PwC: Σε επίπεδα ρεκόρ η οικονομική αβεβαιότητα

Οικονομολόγοι της PwC επισημαίνουν ότι η σημερινή πολιτική και οικονομική κατάσταση ευθύνεται για τα υψηλότερα εδώ και δεκαετίες επίπεδα αβεβαιότητας που καταγράφονται σήμερα.

Όπως αναφέρεται στην τελευταία έκδοση της έκθεσης«Global Economy Watch»του οργανισμού, τα τελευταία χρόνια η αβεβαιότητα απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τους ηγέτες των επιχειρήσεων. Οι CEOs έχουν αντιδράσει ποικιλοτρόπως, από την ασφάλιση των δραστηριοτήτων τους έναντι των πιθανώνκυβερνοεπιθέσεων μέχρι τη διενέργεια δοκιμών αντοχής των εργασιών και των οικονομικών τους κάτω από διαφορετικά εναλλακτικά οικονομικά σενάρια.

Ο Barret Kupelian, Ανώτερος Οικονομολόγος της PwC, δήλωσε σχετικά: «Οι επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει σε τέτοιους τομείς ενδέχεται να είναι καλύτερα προετοιμασμένες για τομέλλον που παραμένει σε μεγάλο βαθμό αβέβαιο. Σύμφωνα με τη σφυγμομέτρηση των CEOs, το 30% των επιχειρηματικών ηγετών αναμένει ότι εντός του επόμενου έτους οι εργασίες τους θα πληγούν από μία τουλάχιστον κρίση».

Ο αντίκτυπος της αβεβαιότητας αφορά όλους τους τομείς της οικονομίας, επηρεάζοντας νοικοκυριά, επιχειρήσεις και χρηματοοικονομικές αγορές. Οι βασικές επιπτώσεις είναι οι εξής:

• Νοικοκυριά: Η αβεβαιότητα μπορεί – προσωρινά τουλάχιστον – να μειώσει τις καταναλωτικές δαπάνες με στόχο την προστασία από ενδεχόμενες μειώσεις εισοδημάτων. Τυπικά, αυτό οδηγεί παράλληλα σε αύξηση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών ως μέτρο προφύλαξης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στις ΗΠΑ οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν περίπου5%  κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, καταγράφοντας άνοδο των διαθέσιμων προσωπικών εισοδημάτωναπό 3% σε 8%.

• Επιχειρήσεις: Η αβεβαιότητα μπορεί να ωθήσει τις επιχειρήσεις σε περικοπές στην παραγωγή, τις επενδύσεις και τις αμοιβές του ανθρώπινου δυναμικού τους. Συγκεκριμένα, τα μεγάλα κεφαλαιακά έργα που θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό μη αναστρέψιμα πιθανόν να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας.

• Χρηματοοικονομικές αγορές: Σε συνθήκες αβεβαιότητας, οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερη απόδοση του κεφαλαίου τους μέσω υψηλότερων ασφαλίστρων κινδύνου. Αυτό συνεπάγεται ενδεχόμενη αύξηση του κόστους πίστωσης στην περίπτωση μείωσης του βασικού επιτοκίου από την κεντρική τράπεζα, που είναι άλλωστε αναμενόμενη σε περίοδο επιβράδυνσης της ανάπτυξης της οικονομίας. Όταν επικρατεί αβεβαιότητα, παρατηρείται επίσης η τάση τα κεφάλαιανα διοχετεύονται, από κατηγορίεςπεριουσιακών στοιχείων που ενέχουν μεγαλύτερο ρίσκο, σε ασφαλέστερες επιλογές.

Όλα τα πιο πάνω έχουν σημαντικό αθροιστικό αντίκτυπο στην οικονομία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υπολογίζει ότι η αύξηση της αβεβαιότητας κατά μία τυπική απόκλιση σχετίζεται με μείωση της τάξης του 0,4 -1,3% στην αύξηση της παραγωγής.

Στην περίπτωση των εταιρειών, οι αναμενόμενες συνθήκες αβεβαιότηταςμπορούν να ληφθούν υπόψηστο σχεδιασμό τουςκαι να ληφθούν μέτρα για μετριασμό τους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε με την αγορά ασφάλισης είτε με την αξιοποίηση άλλων εξειδικευμένων μοντέλων όπως χρηματοπιστωτικά μέσα για ασφάλιση έναντι των εν λόγω κινδύνων.

Οι επιχειρήσεις μπορούν επίσηςνα ενισχύσουν την προετοιμασία τους για τις μη αναμενόμενες συνθήκεςαβεβαιότητας μέσω της προσομοίωσης υποθετικών γεγονότων και της εκτίμησης των επιπτώσεών τους στον ισολογισμό και τις καθημερινές εργασίες τους. Στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, για παράδειγμα, αυτό επιτυγχάνεται μέσω του σχεδιασμού σεναρίων και των δοκιμών αντοχής. Οι εν λόγω τεχνικές χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο και στις μη χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

Τέλος, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να επηρεάσουν τα επίπεδα αβεβαιότητας σε μια οικονομία. Ένα παράδειγμα είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ η οποία, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, προβαίνει σε πιο μακροπρόθεσμες αναλύσεις με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας των αποφάσεων που αφορούν τη νομισματική πολιτική. Είναι σημαντικό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να συμβάλλουν στον μετριασμό της αβεβαιότητας στην αγορά μέσω της εκπόνησης μιας στρατηγικής που διακρίνεται από συνέπεια και διαφάνεια και επικοινωνείται ευρέως.