Σε «καλή» και «κακή» τράπεζα χωρίζεται η Espirito Santo

Το σχέδιο σωτηρίας της Banco Espirito Santo ανακοίνωσε η Τράπεζα της Πορτογαλίας με διαχωρισμό της σε «καλή» και «κακή» τράπεζα. Στην πρώτη μεταφέρονται προσωπικό, καταθέσεις και υποκαταστήματα, ενώ η δεύτερη μένει με τα «τοξικά» προϊόντα.

H «καλή» τράπεζα -Novo Banco- θα δανειστεί κεφάλαια 4,9 δισ. ευρώ, τα οποία προέρχονται από το υπόλοιπο των χρημάτων του πορτογαλικού προγράμματος ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ.

Συνολικά, στο πορτογαλικό ΤΧΣ έμεινε ένα «μαξιλάρι» 6,4 δισ. ευρώ μετά την ανακεφαλαιοποίηση των πορτογαλικών τραπεζών (η Banco Espirito Santo δεν συμμετείχε).

Σε επόμενο στάδιο η τράπεζα θα πωληθεί προκειμένου να επιστρέψουν στο Ταμείο τα 4,9 δισ. ευρώ από τα αδιάθετα κεφάλαια του πορτογαλικού προγράμματος.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Πορτογαλίας Κάρλος Κόστα διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού από την απόφαση, ούτε επιβάρυνση των φορολογούμενων.

«Υπήρχε ανάγκη να υιοθετηθεί άμεσα ένα σχέδιο για να εγγυηθούμε τις καταθέσεις και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος» δήλωσε αργά το βράδυ της Κυριακής.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η ισπανική εφημερίδα El Pais, πρόκειται ουσιαστικά για εθνικοποίηση της τράπεζας, παρά το γεγονός ότι ο κεντρικός τραπεζίτης απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη λέξη.

Χαμένοι της υπόθεσης είναι οι μέτοχοι της παλαιάς τράπεζας, η οικογένεια της Espirito Santo που κατείχε το 20,1%, η Credit Agricole με 17% και η Bradesco με 3%, αν βεβαίως δεν έχουν ήδη πουλήσει τις μετοχές τους. Χαμένοι είναι όμως και οι μικρομέτοχοι της τράπεζας.

Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου μοντέλου σωτηρίας ευρωπαϊκής τράπεζας θέλει να περάσει το μήνυμα ότι ο χαμένος δεν είναι σε καμία περίπτωση ο καταθέτης ή ο φορολογούμενος, αλλά πρωτίστως ο μέτοχος.

Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση της Espirito Santo είχε δημιουργήσει εξαιρετικά δυσμενές κλίμα την ημέρα που η Ελλάδα βγήκε για δεύτερη φορά στις αγορές (αρχές Ιουλίου) με το 3ετές ομόλογο.

Το Δημόσιο κατάφερε να αντλήσει 1,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 3,5% από το σύνολο των 3 δισ. ευρώ που ενεγράφησαν στο βιβλίο προσφορών, εν μέσω ανησυχίας που είχε αναζωπυρωθεί για τον ευρωπαϊκό Νότο.