Δείτε την επιστολή Γ.Εισαγγελέα προς ΥΠΟΙΚ για δημόσιους υπάλληλους με κομματικό αξίωμα

Απαντητική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προς τον Υπουργό Οικονομικών

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Κώστας Κληρίδης απέστειλε τη Δευτέρα, 8 Μαΐου 2017, επιστολή προς τον Υπουργό Οικονομικών κ. Χάρη Γεωργιάδη, εις απάντηση επιστολής του κ. Υπουργού σχετικά με το θέμα δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι κατέχουν κομματικό αξίωμα.

Ακολουθεί αυτούσια η απαντητική επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα:

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 4.5.2017, με αρ. φακ. Υ.Ο.15.08.001, σχετικά με το θέμα δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι κατέχουν κομματικό αξίωμα και παρατηρώ τα ακόλουθα:

Παρά τις πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις σας για το ίδιο θέμα, με τις οποίες αναφερθήκατε και στη μη ύπαρξη σοβαρών θεσμών στο κράτος, ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος τούτου, δήλωση η οποία δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εν τούτοις και παρά την επιδειχθείσα έλλειψη του αναγκαίου σεβασμού, θα απαντήσω στα ερωτήματα τα οποία θέτετε, πιστεύοντας ότι οι συνταγματικές υποχρεώσεις κάθε θεσμού του κράτους δεν θα πρέπει να ατονούν λόγω της συμπεριφοράς προς αυτούς άλλων οργάνων του κράτους.

Θα προχωρήσω να απαντήσω τα επί μέρους ερωτήματα σας.

α. Εάν δύναται να προχωρήσει σήμερα πειθαρχική διαδικασία εναντίον υπαλλήλων για αδίκημα που διαπράχθηκε στο παρελθόν, στη βάση νομοθετικής πρόνοιας, η οποία τροποποιήθηκε με μεταγενέστερο Νόμο.

Η απάντηση στο ερώτημα σας είναι απλά ότι δεν εμποδίζεται να αρχίσει πειθαρχική διαδικασία εναντίον υπαλλήλου για πειθαρχικό αδίκημα που διαπράχθηκε στο παρελθόν, στη βάση νομοθετικής πρόνοιας, η οποία τροποποιήθηκε με μεταγενέστερο νόμο. Εάν δε, η τροποποιητική νομοθεσία θέτει όρους σύμφωνα με τους οποίους η συγκεκριμένη πράξη επιτρέπεται μόνον κατόπιν προϋποθέσεων, και οι προϋποθέσεις δεν τηρούνται, και πάλιν στοιχειοθετείται παράπτωμα.

β. Εάν οι οριζόμενες από τον Νόμο περί των Πολιτικών Δικαιωμάτων Δημοσίων Υπαλλήλων, Εκπαιδευτικών Λειτουργών, Δημοτικών Υπαλλήλων, Κοινοτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.102(Ι)/2015) αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν και να εγκρίνουν με αναδρομική ισχύ αιτήματα από υπαλλήλους που έχουν αναλάβει το κομματικό τους αξίωμα, είτε κατά παράβαση του Ν.102(Ι)/2015, είτε κατά παράβαση των προνοιών της προηγουμένως ισχύουσας νομοθεσίας. Δύναται, δηλαδή, να νομιμοποιηθεί εκ των υστέρων η παρανομία για έκαστο των νομοθετημάτων;

Η απλή απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εξετάζουν και εγκρίνουν ή απορρίπτουν αιτήματα με βάση τον Νόμο, αλλά δεν δύνανται με την εφαρμογή νέου Νόμου να νομιμοποιήσουν εκ των υστέρων και αναδρομικά παρανομία, εγκρίνοντας αιτήματα για συμμόρφωση προς τον Νόμο. Η τυχόν υποβολή και έγκριση αιτημάτων υπαλλήλων, προς συμμόρφωση προς απαιτήσεις ή προς νέες απαιτήσεις της νομοθεσίας, μπορεί να έχει μόνο το αποτέλεσμα άρσης ή διακοπής της συνέχισης της διάπραξης του παραπτώματος, από τη χρονική στιγμή της έγκρισης του αιτήματός του και μετέπειτα, και όχι προηγουμένως.

γ. Σε συνέχεια του πιο πάνω ερωτήματος, εάν συνεπώς η υποχρέωση για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας υφίσταται και για περιπτώσεις υπαλλήλων που κατείχαν αξίωμα σε πολιτικό κόμμα κατά παράβαση της νομοθεσίας, αλλά έχουν εν τω μεταξύ εξασφαλίσει σχετική έγκριση με βάση τις πρόνοιες του Ν. 102(Ι)/2015.

Επαναλαμβάνω ότι η εξασφάλιση άδειας, με βάση τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 102(Ι)/2015, νομιμοποιεί την περίπτωση ενός υπαλλήλου από το χρονικό σημείο της εξασφάλισης της άδειας και δεν νομιμοποιεί αναδρομικά την οποιαδήποτε προηγηθείσα παραβίαση του Νόμου.

δ. Εάν η υποχρέωση για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας υφίσταται για περιπτώσεις υπαλλήλων που κατείχαν αξίωμα σε πολιτικό κόμμα κατά παράβαση της προηγούμενης νομοθεσίας, αλλά είναι τοποθετημένοι σε μισθολογική κλίμακα χαμηλότερη της Α8 και συνεπώς δικαιούνται πλέον, με βάση τις πρόνοιες του Ν. 102(Ι)/2015, να κατέχουν αξίωμα σε πολιτικό κόμμα χωρίς εξασφάλιση άδειας από την αρμόδια αρχή.

Νομιμοποιούνται αυτοί οι υπάλληλοι από τη στιγμή που τέθηκαν σε ισχύ οι πρόνοιες του Νόμου του 2015 και μετέπειτα, αλλά δεν αίρεται ή νομιμοποιείται ή διαγράφεται οποιαδήποτε παράβαση της προηγούμενης νομοθεσίας.

ε. Εάν η υποχρέωση για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας υφίσταται και για περιπτώσεις υπαλλήλων που κατείχαν αξίωμα σε πολιτικό κόμμα κατά παράβαση της νομοθεσίας, αλλά έχουν εν τω μεταξύ εγκαταλείψει το αξίωμα που κατείχαν σε πολιτικό κόμμα.

Εάν δημόσιος υπάλληλος εγκαταλείψει το κομματικό αξίωμα, το οποίο κατείχε κατά παράβαση της νομοθεσίας, από εκείνη τη στιγμή αίρεται ή διακόπτεται η συνέχιση της παρανομίας, αλλά δεν νομιμοποιείται αναδρομικά ή διαγράφεται η οποιαδήποτε προηγηθείσα μέχρι τότε παρανομία.

Γενικές Παρατηρήσεις

Ως πρώτη γενική παρατήρηση, πρέπει να τονίσω ότι, αφ’ ενός, κανένας δεν μπορεί να εισηγηθεί ότι η διερεύνηση του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος θα πρέπει να περιοριστεί σε ένα μόνο υπάλληλο, αφ’ ετέρου όμως επίσης, κανένας δεν μπορεί να εισηγείται ότι δεν θα γίνει καμιά διερεύνηση για υπάλληλο που παραβιάζει νομοθεσία, εκτός και μόνο εάν γίνει έρευνα και αποκαλυφθεί και ποιοι άλλοι, ενδεχόμενα, να έπρατταν ή πράττουν το ίδιο. Όπως έχω καταστήσει σαφές και στην επιστολή μου ημερ. 28.4.2017, ο Νόμος είναι ξεκάθαρος:

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 81(1)(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψή της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, αυτής της φύσεως, ότε οφείλει να μεριμνήσει αμέσως να διεξαχθεί πειθαρχική έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο. Είναι επομένως σαφές ότι, εκεί που οφείλει, είναι δηλαδή υποχρεωμένη η αρμόδια αρχή να μεριμνήσει αμέσως όπως διεξαχθεί πειθαρχική έρευνα, είναι σε δύο περιπτώσεις:

α. Εκεί όπου της καταγγέλλεται μια ή περισσότερες περιπτώσεις διάπραξης παραπτώματος, και/ή
β. Εκεί όπου υποπίπτει στην αντίληψη της μια ή περισσότερες περιπτώσεις διάπραξης παραπτώματος.

Επομένως, η αρμόδια αρχή δεν έχει την υποχρέωση, ούτε και μπορεί να την έχει, χωρίς καταγγελία ή αντίληψη παράβασης από συγκεκριμένο υπάλληλο, να προβαίνει σε δικές της έρευνες ή να απαιτεί από άλλους να ερευνήσουν όλους τους υπαλλήλους. Τέτοια υποχρέωση δεν επιβάλλει ο Νόμος, χωρίς ασφαλώς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται σε αρμόδια αρχή να προβεί σε δικές της έρευνες εντός της δικής της υπηρεσίας, αν κρίνει τούτο σκόπιμο.

Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι η «αρμόδια αρχή», στην οποία αναφέρεται ο Νόμος και στην οποία υποβάλλεται καταγγελία ή στην αντίληψη της οποίας υποπίπτει διάπραξη παραπτώματος, ορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου ότι σημαίνει:
«(στ) τον Υπουργό που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε Τμήματος που υπάγεται σ’ αυτό.»

Επομένως, ως αρμόδια αρχή, ο κάθε Υπουργός έχει υποχρέωση να ενεργήσει και να λάβει μέτρα, ως ο Νόμος ορίζει, μόνο για υπαλλήλους του δικού του Υπουργείου του οποίου προΐσταται και μόνο στις περιπτώσεις όπου του υποβάλλεται καταγγελία ή υποπίπτει στην αντίληψη του διάπραξη παραπτώματος από συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους υπάλληλο ή υπαλλήλους. Χωρίς, επαναλαμβάνω, να αποκλείεται από του να ερευνήσει το θέμα γενικότερα, εντός της υπηρεσίας του.

Ως δεύτερη παρατήρηση, θα πρέπει να διευκρινίσω τα ακόλουθα:

Στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες καταγγέλλεται στην αρμόδια αρχή ή υποπίπτει στην αντίληψή της ότι υπάλληλος υπαγόμενος στην υπηρεσία της έχει υποπέσει σε παράπτωμα, τότε, όπως έχω επανειλημμένα επεξηγήσει, οφείλει βάσει του Νόμου να προχωρήσει σε έρευνα. Το αποτέλεσμα όμως της έρευνας και η τυχόν συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας σε πειθαρχική δίωξη ή όχι, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η σχετική διαδικασία παρατίθεται στο Δεύτερο Πίνακα (Άρθρο 81(2)(β) Μέρος Ι Κανονισμοί 1-8).

Ως τρίτη γενική παρατήρηση, θα πρέπει να αναφέρω ότι αναγνωρίζω τις δυσχέρειες και επιπλοκές οι οποίες δυνατόν να προκληθούν από την εφαρμογή των προνοιών της νομοθεσίας, όπως την έχω εξηγήσει στην παρούσα και στην προηγούμενη επιστολή μου επί του ιδίου θέματος. Όμως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι οποιεσδήποτε δυσχέρειες και πρακτικές δυσκολίες προκαλούνται, δεν οφείλονται σε καμιά περίπτωση στον ίδιο το Νόμο ή στον προαναφερθέντα τρόπο ερμηνείας του, αλλά καθαρά καταλογίζονται στο γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές, επί σειρά ετών παραγνώριζαν και δεν εφάρμοζαν τις νομοθετικές πρόνοιες, με αποτέλεσμα την συσσώρευση ή επισώρευση ποικίλων προβλημάτων τα οποία σήμερα καλούνται να αντιμετωπίσουν.»