Το παιδί μου δεν χωράει; Ή μήπως το σχολείο σας δεν φτιάχτηκε για να χωράει όλα τα παιδιά;

Σταμάτα ό,τι κάνεις και φαντάσου: να κρατάς για πρώτη φορά το παιδί σου. Να βλέπεις το αθώο προσωπάκι του και να νιώθεις πως όλος σου ο κόσμος είναι αυτό. Και τότε ξεκινάς να ονειρεύεσαι: πως θα μεγαλώσει, θα κάνει φίλους, θα παίξει, θα ερωτευτεί, θα μάθει γράμματα. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να ζήσει χαρούμενα.

Φαντάσου τώρα πως αυτό το παιδί μεγαλώνει λίγο διαφορετικά από τα υπόλοιπα. Είναι ευφυέστατο, γεμάτο αγάπη, χιούμορ και φαντασία, αλλά ίσως να επεξεργάζεται πιο αργά κάποια ερεθίσματα. Ίσως να ζορίζεται με τους ήχους, να μην μπορεί να προσηλωθεί, να είναι υπερκινητικό ή να έχει κινητικές δυσκολίες.

Και έρχεται η ώρα να φοιτήσει στο σχολείο. Την παραμονή, ξενυχτάς από την αγωνία και τη συγκίνηση. Σκέφτεσαι τα υπέροχα πράγματα που έχει να ζήσει. Το πρωί, σου μιλά για το όνειρο που είδε: ένα σχολείο με χρώματα, παιδάκια που παίζουν και γελούν, που τραγουδούν και μαθαίνουν μαζί. Έναν ονειρικό κόσμο γεμάτο συμπερίληψη.

Το ντύνεις, του φτιάχνεις πρωινό, το ακούς να γελάει και ξεκινάτε για το σχολείο. Όλα δείχνουν όμορφα.

Φτάνετε. Το παιδί σου πλησιάζει τα άλλα παιδιά, γελαστό. Μα πριν προλάβει να τα πλησιάσει, σε σταματά ο πρώτος εκπαιδευτικός. Σε κοιτά και λέει: «Το παιδί σας χρειάζεται ειδική μονάδα».

Όχι ένταξη. Όχι κοινωνικοποίηση. Όχι ισότιμη συμμετοχή.

Ξαφνικά σωπαίνεις. Σκέφτεσαι: Διαχωρισμός. Στίγμα. Απομόνωση.

Δεν φωνάζεις. Είναι εκεί το παιδί σου. Δεν θέλεις να καταλάβει πως, με ευγενικό τρόπο, σας λένε ότι «δεν χωράει» με τα άλλα παιδιά.

Πριν προλάβεις να αντιδράσεις, σε καλούν στο γραφείο της διεύθυνσης για να «συζητήσετε». Σου προσφέρουν καφέ. Ξεκινούν να σου μιλάνε με σοβαρό ύφος: το παιδί σου «δεν μπορεί να ακολουθήσει τον ρυθμό της τάξης». Θα «τοποθετηθεί σε ειδική μονάδα εντός του σχολείου». Είναι «για το καλό του».

Κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο. Τα παιδιά παίζουν όλα μαζί. Μοιράζονται στιγμές. Και εσύ νιώθεις να μιλούν για το παιδί σου σαν να είναι «περιστατικό», μια «περίπτωση».

Ακούς τη φράση: «Είναι για το καλό του». Και τότε μέσα σου αρχίζει να κοχλάζει ένα μείγμα θυμού, πικρίας και αδικίας. Νιώθεις σαν χύτρα που βράζει.

Και τότε παίρνεις τον λόγο:

«Για το καλό του; Ξέρετε ποιο είναι το καλό για το παιδί μου; Να είναι μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Όχι περιθωριοποιημένο και στιγματισμένο επειδή το σχολείο σας δεν είναι συμπεριληπτικό για όλα τα παιδιά.»

«ΔΕΝ ΖΗΤΩ ΠΡΟΝΟΜΙΑ – ΑΠΑΙΤΩ ΤΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ».

Η διεύθυνση απαντά: «Κατανοούμε τον θυμό σας… αλλά κάνουμε ό,τι μπορούμε με όσα μέσα διαθέτουμε.»

Και τότε σε χτυπά η πιο ωμή πραγματικότητα. Δεν πρόκειται για προσωπική επιλογή, αλλά για συστημική αποτυχία. Ένα Κράτος Πρόνοιας που δεν μπόρεσε να δημιουργήσει σχολεία με κουλτούρα συμπερίληψης. Μια πολιτεία που αφήνει τα παιδιά έξω.

Σου λένε πως όλα γίνονται σύμφωνα με οδηγίες του ΥΠΠΑΝ. Πως η ειδική μονάδα είναι προσωρινή. Πως θα αποφασίσει επιτροπή ανθρώπων που δεν γνωρίζουν καν το παιδί σου.

Και τότε έρχεται η τελική πράξη. Σου ζητούν να υπογράψεις. Αν δεν το κάνεις, το παιδί θα μπει σε «καθεστώς μη φοίτησης». Χωρίς την υπογραφή σου, το παιδί θα κάθεται σπίτι.

Σε πλησιάζει ένα στυλό. Κρατάς στα χέρια σου την ευθύνη μιας υπογραφής που ισοδυναμεί με αποκλεισμό. Θες να φύγεις. Να προσποιηθείς πως όλο αυτό ήταν κακό όνειρο.

Αλλά ύστερα σκέφτεσαι: “Κι αν χάσει τη χρονιά; Καλύτερα να δώσω μια ευκαιρία.” Και τότε, υπογράφεις. Όχι από επιλογή. Από απελπισία. Από αγάπη.

Βγαίνεις από το γραφείο χωρίς να χαιρετήσεις. Περνάς την αυλή. Τα παιδιά παίζουν. Και ξέρεις: το δικό σου δεν θα είναι εκεί. Όχι γιατί δεν μπορεί.

Αλλά γιατί κανείς δεν μπήκε στον κόπο να αλλάξει το σύστημα.

Δεν γεννήσαμε «περιστατικά». Γεννήσαμε παιδιά. Που αξίζουν ισότητα, συμμετοχή, αποδοχή. Όχι διαχωρισμό.

Η συμπερίληψη δεν είναι χάρη. Είναι υποχρέωση. Και κάθε φορά που ένα παιδί μένει έξω, δεν φταίει το παιδί.

Φταίει το σύστημα που δεν το χώρεσε.

Σταμάτης Παπαβασιλείου,

Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος

Γενικός Γραμματέας Κεντρικού Συμβουλίου Νεολαίας Οικολόγων