Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία: Περιουσιακό και κούρεμα

Η ανάγνωση του τίτλου, ίσως δημιουργεί την εντύπωση πως, ουδεμία σύγκριση μπορεί να υπάρξει μεταξύ του γηραιού πια περιουσιακού προβλήματος της πατρίδας μας, και του νεογεννηθέντος ζητήματος του κουρέματος. Κι όμως, οι ομοιότητες τους, είναι ασύλληπτα πολλές και έντονες. Στο παρόν άρθρο, θα μας απασχολήσει μονάχα μία από αυτές, με τρόπο που περισσότερο γεννά ερωτήματα και παρέχει τροφή για σκέψη, παρά δίδει κάθετες και απόλυτες απαντήσεις.

Η ομοιότητα αυτή, δεν είναι άλλη από το δίλημμα που τίθεται στο Λαό, «κοινό καλό- σωτηρία του τόπου» από τη μία, και περιορισμός θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, ήτοι του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, από την άλλη. Υπάρχει πράγματι αυτό το δίλημμα, ώστε η προστασία του πρώτου να δικαιολογεί τη θυσία του δεύτερου;

Πριν τον σχολιασμό του διλήμματος αυτού, δέον να αναφερθεί ότι, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να περιοριστεί εφόσον τρεις προϋποθέσεις, καθορισμένες τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από διεθνείς συμβάσεις συντρέχουν: Πρώτον, εφόσον συντρέχει λόγος «δημοσίου συμφέροντος», έννοια που συγκεκριμενοποιείται σε κάποιο βαθμό από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, δεύτερον εφόσον τηρείται η προβλεπόμενη εκ του νόμου διαδικασία, και τρίτον εφόσον  παρέχεται δίκαιη αποζημίωση στον  πληγέντα.

Επιστρέφοντας λοιπόν στο ανωτέρω δίλημμα, είναι η θέση μου πως, τούτο δεν υπάρχει. Και οι λόγοι είναι πολλοί.

Ο πρώτος λόγος, έγκειται στο ότι «κοινό καλό», δεν μπορεί να αποτελεί η παραβίαση και/ή κατάλυση ενός θεμελιώδους δικαιώματος, εθνικά και υπερεθνικά κατοχυρωμένου, ήτοι του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Πρόκειται για δικαίωμα που θεμελιώθηκε με αίμα, που συνδέεται με την υπόσταση, το είναι, και την αξιοπρέπεια του ατόμου. Η παραβίαση του, δικαιολογείται μόνο κατ’εξαίρεση, και εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω παρατεθείσες προϋποθέσεις.

Είναι σαφές ότι στις δύο αυτές περιπτώσεις, περιουσιακού και κουρέματος, ακόμη κι αν η πρώτη προϋπόθεση πληρείται- γεγονός που θα σχολιαστεί κατωτέρω-, είναι αμφίβολο αν πληρείται η δεύτερη, αφού η διαδικασίες διαπραγμάτευσης και στις δύο περιπτώσεις, γίνονται έξω από οποιοδήποτε νομοθετικά θεσμοθετημένο πλαίσιο, ενώ στην περίπτωση του κουρέματος, επίσης δεν ακολουθήθηκε η καθορισμένη εκ του Συντάγματος διαδικασία απαλλοτρίωσης, ούτε οποιαδήποτε άλλη, εκ των προτέρων καθορισμένη δια νόμου διαδικασία.

Επίσης, σίγουρα δεν πληρείται η τελευταία προϋπόθεση, αυτή της δίκαιης αποζημίωσης. Όσον αφορά το κούρεμα, σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπάρχει καν αποζημίωση– π.χ.καταθέσεις άνω των €100.000 της Λαϊκής Τράπεζας-, ενώ σε άλλες δεν είναι δίκαιη- π.χ.παροχή μετοχών με ελάχιστη αξία, και μηδενική αξιοπιστία έναντι των κόπων μιας ζωής!. Όσο δε αφορά το περιουσιακό, εκεί, πέραν των προβλημάτων καθορισμού της αποζημίωσης, εμπλέκεται και το μέγα ζήτημα του δικαιώματος επιστροφής, που επιβάλλει restitution in integrum σαν κανόνα, και αποζημίωση μόνο κατ’εξαίρεση, θέματα που δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας ανάλυσης.

Επομένως, ένας τέτοιος, δίχως την πλήρωση των απαιτούμενων προϋποθέσεων, περιορισμός, δεν νοείται να εξυπηρετεί το «κοινό καλό», αφού σ’αυτό, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα του 21ου αιώνα, δεν μπορεί παρά να εμπίπτει και η προστασία του Κράτους-Δικαίου και του Κράτους-Νόμου.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, το αν πράγματι εξυπηρετείται το «κοινό καλό», αν σώθηκε η οικονομία, η κυριαρχία, το Κράτος, είναι μεγέθη μελλοντικά, μη μετρήσιμα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης. Και έτσι υπάρχει ο κίνδυνος- και κατά τη γνώμη μου ή πολύ μεγάλη πιθανότητα-, αυτό που ζυγίζεται έναντι του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας κάποιων ανθρώπων, να μην εξυπηρετείται τελικά, αλλά αντιθέτως η ληφθείσα απόφαση, να οδηγεί σε μια κατάσταση χειρότερη από την υφιστάμενη, ήτοι σε μια λύση του Κυπριακού άδικη, μη βιώσιμη και μη λειτουργική, και σε μια περαιτέρω οικονομική ύφεση, με ό,τι αυτά συνεπάγονται.

Είναι αδιανόητο λοιπόν, για μένα τουλάχιστον, ένα τέτοιο μελλοντικό και αμφίβολο «κοινό καλό», να υπερέχει της προστασίας ενός τόσο θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος, ακόμη και της μειοψηφίας του Λαού.

Ο τρίτος λόγος είναι ότι, δεν μπορεί να αποτελεί απόφαση που εξυπηρετεί το «κοινό καλό», μια απόφαση που, υπαρχόντων των δύο ανωτέρω δεδομένων – ήτοι χωρίς την πλήρωση των απαιτούμενων προϋποθέσεων, και χωρίς οποιαδήποτε εγγύηση πραγμάτωσης του σκοπού για τον οποίον περιορίστηκαν-  θα δημιουργήσει ένα προηγούμενο παραβίασης, ή και κατάλυσης θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, που μπορεί την επαύριο να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει οποιοδήποτε άλλο περιορισμό ή κατάλυση, του ιδίου ή άλλων δικαιωμάτων, των ιδίων ή άλλων φορέων.

Συντρεχόντων των τριών ανωτέρω σημείων λοιπόν, είναι κατά τη γνώμη μου σαφές, ότι τέτοιο δίλημμα, «κοινό καλό- σωτηρία του κράτους», και προστασία ατομικών δικαιωμάτων, δεν υπάρχει. Η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στην ιδιοκτησία, δεν είχε αντίπαλο να σταθμιστεί. Απλά ταυτίζεται απόλυτα, με την εξυπηρέτηση του «κοινού καλού», τη «σωτηρία του τόπου».

Γιάλλουρου Σαλώμη

Διδακτορική φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Αντιπρόεδρος Κίνησης Νέων Επιστημόνων Κινήματος Οικολόγων