Χαιρετισμός του Προέδρου στη δικοινοτική εκδήλωση με ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές συντεχνίες

Αυτή η εικόνα που βλέπουμε σήμερα εδώ, είναι η εικόνα που οραματιζόμαστε για το μέλλον του τόπου μας: Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, χωρίς ιδεολογικούς φραγμούς, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς, εργαζόμενοι και ηγεσία, να συζητούμε μαζί την επόμενη μέρα στην Κύπρο μας.

Όπως γνωρίζετε από τον περασμένο Μάιο με το φίλο μου Μουσταφά Ακκιντζί, ξεκινήσαμε ένα νέο κύκλο διαπραγμάτευσης για την επίλυση του Κυπριακού. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως χωρίς τη δική σας στήριξη, χωρίς την κατανόηση και συμβολή των εργαζομένων σε αυτό τον τόπο, η προσπάθεια μας θα ήταν καταδικασμένη ή και μπορεί να είναι καταδικασμένη αν δεν στηριχθεί πραγματικά από τους εργαζόμενους.

Συνεπώς, η στήριξη σας συνιστά πολύτιμο βοηθό στο έργο μας.

Εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, οι άνθρωποι ζουν σε συνθήκες που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Το στάτους κβο δεν επιτρέπει σε κανέναν πολίτη να απολαύσει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και το επίπεδο ευημερίας που όλοι οι άλλοι πολίτες στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν αδιαμφισβήτητα και κεκτημένα.

Όπως και στις δικές σας κοινές δηλώσεις συχνά επισημαίνετε «το στάτους κβο είναι ασυμβίβαστο με τις αρχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου και συνιστά μόνιμη πηγή διαταραχής της δημογραφικής ισορροπίας και ασφάλειας στο νησί μας».

Αυτή, λοιπόν, η κατάσταση θα πρέπει οριστικά να τερματιστεί. Οι μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας που υπάρχουν, υπονομεύονται από την παρούσα κατάσταση αντιπαράθεσης καθώς η ύπαρξη της διαχωριστικής γραμμής συνιστά σημαντικό εμπόδιο στο αναπτυξιακό δυναμικό της πατρίδας μας.

Για μας δεν υπάρχει άλλη επιλογή και άλλος δρόμος, παρά να φέρουμε την ειρήνη στον τόπο μας. Αυτό το στόχο φιλοδοξούμε να υπηρετήσουμε διαπραγματευόμενοι με τον Μουσταφά για τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους, στο οποίο τα δικαιώματα και των δύο κοινοτήτων θα είναι απολύτως διασφαλισμένα, τόσο σε επίπεδο κοινότητας όσο και σε ατομικό επίπεδο.

Αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες, αλλά σεβόμαστε τις διαφορές και οικοδομώντας στην κατανόηση προχωρούμε.

Πρέπει να πω ότι έχει παρατηρηθεί πρόοδος στις προσπάθειες που καταβάλλουμε. Όπως και πρέπει να παραδεχθώ ότι υπάρχουν ακόμα προβλήματα και δρόμος που πρέπει να διανύσουμε. Η στήριξη τόσο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των εργαζομένων, της κοινωνίας των πολιτών θα βοηθήσει ώστε προβλήματα που θεωρούνται σήμερα ανυπέρβλητα, να ξεπεραστούν.

Στόχος μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι να συγκεράσουμε αυτά που θεωρούμε ως συμφέροντα των κοινοτήτων μας, με τη δημιουργία ενός κράτους και λειτουργικού και αποτελεσματικού.

Σε τίποτε δεν εξυπηρετεί να κλείνουμε τα μάτια στις ιστορικές πραγματικότητες και στα δεδομένα που δημιουργεί η παγίωση μιας κατάστασης πραγμάτων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τις διαφορές και να σεβαστούμε τις ανασφάλειες που έχουν δημιουργηθεί με τα χρόνια. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να οδηγηθούμε σε αναχρονιστικά μοντέλα διασφάλισης των ανησυχιών.

Προσδοκούμε σε μία λύση στην οποία δεν θα υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο ευρωπαϊκά εδάφη σε αυτή τη χώρα και φιλοδοξούμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο να εφαρμοστεί σε ολόκληρο το νησί , όπως άλλωστε προβλέπεται και στη Συνθήκη Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ομοσπονδία είναι σε όλο τον κόσμο το σύστημα που φέρνει κοντά ξεχωριστές οντότητες και ανθρώπους που θέλουν να ξεκινήσουν ένα κοινό μέλλον από ενδεχομένως διαφορετικές αφετηρίες όσον αφορά πάντα την εθνική ή θρησκευτική προέλευση. Κάτι που ακριβώς συμβαίνει και στη δική μας πατρίδα. Δεν εννοώ ότι δεν έχουμε ιστορικούς δεσμούς και κοινή παράδοση και κουλτούρα. Εννοώ, όμως, ότι μετά την πάροδο μιας μακράς διάρκειας αντιπαραθέσεων είναι φυσικό να πρέπει να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες που να μας φέρουν κοντά. Και αυτό που το 1977 αποφασίστηκε ήταν το μοντέλο της λύσης που διασφαλίζει τη δικοινοτικότητα, που διασφαλίζει τη διζωνικότητα, που διασφαλίζει την πολιτική ισότητα, που δημιουργεί πραγματικά τις προοπτικές μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον να μπορούμε ξανά να συνδημιουργήσουμε, να μπορούμε ξανά να συμβιώσουμε, να δώσουμε ελπίδα στα παιδιά, στους απογόνους μας.

Η ομοσπονδιακή Κύπρος θα αποτελεί χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – όπως και αποτελεί – και αυτό εκ της φύσεως του συνιστά επαρκή παράγοντα όχι μόνο σταθερότητας, αλλά δημιουργίας συνθηκών ευημερίας.

Μέσα στο νέο διεθνές σκηνικό που δραματικά μεταβάλλεται θέλω να μεταφέρω το μήνυμα πως η επίλυση του Κυπριακού θα συνιστά μία σημαντική επιτυχία και για ολόκληρο το διεθνές σύστημα καθώς θα αποτελέσει το πρώτο επιτυχές παράδειγμα στην περιοχή μας, επίλυσης κρίσεων με διάλογο. Θα είναι ένα παράδειγμα που είμαι βέβαιος πως η διεθνής κοινότητα έχει κάθε λόγο να στηρίξει τόσο για να επιτευχθεί όσο και για να ευημερήσει.

Αποτελεί ιδιαίτερη μας ευθύνη να αποφασίσουμε πως στο πλαίσιο της λύσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση η ταχεία σύγκλιση της μακροοικονομικής πολιτικής, με στόχο την ανάπτυξη, την ανάπτυξη των θεσμών και της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων. Είμαι βέβαιος ότι θα είναι πολύτιμα τα συμπεράσματα από τις εργασίες των διαφόρων εργαστηρίων που έχετε οργανώσει ενισχύοντας μας έτσι στο να υιοθετήσουμε κανόνες που να δημιουργούν τις συνθήκες ενιαίας αγοράς εργασίας, ενιαίας αγοράς και ανάπτυξης ευρύτερα.

Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζουμε πως η εκπαίδευση, η υγεία, τα κοινωνικά δικαιώματα σε ολόκληρη την Κύπρο θα είναι διασφαλισμένα ισότιμα και στη βάση διεθνώς κατοχυρωμένων αρχών.

Θέλω να αναδείξω και από αυτό το βήμα τις μεγάλες προοπτικές που διανοίγει για τους εργαζόμενους και τα δικαιώματα τους η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η υγεία και η ασφάλεια στο χώρο εργασίας και γενικά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ υποχρεώσεις του κράτους μέλους.

Κάθε χώρα της Ένωσης πρέπει να μεριμνά ώστε η εθνική της νομοθεσία να προστατεύει τα δικαιώματα αυτά, τα οποία κατοχυρώνονται με τις Οδηγίες περί απασχόλησης.
Η εμπειρία μας τα τελευταία σχεδόν 11 χρόνια ως χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εμπλουτίσει σημαντικά τις αντιλήψεις μας για τον τρόπο λειτουργίας ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους και έχουμε πια βαθιά αντίληψη για το πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και νομοθεσίες για να οικοδομήσουμε ένα αξιόπιστο δημοκρατικό κράτος στον τόπο μας.

Αυτό που επιθυμώ να γίνει απολύτως κατανοητό, είναι το γεγονός πως η λειτουργία της χώρας μας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αντανακλάται στην καθημερινή μας δραστηριότητα, τόσο με εποπτικό όσο και νομοθετικό ρόλο.
Θέλω απλώς να σας επισημάνω πως ακόμη και σήμερα, περίπου το 40% των νομοθεσιών και κανονισμών που επικύρωσε η Βουλή των Αντιπροσώπων το 2015 έχουν εναρμονιστικό χαρακτήρα. Τα πρώτα χρόνια από την ένταξη μας το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 80%, ενώ από το 1962 που υπεγράφη η πρώτη εμπορική συμφωνία Κύπρου-Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι σήμερα, είναι χιλιάδες οι νομοθεσίες που πέρασαν από τη Βουλή και είχαν εναρμονιστικό χαρακτήρα.

Ένα μέρος αυτών των νομοθεσιών αφορά βεβαίως και τα εργασιακά θέματα. Τα αναφέρω αυτά για να αντιληφθούμε όλοι το μέγεθος της εμπλοκής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στη λειτουργία του κράτους μας.

Η διαδικασία εναρμόνισης με το κοινοτικό κεκτημένο δεν σταματά ποτέ καθώς η παραγωγή νομοθετικού έργου στην Ένωση, την οποία ενσωματώνουν στο δίκαιο τους τα κράτη μέλη, είναι και θα είναι διαρκής.

Το γεγονός αυτό μας διασφαλίζει πως η Κύπρος ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί παρά να λειτουργεί στο πλαίσιο της Ένωσης η οποία κατά κανόνα υιοθετεί τις υψηλότερες προδιαγραφές, ειδικά όταν πρόκειται για ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα.

Είμαι βέβαιος πως μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους μας. Μπορούμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας μία πατρίδα για την οποία δεν θα είναι μόνο ασφαλή, αλλά και περήφανα.

Μία πατρίδα, η οποία αξιοποιώντας και τη θέση της στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και αξιοποιώντας τη γεωγραφική της θέση στην περιοχή θα αποτελεί πυλώνα σταθερότητας και συνεργασίας στη γειτονιά μας.

Θέλω θερμά να σας συγχαρώ για τις προσπάθειες που καταβάλλεται και να σας ευχαριστήσω που μας δίνεται την ευκαιρία να ακούσουμε τους κοινούς προβληματισμούς, τους κοινούς στοχασμούς και να ενδυναμωθούμε στην προσπάθεια να επιτύχουμε αυτό που πιστεύω ότι το σύνολο του κυπριακού λαού προσδοκεί από εμάς.