Τουρκικό τεστ αντανακλαστικών

Η βδομάδα που μας πέρασε ήταν αρκετά έντονη καθώς ελλόχευε ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου  μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.  Πιθανή σύγκρουση νοτίως του Καστελόριζου αναπόφευκτα θα ισοδυναμούσε με γενικευμένη πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποσταθεροποιούσε την περιοχή και θα επηρέαζε άμεσα και την Κύπρο. Παρόλες τις ενδείξεις για αποκλιμάκωση, η Τουρκία συνεχίζει να «κρατά» αγκυροβολημένο το ερευνητικό πλοίο Oruc Reis στο λιμάνι της Αττάλειας, στέλνοντας μήνυμα πως δεν έχει ολοκληρωθεί τελείως το ζήτημα.

Η παρέμβαση της Γερμανίας ήταν καταλυτική για να αποφευχθεί το θερμό επεισόδιο. Μια γενικευμένη σύγκρουση στην ανατολική Μεσόγειο είναι μια τελείως αρνητική εξέλιξη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Έτσι, η έκδοση της παράνομης NAVTEX (η οποία βρίσκεται ακόμα σε ισχύει, μέχρι τις 2 Αυγούστου) και η κινητικότητα του Πολεμικού Ναυτικού της Τουρκίας, θορύβησαν τη διεθνής κοινότητα, που μέσω της Γερμανίας παρέμβηκε για να αποτρέψει τα χειρότερα.

Η Τουρκία με την έκδοση της παράνομης NAVTEX ουσιαστικά προσπάθησε να τεστάρει τις αντοχές και τα αντανακλαστικά της Ελλάδας και της ΕΕ. Προφανέστατα, σε περίπτωση που έβλεπε πως «την έπαιρνε» να στείλει το Oruc Reis, θα το έπραττε. Ωστόσο, η αντίδραση της Ελλάδας άφησε μόνο δύο επιλογές στην Τουρκία, ή την γενικευμένη σύρραξη με την Ελλάδα ενάντια στις επιθυμίες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ή τη ματαίωση της ερευνητικής αποστολής. Τελικά έγινε το δεύτερο, αλλά δεν πρέπει να θεωρούμε πως η Τουρκία δεν μπορεί να επανέλθει με παρόμοιο τρόπο στο εγγύς μέλλον.

Σκοπός του κλίματος που αναπτύχθηκε είναι: να εξεταστεί η δυνατότητα ταχείας αντίδρασης της Ελλάδας και ταυτόχρονα να διατηρηθεί το κλίμα πόλωσης, που προκαλεί μια ρευστή κατάσταση στην περιοχή.

Από τη δική μας πλευρά, τα διαβήματα των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου έφεραν αποτέλεσμα. Έχει γίνει κατανοητό στη διεθνή κοινότητα πως η ένταση προξενείται από την απροθυμία της Τουρκίας να λύσει τα όποια προβλήματα προκύπτουν με διάλογο και προχωρά σε έκνομες ενέργειες. Επίσης, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις παρουσίασαν πολύ ψηλά επίπεδα ετοιμότητας και παραμένουν μέχρι σήμερα σε επιφυλακή.

Το ελληνικό πολεμικό Ναυτικό έχει απλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο «αγκαλιάζοντας» και την Κύπρο. Οι δυναμικές κινήσεις του ελληνικού ναυτικού έδειξαν στην απέναντι πλευρά πως δεν μπορεί να κάνει ότι θέλει εντός των ελληνικών υδάτων. Ωστόσο, αναμένεται πως όσο κοντεύουμε στις τουρκικές εκλογές του 2023, τόσο πιο πιθανή είναι η πρόκληση θερμού επεισοδίου, καθώς στο εσωτερικό το καθεστώς Ερντογάν δέχεται σημαντικές πολιτικές πιέσεις.

Το καθήκον μας είναι να παραμείνουμε ενωμένοι και ψύχραιμοι, καθώς τίποτα δεν δείχνει πως η Τουρκία θα αφήσει την προκλητική της στάση στην άκρη. Στο μεσοδιάστημα καλό θα ήταν να εξετάσουμε ποιοι στάθηκαν δίπλα μας και ποιοι προτίμησαν να σιωπήσουν ευνοώντας την Τουρκία. Αρχικά, η μόνη χώρα που στάθηκε έμπρακτα δίπλα σε Ελλάδα και Κύπρο, ήταν η Γαλλία. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, είναι ένας από τους σημαντικότερους συμμάχους του Ελληνισμού. Επί διακυβερνήσεως Νίκου Αναστασιάδη οι σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Γαλλίας είναι άψογες.

Αντίθετα, οι πολιτικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς και αριστεράς, δεν τήρησαν ούτε τα προσχήματα. Την προηγούμενη Δευτέρα, 70 ευρωβουλευτές έστειλαν επιστολή στον Ύπατο Εκπρόσωπο Εξωτερικών Υποθέσεων, Ζοζέπ Μπορέλ, με την οποία καταδίκασαν τις ενέργειες της Τουρκίας και ζήτησαν την ανάληψη δράσεων ενάντια στο καθεστώς Ερντογάν. Την επιστολή υπόγραψαν Ευρωβουλευτές από όλες τις πολιτικές ομάδες, πλην αυτής των ακροδεξιών του Ματέο Σαλβίνι και της Μαρίν Λε Πεν. Φαίνεται πως οι Σαλβίνι και Λε Πεν θυμούνται την τουρκική προκλητικότητα μόνο κατά την διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών τους. Καταδικάζουν τις έκνομες ενέργειες της Τουρκίας μόνο στους «πύρινους λόγους» τους που στοχεύον στη συσπείρωση των ψηφοφόρων τους.

Εκεί όμως που χρειάζεται να σταθούν ουσιαστικοί υποστηρικτές του Ελληνισμού, προτιμούν να απέχουν. Εξίσου κατακριτέα είναι η στάση που κράτησαν οι ομάδες της Αριστεράς, S&D (στο οποίο συμμετέχει ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ) και GUE/NGL (στο οποίο συμμετέχει το ΑΚΕΛ και ο ΣΥΡΙΖΑ). Οι δύο πολιτικές ομάδες της Αριστεράς δεν υποστήριξαν την πρόταση του EPP (συμμετέχει ο ΔΗΣΥ και η Νέα Δημοκρατία) για ένα ψήφισμα που καταδίκαζε, με σκληρή γλώσσα, την Τουρκία, αφήνοντας έτσι στο απυρόβλητο την τουρκική προκλητικότητα.

Για ακόμα μια φορά τα δεδομένα μας επιβεβαιώνουν, η αλήθεια και η ορθή διαχείριση βρίσκονται μακριά από τα δύο άκρα.

Ευθύμιος Δίπλαρος,

Αντιπρόεδρος ΔΗΣΥ