων συμφερόντων που είναι στη ρίζα του πολιτικού προβλήματος της Κύπρου – και υπό την προϋπόθεση πάντα ότι οι βρετανικές στρατιωτικές απαιτήσεις προέχουν όλων των άλλων – δε θα έπρεπε να απορριφθεί ως κακόγουστο αστείο η λύση της διχοτόμησης, αλλά να εξεταστεί». Παραδεχόταν ότι θα επρόκειτο για κακή λύση, η οποία θα δικαιολογείτο μόνο αν καμία άλλη εναλλακτική δεν αποδεικνυόταν εφικτή. Έλεγε ότι έπρεπε να εξεταστεί αν η διχοτόμηση συμφωνούσε με τα στρατιωτικά συμφέροντα της Βρετανίας και εκτιμούσε ότι «απομονωμένοι θύλακες στο Ακρωτήρι και την Επισκοπή δε θα ήταν βιώσιμοι μακροπρόθεσμα και δε θα ικανοποιούσαν τις βρετανικές ανάγκες». Ο αναπληρωτής διοικητικός γραμματέας εκτιμούσε επίσης ότι ο βρετανικός στρατιωτικός θύλακας σε περίπτωση διχοτόμησης έπρεπε να είναι περίπου του μεγέθους της επαρχίας Λεμεσού και Λάρνακας. (972 τετραγωνικά μίλια επί συνόλου 3.572). Για το υπόλοιπο νησί πρότεινε τη διενέργεια δημοψηφίσματος με απαίτηση πλειοψηφίας δύο τρίτων για απόσχιση από την Κοινοπολιτεία και χρήση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης.
Το Φόρεϊν Όφις σε επιστολή προς την ελληνική πρεσβεία στις 24/7/57 αναφερόταν σε διχοτόμηση με μια γραμμή με δύο ζώνες κατόπιν δημοψηφίσματος. Θα ήταν επιλογή κάθε κατοίκου σε ποια ζώνη και υπό ποια διοίκηση θα ήθελε να ζήσει. Σημειωνόταν ότι η διχοτόμηση αντιμετωπιζόταν ως πιθανότητα, αν και όχι η προτιμητέα. Εξάλλου, ο κυβερνήτης Χάρντινγκ σε επιστολή του με ημερομηνία 30/10/56 προς το Γραφείο Αποικιών, χαρακτήριζε τη διχοτόμηση «λύση απόγνωσης».
Στις 18/6/57 με υπόμνημά του προς το Φόρεϊν Όφις ο Τούρκος πρέσβης στο Λονδίνο Νούρι Μπιρτζί εξέφραζε σιγουριά ότι Άγκυρα και Λονδίνο ήταν σύμφωνοι με την προοπτική διχοτόμησης. Ο Τούρκος διπλωμάτης συνέχιζε παρουσιάζοντας τις τουρκικές απόψεις και γράφοντας ότι υπήρχε συμφωνία επί της αρχής της αυτοδιάθεσης. Υποστήριζε ότι μπορεί σε περιοχές της Κύπρου να ζούσαν μικτοί πληθυσμοί, αλλά ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις δεν υπήρχε τακτική επαφή, ένδειξη της θέλησης των δύο κοινοτήτων να ζήσουν χωριστά.
Ο Νούρι Μπιρτζί ανέφερε μάλιστα ότι στο παρελθόν είχε γίνει δραστική ανταλλαγή πληθυσμών και περιουσιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με αρκετά ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Έλεγε λοιπόν ότι σε περίπτωση διχοτόμησης μια τέτοια λύση ανταλλαγής πληθυσμών ήταν εφικτή, χωρίς πάντως να είναι απαραίτητη: πρότεινε μεταξύ άλλων σταδιακή ανταλλαγή πληθυσμών, δικαίωμα επιλογής κάθε Κύπριου που θα ζούσε μετά τη διχοτόμηση, χορήγηση αποζημιώσεων κτλ. Ως προς την οικονομική δραστηριότητα στο νησί μετά τη διχοτόμηση εκτιμούσε ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί με τη θέσπιση μίας τελωνειακής ένωσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων και μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου. Πολιτικά δε η σχέση των δύο κοινοτήτων θα ήταν βιώσιμη, σύμφωνα με τον Τούρκο αξιωματούχο, ενώ δήλωνε ότι η κυβέρνησή του ήταν πρόθυμη να διατηρηθούν βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στο νησί. Κατέληγε σημειώνοντας ότι η διχοτόμηση δεν ήταν κάτι καινοφανές, καθώς εφαρμοστεί στην ινδική χερσόνησο και εν μέρει στη Νότια Αφρική.
Πάντως επιστολή της 8/8/56 προς το Φόρεϊν Όφις σημείωνε ότι κατά της διχοτόμησης στην Κύπρο ήταν και οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων της Βρετανίας. Εκτιμούσαν ότι το θέμα της εσωτερικής ασφάλειας μιας χώρας τέτοιου μεγέθους έπρεπε να αντιμετωπιστεί συνολικά και όχι να διασπαστεί στα δύο, σημείωναν ότι έπρεπε να υπάρχει ανενόχλητη στρατιωτική χρήση όλων των υποδομών του νησιού, θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μη μείνει υπό βρετανικό έλεγχο το λιμάνι της Αμμοχώστου και επισήμαιναν ότι ήταν αναγκαίος ο εναέριος έλεγχος όλου του νησιού, κάτι που σήμαινε ανάγκη λειτουργίας ραντάρ σε όλη την επικράτεια.
Στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου του 1958, όπως προκύπτει από σχετικά πρακτικά, το θέμα της Κύπρου απασχόλησε τον πρωθυπουργό Μακμίλαν στην εξοχική του κατοικία στο Τσέκερς, όπου βρέθηκε ο υπουργός Αποικιών Άλαν Λένοξ-Μπόιντ, ο κυβερνήτης της Κύπρου σερ Χιου Φουτ και ο Τζον Άντις από το Φόρεϊν Όφις. Σε αυτούς τη δεύτερη μέρα προστέθηκαν και άλλοι αξιωματούχοι. Βασικό θέμα συζήτησης αν έπρεπε να προχωρήσει το Σχέδιο Μακμίλαν παρά την απόρριψή του από την ελληνική πλευρά. Ο κυβερνήτης είπε ότι συμφωνούσε να προχωρήσει το σχέδιο, αφού οι Τούρκοι είχαν κάνει βήματα προσέγγισης και θα ήταν δύσκολο να επανέλθουν στο τραπέζι αν οι Βρετανοί τους έλεγαν ότι το σχέδιο απορρίπτεται λόγω της άλλης πλευράς. Ο υπουργός Αποικιών συμφώνησε. Έντονες ανησυχίες διατυπώθηκαν επίσης για τις αντιδράσεις όλων των πλευρών και του ίδιου του Αρχιεπισκόπου για την ενδεχόμενη επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο.
Απομάκρυνση πληροφοριοδοτών
Φάκελος των αρχείων είναι αφιερωμένος στην «απομάκρυνση προσώπων [από την Κύπρο] προς ασφαλή μέρη». Πρόκειται στις πλείστες περιπτώσεις για πληροφοριοδότες των Βρετανών και για μέλη της αστυνομικής δύναμης που είχαν συμμετοχή στη σύλληψη μελών της ΕΟΚΑ.
Πολλά έγγραφα, όπως επιστολή του κυβερνήτη προς το Λονδίνο με ημερομηνία 8/12/59, έκαναν τις συστάσεις για συγκεκριμένα άτομα – τα ονόματα των οποίων έχουν σβηστεί από το αντίγραφα των επιστολών – και ζητούσαν τη χορήγηση αποζημιώσεων με την άφιξή τους στη Βρετανία. Βρετανικό έγγραφο αναφέρεται σε «35 πληροφοριοδότες» με αποζημίωση 1500 λιρών.
Επίσης, μεταξύ αυτών των επιστολών υπάρχει και μία που σημειώνει ότι για έναν Τούρκο αρχιφύλακα που είχε διαφύγει στη Βρετανία υπήρχε παράκληση για οικονομική στήριξη από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Κιουτσούκ, καθώς είχε συμβάλει σημαντικά στη σύλληψη αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
Ενδιαφέρον έχουν εξάλλου και επιστολές κρατουμένων μελών της ΕΟΚΑ που λόγω λογοκρισίας δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους, καταλήγοντας στα αποικιακά αρχεία.
Παράδοση οπλισμού Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων
Με την έναρξη των λεπτομερών διαπραγματεύσεων για την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Βρετανοί έθεταν πιεστικά το ζήτημα του αφοπλισμού. Ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά υπό το Μακάριο ανταποκρινόταν σε ικανοποιητικό βαθμό, όπως προκύπτει από τα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα, ο Φαζίλ Κιουτσούκ ανέφερε συχνά ότι η πρόοδος στην παράδοση του οπλισμού των Τουρκοκυπρίων δεν ήταν ικανοποιητική. Στις 16/11/59 ο κυβερνήτης της Κύπρου Χιου Φουτ ενημέρωνε το Λονδίνο ότι για ακόμα μία φορά ο Κιουτσούκ δεν είναι εμφανιστεί ενθαρρυντικός. Όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά κατά τη συνομιλία τους, «το κάλεσμά του για παράδοση των όπλων τού είχε κόψει το 50% της στήριξης που απολάμβανε μεταξύ της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Ο Βρετανός κυβερνήτης είπε στον Τουρκοκύπριο ηγέτη ότι έπρεπε να τονιστεί πως τα όπλα δε θα παραδίδονταν στις βρετανικές αρχές, αλλά στους ηγέτες των δύο κοινοτήτων αντίστοιχα.
Την ίδια ώρα οι Βρετανοί επισήμαιναν ότι και η Τουρκία παρείχε τη στήριξή της στην παράδοση των όπλων, κάτι για το οποίο είχε διαβεβαιώσει το Βρετανό πρέσβη στην Άγκυρα η κυβέρνηση Μεντερές (σχετική αναφορά του πρέσβη προς τον κυβερνήτη Φουτ στις 16/11/59). Μάλιστα η τουρκική κυβέρνηση είχε διαμηνύσει αυτή τη στάση της στους Τουρκοκύπριους.
Όπως ενημέρωνε ο κυβερνήτης το Γραφείο Αποικιών δέκα ημέρες νωρίτερα (6/11/59), η κυπριακή αστυνομία είχε παραλάβει από το σπίτι του Κιουτσούκ, κατόπιν παράκλησής του, περίπου 100 παραδοθείσες βόμβες, οι οποίες καταστράφηκαν άμεσα. Οι Βρετανοί εμφανίζονταν πολύ πιεστικοί, λέγοντας στον Κιουτσούκ ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και η πρόοδος των πρακτικών μέτρων που θα επέτρεπαν την εφαρμογή της Συμφωνίας του Λονδίνου εξαρτιόνταν από την επιτυχία της παράδοσης των όπλων. Ο Μακάριος εμφανιζόταν βέβαιος ότι ο αριθμός των όπλων που θα παρέδιδαν οι Ελληνοκύπριοι θα ήταν ικανοποιητικός, ενώ οι απαντήσεις του Κιουτσούκ χαρακτηρίζονταν από τους Βρετανούς «ασαφείς». Ο Μακάριος είχε αναφέρει πως είχε λάβει πλήρη κατάλογο των όπλων της ΕΟΚΑ από τον Γρίβα.
Διαπραγματεύσεις για τις βάσεις
Σε επιστολή του προς το Γραφείο Αποικιών στις 4/4/59 ο κυβερνήτης σερ Χιου Φουτ συνιστούσε τον αποκλεισμό όλων των πληθυσμών των χωριών από τις εκτάσεις των βάσεων και για πολιτικούς λόγους και προς αποφυγή διοικητικών πονοκεφάλων στο μέλλον. Επίσης αναλάμβανε να μιλήσει στο Μακάριο που παρά τη Συμφωνία του Λονδίνου έλεγε ότι δεν έπρεπε στην περιοχή των βάσεων να συμπεριληφθούν κατοικημένες περιοχές. Ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών συμφώνησε με τη σύσταση.
Όπως προκύπτει από τα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα, στη συζήτηση για την ονομασία των βάσεων μεταξύ των επιλογών που εξετάζονταν ήταν η λέξη «Κούριο» για τη βάση στο Ακρωτήρι. «Το όνομα Κούριο είναι υπερβολικά αρχαιοπρεπές και θα μπορούσε να θεωρηθεί εντελώς ανάρμοστο», σημείωνε ο κυβερνήτης βάζοντας τέρμα στη σχετική πρόταση.
Περί εκεχειρίας και κατάστασης ΕΟΚΑ
Σε έγγραφα που αναφέρονται στην τρίτη προσφορά εκεχειρίας της ΕΟΚΑ στα τέλη του 1958, ο Βρετανός κυβερνήτης Φουτ σχολίαζε ότι αυτοί που καλούσαν σε παύση των επιχειρήσεων κατά της ελληνοκυπριακής οργάνωσης «δεν είχαν σκεφτεί επαρκώς το ζήτημα ή δε γνώριζαν τα γεγονότα και την κατάσταση στην Κύπρο». Αυτό που εκτιμούσε ο κυβερνήτης ήταν ότι η παύση δραστηριοτήτων της ΕΟΚΑ ήταν μόνο μερική, καθώς ο «εκφοβισμός» συνεχιζόταν. Όσο κι αν ήλπιζε πως η κίνηση αυτή θα οδηγούσε σε πλήρη ειρήνευση, «υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι η ΕΟΚΑ χρησιμοποιούσε αυτό το χρόνο μόνο για να προετοιμαστεί για περαιτέρω βία». Πρόσθετε ότι μπορούσε να δώσει ρητή διαβεβαίωση πως τη μέρα που η πραγματική και μόνιμη ειρήνη θα αποκαθίστατο, οι δυνάμεις ασφαλείας της βρετανικής διοίκησης θα επέστρεφαν στα ομαλά καθημερινά ειρηνικά τους καθήκοντα. Ως τέτοια απόδειξη κατάπαυσης του πυρός θα θεωρούσε τη διάλυση της ΕΟΚΑ, την παράδοση των όπλων της και την αποχώρηση των ηγετών της από την Κύπρο.
Λίγους μήνες νωρίτερα (14/8/58) ο κυβερνήτης αναφερόταν στα επιτυχή αποτελέσματα της επιχείρησης «Σπιρτόκουτο», δηλαδή της απόκτησης πληροφοριών από συλληφθέντες και άλλες πηγές για τη δράση της ΕΟΚΑ. Μέσα από την επιχείρηση είχε καταστεί δυνατή η σύλληψη περίπου 150 μελών της ΕΟΚΑ σε όλη την Κύπρο, σύμφωνα με το σερ Χιου Φουτ.
Τα αρχεία περιλαμβάνουν επιστολή του κυβερνήτη Χιου Φουτ προς τον Γρίβα με ημερομηνία 12/4/58, η οποία, όπως σχολίαζε ο ίδιος στην αναφορά του, τελικά παραδόθηκε στον παραλήπτη με τη δεύτερη απόπειρα. Στην επιστολή δήλωνε πεπεισμένος ότι αν συνεχιζόταν η εκστρατεία σαμποτάζ από την ΕΟΚΑ θα σήμαινε καταστροφή για όλο το λαό της Κύπρου. Στο όνομα του λαού καλούσε τον Γρίβα να διατάξει τον τερματισμό των σαμποτάζ και της βίας. Δήλωνε μάλιστα πρόθυμος να τον συναντήσει σε οποιοδήποτε μέρος και ώρα, άοπλος και χωρίς απειλή ασφαλείας ή σύλληψης για τον αρχηγό της ΕΟΚΑ.
Σε αναφορά-εκτίμηση του Γραφείου Αποικιών στις 16/7/57 για την προοπτική επανέναρξης της βίας στο νησί, αναφερόταν ότι ο Γρίβας ήταν έτοιμος να αναλάβει ξανά ένοπλη δράση, αλλά την ίδια ώρα παραπονιόταν για τη δυσκολία έλευσης νέων προμηθειών από εκτός Κύπρου. Σχολιαζόταν επίσης ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε επανάληψη της βίας λόγω της κακής αίσθησης που θα δημιουργούσε διεθνώς και ιδίως στις ΗΠΑ που φέρονταν να είχαν ξεκαθαρίσει την αντίθεσή τους. Επίσης αναφερόταν ότι οι Κύπριοι στην Αθήνα ήταν διαιρεμένοι επί της συνέχισης της δράσης της ΕΟΚΑ και ότι ο Μακάριος δεν έπαιρνε επισήμως θέση, αλλά θεωρείτο από τους Βρετανούς μάλλον σαφές πως θεωρούσε την επανάληψη των δραστηριοτήτων της ΕΟΚΑ «ως το ύστατο μέσο για την επιδίωξη των στόχων του».
Πηγή των Βρετανών είχε αναφέρει εξάλλου ότι η παύση πυρός από την ΕΟΚΑ ήταν προσωρινή, ένα διάλειμμα που αξιοποιείτο με εντατική προετοιμασία για νέες επιθέσεις, ιδίως ως προς τη στρατολόγηση και οργάνωση του έμψυχου δυναμικού.