Το φάρμακο για την παχυσαρκία έρχεται στην Ελλάδα

Σύμφωνα με δηλώσεις του  Δημήτρη Ρίχτερ, πρόεδρου της Ελληνικής Εταιρίας Λιπιδιολογίας και μέλος του ΔΣ του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας, η  φαρμακευτική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας θα βρεθεί στο επίκεντρο του 32ου Συνεδρίου Κλινικής Καρδιολογίας, όπου θα συζητηθεί η έλευση του πρώτου φαρμάκου για την καταπολέμησή της.

Το φάρμακο αυτό που αναμένεται σύντομα και την Ελλάδα θα συζητηθεί στο συνέδριο που διοργανώνεται από το Ελληνικό Ιδρυμα Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) σε συνεργασία με την Α’ Καρδιολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών που θα διεξαχθεί το διήμερο 21-22 Απριλίου στην Αθήνα.

Όπως αναφέρει  η καινοτομία του συγκεκριμένου συνδυαστικού παράγοντα έγκειται στον τρόπο δράσης του στο κεντρικό νευρικό σύστημα, μειώνοντας το αίσθημα πείνας.

«Εχει βρεθεί», σημειώνει ο κ. Ρίχτερ, ότι «η διατροφική συμπεριφορά ρυθμίζεται από συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, ιδιαίτερα τον τοξοειδή πυρήνα του υποθαλάμου, απ’ όπου σηματοδοτούνται σήματα σε ανώτερα κέντρα. Οι παχύσαρκοι παρουσιάζουν πιθανώς διαταραγμένη ισορροπία της δραστηριότητας των νευρώνων που εμπλέκονται στην πρόσληψη τροφής. Οι δραστικές του σκευάσματος, δρουν στα τμήματα του εγκεφάλου που ελέγχουν την πρόσληψη τροφής και το ισοζύγιο ενέργειας του οργανισμού, ενώ παράλληλα, περιορίζουν τη δραστηριότητα του τμήματος του εγκεφάλου, το οποίο ελέγχει την απόλαυση από την κατανάλωση τροφής. Ως αποτέλεσμα, το σκεύασμα βοηθά τον ασθενή να ακολουθήσει μια δίαιτα ελεγχόμενης θερμιδικής πρόσληψης και να μειώσει το βάρος του».

«Σειρά κλινικών μελετών», εξηγεί ο κ. Ρίχτερ, εξέτασε την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού βουπροπιόνης/ναλτρεξόνης σε άτομα με ή χωρίς διαβήτη, αποδεικνύοντας τη σημαντική του επίδραση στο σωματικό βάρος, προκαλώντας μεταβολή της τάξης του 7%-10%.

Το σκεύασμα αυτό κυκλοφορεί ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, αφού τον Μάρτιο του 2015, έλαβε έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για διάθεση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και σύντομα αναμένεται, τόσο στη χώρα μας, όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Στην Ελλάδα, με βάση τα δεδομένα της έρευνας του Μήνα Χοληστερόλης του ΕΛΙΚΑΡ σε πάνω από 50.000 άτομα, το 40% των ενηλίκων είναι υπέρβαρο, το 20% παχύσαρκο και το 10% του πληθυσμού πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη.

«Αρκετές μελέτες καταδεικνύουν ότι ακόμα και οι μικρές απώλειες βάρους, δηλαδή 5%-10% του αρχικού βάρους, αρκούν για την παρουσία σημαντικών, κλινικά ουσιωδών βελτιώσεων στους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2», σύμφωνα με τον κ. Ρίχτερ.

Το 2010 εκτιμήθηκε ότι η παχυσαρκία ήταν η βαθύτερη αιτία για 3,4 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως, λόγω των συν νοσηροτήτων που τη συνοδεύουν. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο κ. Ρίχτερ, η παχυσαρκία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης, δυσλιπιδαιμίας, αντίστασης στην ινσουλίνη και ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, εμφράγματος του μυοκαρδίου, ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, αλλά και με αυξημένη φλεγμονή, υπνική άπνοια, διαταραχές του συμπαθητικού συστήματος, συγκεκριμένα είδη καρκίνων και οστεοαρθρίτιδα.

«Είναι αδιαμφισβήτητο», καταλήγει, «ότι η παχυσαρκία υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής, ενώ ταυτόχρονα ενέχει μεγάλο υγειονομικό κόστος».