Σεφέρης: Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει

«Είναι πιο εύκολο να περάσει καμήλα από την τρύπα βελόνας, παρά Έλληνας πολιτικός να καταλάβει την Ελλάδα.»

«Η λογοτεχνία είναι δωρεάν στην Ελλάδα, γι’ αυτό και την εξευτελίζουν.»

Ο Γιώργος Σεφέρης, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, βραβευμένος το 1963 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ.

Φράσεις του σπουδαίου ποιητή που έχουν μείνει στην ιστορία:

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.

Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον.

Η Ελλάδα, η χώρα των παράλληλων μονολόγων.

Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες.

Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια.

Σ’ αυτόν τον τόπο όπου όλοι είμαστε τόσο τραγικά αυτοδίδακτοι…

Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

[Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης] Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά.
Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.

Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά, όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο, της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται, σαν μοναχό του, και βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει.

Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή.

Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Με τι καρδιά, με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή.

Τόσος πόνος τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στο ακρογιάλι.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει. Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα στο πρόσωπό της.

Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι ανάμεσα από τα δάχτυλα μου χωρίς να πιω μια στάλα.

Τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους; «Ελένη»

Είπες εδώ και χρόνια: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός.»

Βαθιά ηχώ από την ιστορία της Ελλάδας είναι το ποιήμα που ακολουθεί, γραμμένο το 1937, πάλι σε δικτατορία, όταν ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος πρόβαλλε στον ορίζοντα:

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ως που να βρούμε τα νερά του βουνού.

Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.

Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της “Ωραίας Ελένης του Μενελάου”.
Χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάνδρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως “έρχεται εξ Ομονοίας”
“Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος” απαντά κι είν’ ευχαριστημένος
“βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό”.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια,
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά.
Αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν “σωσίτριχα” φωτογραφίζουνται.
Ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γέρο φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν “ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.

Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937