Τρομοκρατία και Ενωσιακές ρήτρες περί «αλληλεγγύης» και «αμοιβαίας συνδρομής»

«Eάν στην προσπάθεια μας να αντιμετωπίσουμε την τρομοκρατία, παραβιάζουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και εν τέλει καταστρέψουμε το κράτος δικαίου, τότε σίγουρα οι τρομοκράτες θα έχουν κερδίσει». (Joichi Ito)

Την επαύριον των τρομοκρατικών επιθέσεων της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι και της εκατόμβης αθώων θυμάτων που αυτή άφησε πίσω της, αναβίωσε η ξεχασμένη σε πολλούς Συνθήκη της Λισαβόνας και τα κράτη/μέλη θυμήθηκαν πάλι την αρχή της αλληλεγγύης, πάνω στην οποία στηρίχτηκε διαχρονικά, όλο το Ενωσιακό οικοδόμημα.

Με την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, εισήχθησαν σημαντικές καινοτομίες στον τομέα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, καινοτομίες οι οποίες εξέθρεψαν τους πόθους για περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και εν τέλει ομοσπονδοποίηση. Πιο συγκεκριμένα, οι εν λόγω προοδευτικές καινοτομίες αφορούσαν τη «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» (άρθρο 42, παρ. 7) και τη «ρήτρα αλληλεγγύης» (άρθρο 222).

Όσον αφορά τη «ρήτρα αλληλεγγύης», η Συνθήκη προβλέπει ρητά την ανάγκη περαιτέρω δράσης και εμβάθυνσης, έτσι ώστε να θεσπιστούν οι απαιτούμενοι κανόνες για την εφαρμογή της ( άρθρο 222, παρ. 3). Αντίθετα, δεν προβλέπεται κάτι ανάλογο με τη «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής», για την οποία η Συνθήκη αρκείται σε γενικόλογες αναφορές, επιθυμώντας με αυτό τον τρόπο να υπερκεράσει τους όποιους ενδοιασμούς των ευρωσκεπτικιστών.

Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση «οφείλει» να δρα με συλλογικό τρόπο και μετά από διαβούλευση με τα κράτη/μέλη. Η συλλογική βέβαια δράση της Ένωσης, σε θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, προσκρούει στον διακυβερνητικό χαρακτήρα του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου, εφόσον οποιαδήποτε απόφαση, σε τέτοιου είδους ζητήματα, προϋποθέτει ομοφωνία και των 28 κρατών/μελών της Ένωσης (ούτε καν ενισχυμένη ειδική πλειοψηφία όπως π.χ. στον τομέα της Αστυνομικής και Δικαστικής Συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις).

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, η Γαλλική κυβέρνηση έκανε χρήση των προνοιών του άρθρου 42 (7) της Συνθήκης της Λισαβόνας, το οποίο βρίσκουμε στο Τμήμα ΙΙ, υπό τον τίτλο Διατάξεις Σχετικά με την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας.

Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 42 (7) της Συνθήκης της Λισαβόνας: «Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφος του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Αυτό δεν επηρεάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών».

Από τα πιο πάνω εξάγεται το συμπέρασμα, ότι οποιοδήποτε κράτος/μέλος δύναται να επικαλεσθεί την εν λόγω διάταξη και να ζητήσει συνδρομή και/ή βοήθεια από τα υπόλοιπα κράτη μέλη, στην περίπτωση όπου δεχτεί ένοπλη επίθεση, συμπεριλαμβανομένου και τρομοκρατικού χτυπήματος. Η παράγραφος 7 του άρθρου 42, θα πρέπει να διαβάζεται παράλληλα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, η οποία προβλέπει, ότι «Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας. Εξασφαλίζει στην Ένωση επιχειρησιακή ικανότητα βασισμένη σε μη στρατιωτικά και στρατιωτικά μέσα. Η Ένωση μπορεί να κάνει χρήση των μέσων αυτών σε αποστολές εκτός της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζει τη διατήρηση της ειρήνης, την πρόληψη των συγκρούσεων και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών βασίζεται στα μέσα που παρέχουν τα κράτη μέλη».

Σύμφωνα με τα πιο πάνω, παρέχεται το νομιμοποιητικό υπόβαθρο για αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων σε τρίτες χώρες και γενικά όπου υπάρχει ανάγκη διατήρησης της ασφάλειας. Από την στιγμή μάλιστα, που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει ημέτερες στρατιωτικές δυνάμεις, τα κράτη μέλη καλούνται να καλύψουν αυτό το κενό.

Επομένως, οι εν εξελίξει Γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, δύνανται να «επικαλυφθούν» με έναν ευρωπαϊκό – νομιμοποιητικό μανδύα.

Επιπλέον, η αναφορά του άρθρου 42 (7) Συνθήκη της Λισαβόνας, περί «των μέσων που τα κράτη μέλη έχουν στην διάθεση τους», παραπέμπει σε απευθείας διαβούλευση μεταξύ των κρατών/μελών, παρακάμπτοντας ουσιαστικά τα Ευρωπαϊκά όργανα και/ή Θεσμούς. Επομένως, η όποια συνδρομή και/ή υποστήριξη, δύναται μόνο να προέλθει από τα κράτη/μέλη, γεγονός που επιβεβαιώνει τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της εν λόγω διάταξης.

Αξίζει να καταγραφεί, ότι η εν λόγω πρόνοια εισήχθη στο τελικό κείμενο της Συνθήκη της Λισαβόνας, μετά από επίμονες προσπάθειες συγκεκριμένων κρατών, που επιθυμούσαν ένα πιο αναβαθμισμένο ρόλο της Ένωσης, σε θέματα άμυνας. Μεταξύ αυτών των κρατών ήταν και η Ελλάδα, η οποία αν και δύναται να επικαλεσθεί την ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, του Άρθρου 5 της Βόρειο-Ατλαντικής Συνθήκης (ΝΑΤΟ), σε περίπτωση που δεχτεί ένοπλη επίθεση, εντούτοις επιθυμούσε επιπλέον εξασφαλίσεις και/ή συνδρομή από τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς και/ή εταίρους. Οι λόγοι είναι πασιφανείς: το άρθρο 5 της Βόρειο-Ατλαντικής Συνθήκης, θα έχει μειωμένη πρακτική σημασία, σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία, εφόσον η τελευταία είναι και αυτή μέλος της Συμμαχίας.

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι το άρθρο 42 (7) διαφέρει από το άρθρο 222 της Συνθήκης της Λισαβόνας, το οποίο βρίσκουμε στον ΤΙΤΛΟ VII και αναφέρεται στη Ρήτρα Αλληλεγγύης («Η Ένωση και τα κράτη/μέλη της ενεργούν από κοινού, με πνεύμα αλληλεγγύης, εάν ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή……..»).

Επανερχόμενοι όμως στο άρθρο 42 (7) της Συνθήκης, τι είναι αυτό το οποίο αναμένεται από τα κράτη/μέλη να πράξουν, σε περίπτωση που κάποιο κράτος/μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση και/ή τρομοκρατικό χτύπημα; Ο κανόνας των γενικόλογων και ασαφών διατάξεων, ισχύει και σε αυτή την περίπτωση. Το άρθρο δεν προβλέπει ρητά τις υποχρεώσεις που έχουν τα κράτη/μέλη και επομένως επαφίεται στα κράτη/μέλη και στις δυνατότητες που αυτά διαθέτουν, να καθορίσουν την βοήθεια και/ή το ύψος της συνδρομής που αυτά δύνανται να παράσχουν. Εξίσου σημαντικές διαπιστώσεις, αποτελούν από την μια το συμπέρασμα ότι η βοήθεια και/ή συνδρομή που ενδεχομένως να προσφερθεί από τα κράτη/μέλη, δεν θα είναι για όλα η ίδια και από την άλλη, ότι η υποχρέωση περί συνδρομής δεν εφαρμόζεται για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη/μέλη. Η τελευταία διαπίστωση, συνάγεται εξ αντιδιαστολής, λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού της διάταξης «Νοουμένου ότι δεν θίγει τις ιδιαιτερότητες της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, ορισμένων κρατών/μελών».

Τούτων καταγραφέντων, κράτη/μέλη που διαχρονικά τηρούσαν και τηρούν στάση ουδετερότητας σε τέτοια ζητήματα, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία και ορισμένα Σκανδιναβικά κράτη, δεν υποχρεούνται να μεταβάλουν αυτή τους την στάση.

Τέλος, δεδομένου ότι ποτέ προηγουμένως δεν έγινε επίκληση των προνοιών του άρθρου 42 (7), δεν μπορούμε να λάβουμε εμπειρική γνώση και άρα να προβλέψουμε τις εξελίξεις. Παρ’ όλα αυτά, η διμερής όπως και η διακυβερνητική φύση της όποιας υποστήριξης και/ή συνδρομής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη/μέλη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι ομοιόμορφες και θα αντικατοπτρίζουν μάλλον την δύναμη και/ή επιρροή που δύναται το Παρίσι να ασκήσει επί των εταίρων του. Επομένως, πολιτικά και όχι θεσμικά κριτήρια θα καθορίσουν την έκβαση, του ούτω καλούμενου «Ενωσιακού εγχειρήματος», περί πάταξης της τρομοκρατίας.

Αναστάσης Θεοχαρίδης

Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος