*της Ιωάννας Παναγίδου, ideopsis Ltd
Οι πόλεις αντανακλούν τον κόσμο μας, ενσωματώνοντας τις κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές δομές κάθε εποχής. Η σχέση των πόλεων με το φυσικό περιβάλλον είναι δυναμική και αμφίδρομη, καθώς επηρεάζονται από αυτό, αλλά το μετασχηματίζουν ταυτόχρονα μέσα από τις δραστηριότητές τους. Γι’ αυτό, ο αστικός σχεδιασμός δεν μπορεί παρά να στοχεύει σε μια ισορροπημένη συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης, επιδιώκοντας οικολογική και κοινωνική ισορροπία και μακροπρόθεσμη ευημερία. Μια πραγματικά βιώσιμη πόλη προϋποθέτει στρατηγικές που σέβονται το περιβάλλον, αξιοποιούν υπεύθυνα τους φυσικούς πόρους και ενισχύουν την ανθεκτικότητά της απέναντι στις διαρκώς μεταβαλλόμενες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις.
Ως φυσική προέκταση του αστικού σχεδιασμού και της σχέσης πόλης-περιβάλλοντος, τα κτίρια αναγνωρίζονται ως βασικά δομικά στοιχεία των πόλεων, όχι απλώς ως κατασκευές, αλλά ως φορείς ταυτότητας, ιστορίας και καθημερινής ζωής — στοιχεία βαθιά συνδεδεμένα με την ανθρώπινη φύση. Η συντήρηση και προσαρμογή του αστικού ιστού βάσει σύγχρονων πολεοδομικών πρακτικών και με στρατηγικό άξονα την αειφορία, καθίστανται επιτακτικές, ιδιαίτερα στην περίπτωση κτιρίων υψηλής αισθητικής και ιστορικής αξίας, όπως διατηρητέα, μνημεία, πολιτιστικοί χώροι, παραδοσιακοί οικισμοί και ιστορικά κέντρα (Τσαλουκίδου, 2020). Οι χώροι αυτοί ενσωματώνουν πολιτισμικά στοιχεία, λειτουργούν ως πηγή γνώσης, έμπνευσης και τεκμηρίωσης, και αποτελούν ζωντανές αποδείξεις ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας στον χρόνο. Όλα αυτά συνθέτουν το ουσιαστικό περιεχόμενο της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η βιωσιμότητα στον χώρο της πόλης ορίζεται ως η ικανότητα μιας κοινότητας να λειτουργεί και να εξελίσσεται διατηρώντας ισορροπία ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες, τις οικονομικές απαιτήσεις και τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Ωστόσο, αυτή η ισορροπία δοκιμάζεται συνεχώς από σύνθετες και εντεινόμενες πιέσεις, φυσικές καταστροφές, όπως σεισμοί, πλημμύρες και πυρκαγιές, την κλιματική αλλαγή, αλλά και κοινωνικοοικονομικές κρίσεις, όπως η φτώχεια, οι ανισότητες, η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η αστική κληρονομιά, καλείται όχι μόνο να προστατέψει τη συλλογική μνήμη, αλλά και να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες χρήσεις γης πoυ προκαλούνται από φαινόμενα όπως, η αστικοποίηση ή η αποψίλωση των δασών.
Οι επιπτώσεις της εντεινόμενης περιβαλλοντικής ανισορροπίας είναι πλέον ορατές. Ακραίες εκδηλώσεις, όπως έντονες βροχοπτώσεις, ισχυροί άνεμοι, πυρκαγιές και πλημμυρικά γεγονότα, υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία, πλήττουν ευάλωτες δομές πολιτιστικού χαρακτήρα, υπονομεύοντας τη σταθερότητα και τη συνέχεια του αστικού τοπίου. Η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ρύπανση των υδάτων, επιδεινώνουν τη φθορά, ειδικά όταν συνδυάζεται με ακραίες κλιματικές συνθήκες. Ανθρωπογενείς ρύποι, όπως οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και του θείου από βιομηχανίες και μεταφορές, συμβάλλουν σε φαινόμενα όπως η όξινη βροχή, η οποία επιταχύνει τη διάβρωση ιστορικών κτιρίων και μνημείων. Παράλληλα, οι πολιτικές συγκρούσεις και γεωπολιτικές εντάσεις δεν πρέπει να παραβλέπονται, ένοπλες συγκρούσεις, τρομοκρατικές επιθέσεις και πρακτικές πολιτιστικής κάθαρσης έχουν ως αποτέλεσμα την καταστροφή ή την ισοπέδωση ιστορικών κέντρων πόλεων, ως θύματα στρατηγικών ή εμπορικών ανταγωνισμών.
Πέρα από τις περιβαλλοντικές και γεωπολιτικές απειλές, σοβαρές επιδράσεις στην πολιτιστική κληρονομιά προκαλεί και η αδυναμία των εθνικών θεσμών να διαθέσουν επαρκείς πόρους για την προστασία της, ως απόρροια της οικονομικής κρίσης. Οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, στους μισθούς και στο προσωπικό, πλήττουν καίρια την ομαλή λειτουργία, τη συντήρηση και την ασφάλεια των χώρων πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Ως συνέπεια, το σύστημα υπολειτουργεί και η μειωμένη επισκεψιμότητα οδηγεί στην εγκατάλειψη σημαντικών ακινήτων με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και ιστορική αξία. Η παραμέληση αυτή δεν προκαλεί μόνο αισθητική υποβάθμιση, αλλά επιφέρει περιβαλλοντικούς και υγειονομικούς κινδύνους, καθώς οι χώροι αυτοί μετατρέπονται συχνά σε εστίες ρύπανσης, συγκέντρωσης απορριμμάτων και μικροβιακού φορτίου για την ευρύτερη περιοχή (Τσαλουκίδου, 2020).
Η έννοια της ανθεκτικότητας προβάλλεται ως βασική στρατηγική για τη διαχείριση των παραπάνω προκλήσεων και την επίτευξη της αειφορίας. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς απαιτεί τον συντονισμό διεθνών πρωτοβουλιών και παγκόσμιων οργανισμών, σε συνδυασμό με κρατική πολιτική και τοπικό σχεδιασμό, καθώς και την ενεργή συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. Κομβικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία διαδραματίζει ο πολεοδομικός σχεδιασμός, λειτουργώντας ως μηχανισμός ενίσχυσης και αναγέννησης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Καθοριστική είναι η συμβολή πολιτικών και παρεμβάσεων που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της ατζέντας των Ηνωμένων Εθνών, μέσω προγραμμάτων διεθνών οργανισμών και διακρατικών δικτύων συνεργασίας, τα οποία τη διακρατική αλληλεπίδραση. Ενδεικτικά, η UNESCO διαδραματίζει καίριο ρόλο στην προστασία των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μέσω της προώθησης κοινών πολιτικών και της δημιουργίας διεθνών προτύπων διαχείρισης. Η Agenda 2030 προτείνει ένα ολοκληρωμένο σύνολο 17 Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, ενώ το πλαίσιο “Tο μέλλον που θέλουμε (Τhe Future We Want)” προωθεί τη δημιουργία βιώσιμων πόλεων μέσω σύγχρονων πολεοδομικών προσεγγίσεων. Αντίστοιχα, το Habitat II εστιάζει στον πολεοδομικό σχεδιασμό και τη χωρική οργάνωση, αναδεικνύοντας τη σημασία μιας ολιστικής διαχείρισης του αστικού χώρου, που περιλαμβάνει ανανέωση, εκσυγχρονισμό, διατήρηση και πρόληψη (Τσαλουκίδου, 2020).
Για την ολιστική και βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων, είναι απαραίτητος ο καθορισμός σαφών στόχων και ενός κοινού οράματος συνεργασίας μεταξύ όλων των αρμόδιων φορέων και εμπλεκόμενων μερών. Το όραμα αυτό οφείλει να στηρίζεται σε διατομεακή και διεπιστημονική προσέγγιση, διασφαλίζοντας ότι η οργάνωση και η λειτουργία του αστικού χώρου σέβονται τόσο το περιβάλλον, όσο και τις πολιτιστικές αξίες των πόλεων. Η στρατηγική που θα υιοθετηθεί θα πρέπει να ενσωματώνει πρακτικές και εργαλεία που αναδεικνύουν τις ιστορικές περιοχές ως ζωντανά και ενεργά τμήματα του σύγχρονου αστικού ιστού, προωθώντας την αρμονική συνύπαρξη παράδοσης και καινοτομίας, μέσω πράσινων πολιτικών και βιώσιμων μορφών κινητικότητας.
Συνεπώς, ο πολιτισμός μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός βιώσιμης ανάπτυξης, ενισχύοντας την τοπική οικονομία μέσω ήπιας τουριστικής δραστηριότητας και προάγοντας την κοινωνική συνοχή. Τοιουτοτρόπως, συμβάλλει στην ενδυνάμωση της τοπικής ταυτότητας, την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και την εκπαίδευση των πολιτών σχετικά με τη σημασία της προστασίας της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Ο τουρισμός που αναπτύσσεται με σεβασμό στο περιβάλλον και στην τοπική κοινωνία διαφυλάσσει την ακεραιότητα του τόπου και ενισχύει τη βιωσιμότητά του, αναδεικνύοντας τη βαθύτερη σχέση του ανθρώπου με τον χώρο και την ιστορικότητά του (Τσαλουκίδου, 2020).
Η βιώσιμη αστική ανάπτυξη προϋποθέτει προσεγγίσεις που συνδυάζουν αρμονικά το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Οι λύσεις βασισμένες στη φύση (Nature-based Solutions) προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες για την ενίσχυση της περιβαλλοντικής ανθεκτικότητας των πόλεων, ενώ παράλληλα προάγουν την ποιότητα ζωής. Όταν αυτές οι λύσεις εφαρμόζονται σε συνδυασμό με την προστασία και ενεργοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς –είτε πρόκειται για ιστορικά κτίρια, παραδοσιακούς οικισμούς ή πολιτιστικά τοπία– δημιουργούνται συνέργειες που ενισχύουν τόσο την αστική ταυτότητα όσο και τη βιωσιμότητα. Η σύνδεση της φύσης με τον πολιτισμό και το δομημένο περιβάλλον δεν αποτελεί μόνο εργαλείο περιβαλλοντικής πολιτικής, αλλά και ευκαιρία για μια πιο ολιστική, ανθρώπινη προσέγγιση στον σχεδιασμό των πόλεων του μέλλοντος.
Συμπερασματικά, η ανθεκτικότητα αναδεικνύεται ως κρίσιμος παράγοντας για τη βιωσιμότητα των σύγχρονων πόλεων, καθώς αντανακλά την ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε μεταβαλλόμενες κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές συνθήκες, διατηρώντας τη λειτουργικότητα και τη συνοχή τους. Η επανάχρηση και ενεργοποίηση ιστορικών τόπων δεν αποτελεί μόνο πράξη διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά συμβάλλει ουσιαστικά στη δημιουργία πιο ευέλικτων και ανθεκτικών αστικών συνόλων. Καθοριστικής σημασίας είναι ο ανθρωποκεντρικός σχεδιασμός, ο οποίος προωθεί τη συμμετοχή των πολιτών και ενσωματώνει την ιστορική πόλη στη σύγχρονη καθημερινότητα, διαμορφώνοντας ένα συνεκτικό, ζωντανό και ουσιαστικά βιώσιμο αστικό μέλλον.