Τι έσπευσε να προλάβει ο Ανδρέας Βγενόπουλος με την προσφυγή κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας

Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση…

Ο Ανδρέας Βγενόπουλος το ξέρει καλά και, «έσπευσε»… οψίμως να προλάβει να στήσει στο εδώλιο την κυπριακή κυβέρνηση πριν ολοκληρωθεί η διεξαγωγή από τον οίκο Alvarez and Marsal (A&M)της ανεξάρτητης έρευνας αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι τράπεζες Κύπρου και Λαϊκή έχουν ζητήσει κρατική στήριξη.

Ο κύριος «δεν γνωρίζω», «αποποιούμαι των ευθυνών», «φταίνε οι άλλοι» στη συνέντευξη τύπου που έδωσε δεν πρωτοτύπησε.

Εξαπέλυσε κατηγορίες για ψέματα, κατασκευασμένη καταβαράθρωση της Λαϊκής και πραξικοπηματική απομάκρυνσή του από τη Λαϊκή.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν εκ των πραγμάτων πολλά…

Γιατί όσα κατήγγειλε μόλις χθες, δεν τα είπε όταν υπέβαλε την παραίτησή του;

Μήπως γιατί η συγκεκριμένη χρονική περίοδος τον βολεύει;  Μήπως γιατί έπρεπε να σπεύσει να προφυλάξει τα νώτα του εν αναμονή της έκθεσης Alvarez and Marsal, που θα είναι έτοιμη γύρω στα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου και, σύμφωνα με τα όσα έχουν διαρρεύσει, θα στοιχειοθετεί και ποινικές ευθύνες;

Γιατί τόσα χρόνια μετά, δεν διστάζει να αποδείξει ότι είναι άνθρωπος με προσωπικό μένος; Στρέφεται, έναντι ενός κράτους και ενός λαού που βρίσκονται σε μία από τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας τους, ένα μόλις βήμα πριν από την χρεοκοπία και ζητάει επανόρθωση της ζημίας που υπέστη η Λαϊκή ύψους 823.863.584 ευρώ.

Ο κ. Βγενόπουλος καταγγέλλει σωρεία δυσμενών ενεργειών σε βάρος Λαϊκής τράπεζας και της  MIG  με νόμο που είχε ψηφίσει η κυπριακή Βουλή και όριζε ότι σε περίπτωση δημόσιας συμμετοχής σε τράπεζα,  η πλειονότητα των μελών του διοικητικού της συμβουλίου θα διορίζεται από την κυβέρνηση.

Γιατί ο κ. Βγενόπουλος καταγγέλλει τώρα την κυπριακή δημοκρατία για τον νόμο που ψηφίστηκε τότε; Και με ποιο δικαίωμα χαρακτηρίζει νόμο που ψήφισε δημοκρατικά  η Βουλή των αντιπροσώπων, ως «λανθασμένο».

Προφανώς, γιατί κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας, ο κ. Βγενόπουλος έχει μάθει να υποκαθιστά και τη Δικαιοσύνη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο.