ΠτΔ: Η Κύπρος πρέπει να καταστεί ξανά ένα ομαλό κράτος

Ο Προέδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης, σε χαιρετισμό του στην τελετή έναρξης του 19ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Αποδήμων Κυπρίων (ΠΟΜΑΚ και ΠΣΕΚΑ) και της Συνόδου του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Νεολαίας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Αποδήμων Κυπρίων (ΝΕΠΟΜΑΚ), διαμήνυσε ότι η Κύπρος πρέπει να καταστεί ξανά ένα ομαλό κράτος μακριά από τις παρεμβάσεις τρίτων, τονίζοντας ότι εμπιστεύεται απόλυτα όλους ανεξαίρετα ότι θα ενώσουν δυνάμεις αν ακολουθήσουν κρίσιμες ώρες.

Αυτόυσια η ομιλία του Προέδρου Αναστασιάδη:

Είναι, όπως πάντα, πραγματικά με ιδιαίτερη χαρά αλλά και συγκίνηση που η Κύπρος αλλά και ο ίδιος προσωπικά σας καλωσορίζουμε με την ευκαιρία των εργασιών του 19ου Παγκοσμίου Συνεδρίου Αποδήμων Κυπρίων. Και νιώθω ιδιαίτερα ευτυχής γιατί φέτος παρατηρείται μια χωρίς προηγούμενο συμμετοχή των αποδήμων μας.

Με την πλούσια και πολύπλευρη δράση σας σε πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, καθώς και φιλανθρωπικό περιεχόμενο, προσφέρετε σημαντικό πλεονέκτημα στις προσπάθειες για προώθηση των εθνικών μας θέσεων, αλλά και της Κύπρου ως περιφερειακού κέντρου σταθερότητας, συνεργασίας και επιχειρηματικότητας, στη διαμόρφωση μιας θετικής εικόνας για την πατρίδα μας στο εξωτερικό και γενικότερα στην περαιτέρω ενίσχυση των διακρατικών σχέσεων μεταξύ της Κύπρου και των χωρών που διαμένετε.

Γνωρίζουμε και είμαστε πραγματικά περήφανοι και ευγνώμονες για το δυναμισμό σας, τον πατριωτισμό σας, την αγάπη σας για την ιδιαίτερη μας πατρίδα, τη στήριξη της παράδοσης, του πολιτισμού και της γλώσσας μας, καθώς και για τις άοκνες προσπάθειες σας να διατηρήσετε άρρηκτους τους δεσμούς με τη γενέτειρά σας, την πατρίδα μας.

Εκ μέρους της Πολιτείας, αλλά και όλου του κυπριακού λαού, σας ευχαριστούμε ακόμα μια φορά για αυτές τις συνεχείς σας προσπάθειες και σας διαβεβαιώνουμε ότι η Κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις θα συνεχίσουν να σας στηρίζει με όλους τους δυνατούς τρόπους έτσι ώστε να συνεχίσετε με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τη δράση σας.

Όπως πάντα, θέλω να προβώ σε ιδιαίτερη αναφορά στη νέα γενιά που αποτελεί το μέλλον της διασποράς μας, τις νέες και τους νέους μας, και να τους υποσχεθώ ότι θα στεκόμαστε πάντοτε αρωγοί στις οργανωμένες δράσεις τους, στα ζητήματα παιδείας και εκπαίδευσης τους, καθώς και στις καινοτόμες πρωτοβουλίες και δραστηριότητες τους.

Σε αυτό το σημείο, επιτρέψετε μου να αναφέρω ότι, με στόχο την αξιοποίηση του ρόλου και των δυνατοτήτων των αποδήμων μας, ακολουθήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια μια κοινή στρατηγική με την Ελλάδα, καθώς και με άλλες φίλες χώρες όπως το Ισραήλ και την Αρμενία.

Μια στρατηγική που οδήγησε το Νοέμβριο του 2016 στην υπογραφή Μνημονίου Συνεργασίας για θέματα Αποδήμων μεταξύ Κυπριακής και Ελληνικής Δημοκρατίας – και στο σημείο αυτό χαιρετίζω την παρουσία του φίλου Τέρενς Κουίκ- και Μνημονίου Συναντίληψης για θέματα διασποράς μεταξύ Κύπρου και Αρμενίας, τον περασμένο Ιούνιο, καθώς και μέσω της ένταξης των θεμάτων διασποράς στην ευρύτερη Τριμερή Συνεργασία Κύπρου, Ελλάδας, Ισραήλ, προωθώντας έτσι τον ευρύτερο συντονισμό μεταξύ Κυπριακής, Ελλαδικής και Εβραϊκής Διασποράς. Θα ήθελα να εξάρω το έργο του Επιτρόπου Προεδρίας για το έργο που επιτελεί και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ενισχύοντας συνεχώς τη δυναμικότητα της διασποράς μέσα από συνεργασίες με ευρύτερα στρώματα. Συνενώνοντας δυνάμεις δημιουργούμε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε πολιτικές που αφορούν την εθνική επιβίωση του κυπριακού λαού, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

Τις επόμενες των ημερών θα έχετε την ευκαιρία να ενημερωθείτε από τους αρμόδιους Υπουργούς για την πρόοδο που καταγράφεται στον τομέα της οικονομίας, την πορεία εφαρμογής των ενεργειακών μας σχεδιασμών, το αναβαθμισμένο κύρος και ρόλο που η Κυπριακή Δημοκρατία διαδραματίζει στην περιοχή και όχι μόνο, αλλά και στις μεταρρυθμίσεις που επιτελέστηκαν και θα επιτελεστούν σε ζωτικούς τομείς του κράτους, με τη βοήθεια πάντα και το τονίζω, και όλων των εν τη Βουλή κομμάτων και των κοινωνικών εταίρων.

Εκείνο που γνωρίζω πως από εμέ αναμένεται είναι η ενημέρωση για τις τελευταίες εξελίξεις αλλά και τις προοπτικές που διαγράφονται για τερματισμό της απαράδεκτης κρατούσας κατάστασης.

Προτού αναφερθώ στα τελευταία γεγονότα, θα ήθελα, χάριν της ιστορικής αλήθειας, να υπενθυμίσω εν συντομία τις επίμονες και επίπονες προσπάθειες που καταβάλαμε προκειμένου να επιτύχουμε την εξεύρεση μιας λύσης που θα επέτρεπε τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα σύγχρονο και ευρωπαϊκό Ομόσπονδο κράτος. Και λέγοντας καταβάλαμε δεν εννοώ τις προσπάθειες μόνο της παρούσας Κυβέρνησης, αλλά τις προσπάθειες που κατέβαλαν όλοι οι προκάτοχοι μου. Όλοι. Άλλοι με προτάξεις, άλλοι με διεκδικητικότητα, άλλοι με νηφαλιότητα και μέσα από τον διάλογο επιδιώξαμε να πετύχουμε αυτό που όλοι ζητούσαμε, αυτό που τα ψηφίσματα των ΗΕ καταγράφουν. Την απαλλαγή της πατρίδας μας από τον κατοχικό στρατό, την απαλλαγή από αναχρονιστικά συστήματα που τάχα θα διασφάλιζαν τη συνταγματική τάξη ή την εδαφική ακεραιότητα και που δυστυχώς υπήρξαν η αφορμή των προβλημάτων που σήμερα ακόμα αντιμετωπίζουμε.

Αυτό που επιδιώξαμε όλοι είναι ένα κράτος που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες του συνόλου των νομίμων πολιτών και που θα διασφαλίζει τη μόνιμη σταθερότητα και ειρηνική συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μέσω προνοιών που θα το καθιστούν βιώσιμο και λειτουργικό.

Ταυτόχρονα, όπως συμφωνήθηκε και στις 11 Φεβρουαρίου 2014, το υπό μετεξέλιξη κράτος θα έχει μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα, μια και μόνη κυριαρχία, μια και μόνη ιθαγένεια. Αυτά είναι εξ εκείνων που συμφωνήθηκαν στο παρελθόν και που επαναλήφθηκαν και στις 11 Φεβρουαρίου ο κ. Εργολου ως ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας αμφισβητούσε πως η βάση των συνομιλιών θα έπρεπε να ήταν η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία αξιώνοντας την αναγνώριση ξεχωριστού κράτους.

Από τα πρώτα των θεμάτων που έθεσα τόσο στις διαπραγματεύσεις με τον κ. Έρογλου όσο και εν συνεχεία με τον κ. Ακκιντζί, ήταν πως προκειμένου να διασφαλίσουμε την ανεξαρτησία και κυριαρχία του Κράτους, θα έπρεπε να τερματιστεί το αναχρονιστικό σύστημα των εγγυήσεων του 1960 αλλά και η πλήρης αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.

Και χαίρομαι διότι σήμερα παρών είναι ο φίλος Ύπατος Αρμοστής της Αγγλίας ο Μάθιου Κιντ, όταν ήγειρα για πρώτη φορά το θέμα βρισκόμενος ακόμα όχι στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά στην ηγεσία του ΔΗΣΥ. Και θυμάστε φίλε Πρέσβη ότι σας είχα εγείρει το θέμα των εγγυήσεων και ότι ο τερματισμός τους θα ήταν ο μόνος τρόπος να εξευρεθεί συμβιβασμός σε θέματα ευαίσθητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Γιατί πάντα ήταν η πίστη μου πως αν διασφαλίζαμε ένα πραγματικά ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος μακριά από τις όποιες επεμβάσεις ή δικαιώματα τρίτων, θα μπορούσε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι γνοιαζόμενοι για την ιδιαίτερη μας πατρίδα να μπορούμε από κοινού να ενεργούμε και να αποφεύγονται τα όποια αρνητικά μέσα από κάποιες ευαισθησίες λόγω του παρελθόντος ή της Ιστορίας μας.

Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλίσουμε πως η Ομοσπονδιακή Κύπρος θα ανταποκρίνεται πλήρως και αποτελεσματικά στις υποχρεώσεις της ως κράτος – μέλος της Ε.Ε., για πρώτη φορά, επιτύχαμε την ενεργό εμπλοκή της Ε.Ε., με στόχο τον έλεγχο της συμβατότητας των όσων συζητούνται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Την ίδια ώρα, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τις οικονομικές πτυχές της λύσης, και πάλι, για πρώτη φορά, είχαμε εμπλοκή της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων Διεθνών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, με απώτερο στόχο την ετοιμασία τεχνικών μελετών προς διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας της ενοποιημένης πια πατρίδας μας. Αλλά ταυτόχρονα και την εκτίμηση, και την όσο το δυνατόν ακριβέστερα, του κόστους του περιουσιακού (επανεγκατάσταση, αποζημιώσεις που είναι μια εκ των θεραπειών, κλπ), και την εξεύρεση πιθανών πηγών χρηματοδότησης των πτυχών της επιδιωκόμενης λύσης.

Οφείλω να ομολογήσω πως με την ανάδειξη του κ. Ακκιντζί στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, η νέα διαδικασία που ξεκίνησε το Μάιο του 2015, απέδωσε αποτελέσματα, με πρόοδο στα Κεφάλαια Διακυβέρνησης και Διαμοιρασμού Εξουσιών, Οικονομίας, Ε.Ε. και του Περιουσιακού.

Παρά ταύτα, παρά την παρατηρηθείσα πρόοδο, παρέμεναν και παραμένουν διαφορές και διαστάσεις απόψεων σε αριθμό θεμάτων που άπτονται των πιο πάνω κεφαλαίων, με πιο σημαντικές αυτές που αφορούν τα περιουσιακά δικαιώματα των όσων έχουν εκτοπισθεί αλλά και άλλες λεπτομέρειες που άπτονται της λειτουργικότητας του κράτους.

Πρόοδος επί κάποιων βασικών αρχών επιτεύχθηκε και στα κεφάλαια του Εδαφικού και της Ασφάλειας και Εγγυήσεων, στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια.

Θα πρέπει όμως να ομολογήσω πως κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας αντιμετωπίσαμε και μια σειρά προβλημάτων, όπως:

(α)           Η διακοπή των συνομιλιών με πρόφαση την άστοχη και άκαιρη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων,

(β)          Η υπαναχώρηση από επιτευχθείσες συγκλίσεις,

(γ)          Η μη τήρηση των συμφωνηθέντων που οδήγησαν τον Νοέμβριο του 2016 τις δύο πλευρές δις εις στο Μοντ Πελεράν με στόχο την κατάθεση χαρτών για εδαφικές αναπροσαρμογές που θα ήτο συμβατοί με αμοιβαία αποδεκτά κριτήρια,

(δ)          Η επιμονή της τουρκοκυπριακής πλευράς όπως ο διάλογος επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα θέματα εσωτερικών πτυχών, όπου διεκδικούσαν να λαμβάνουν και,

(ε)          Η άρνηση της τουρκοκυπριακής πλευράς να επιτρέψει τη διεξαγωγή του απαραίτητου «τεστ αντοχής» (stress test) στο τραπεζικό σύστημα όσο και η μη παροχή στοιχείων για τα δεδομένα του περιουσιακού. Για πέραν του ενάμιση έτους με απόφαση χρηματοδότησης από πλευράς ΗΠΑ σταθερά και αδιάλλακτα αρνούντο να επιτρέψουν τον έλεγχο της αξιοπιστίας του τραπεζικού τους συστήματος με αποτέλεσμα ελάχιστα πριν τη σύνοδο στο Κραν Μοντανά η Αμερικανική Κυβέρνηση να αποφασίσει τον τερματισμό της χρηματοδότησης. Αυτά είναι εξ εκείνων που πρέπει να λέγονται. Και διερωτώμαι πώς θα ήταν οικονομικά βιώσιμο ένα κράτος όταν δεν θα γνωρίσαμε την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος και τι θα απαιτείτο και ποιος θα ήταν εκείνος που θα συναινούσε χωρίς τη γνώση, με την αποδοχή καταστάσεων που θα μας οδηγούσαν στην οικονομική αβεβαιότητα.

Δυσκολίες, όμως, που λόγω της δικής μας επιμονής είτε ξεπεράστηκαν είτε επέτρεψαν να διατηρηθεί ο διάλογος και οι προοπτικές επίτευξης λύσης εν ζωή.

Αρκεί να αναφερθώ στην απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2016 όπου προκειμένου να διασώσουμε τη δυναμική των συνομιλιών και να αποτρέψουμε ένα οριστικό ναυάγιο και την επ’ αόριστον διακοπή των συνομιλιών λόγω της αθέτησης, από τουρκοκυπριακής πλευράς,  των όσων είχαν οδηγήσει τις δύο πλευρές στο Μοντ Πελεράν, συμφωνήσαμε στην πραγματοποίηση της Διάσκεψης για την Κύπρο στη Γενεύη.

Μια Διάσκεψη που έφερε την Τουρκία για πρώτη φορά ενώπιον των ευθυνών της όσον αφορά τον τερματισμό των εγγυητικών δικαιωμάτων και την απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων.

Παρά την αποτυχία της Διάσκεψης, καταγράφηκε μια σημαντική αρχή και αυτό πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και κάποιες φίλες χώρες που έδειξαν και δείχνουν ενδιαφέρον για τη λύση του Κυπριακού: Η ασφάλεια της μιας κοινότητας δεν μπορεί να αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της άλλης.

Και συνεπώς η διατήρηση επεμβατικών δικαιωμάτων αλλά και στρατιωτικής βάσης με μόνιμη παρουσία 1800 έως 2000 στρατιωτών δεν ήταν δυνατόν να θεωρείται από την ελληνοκυπριακή κοινότητα ως παράγοντας ασφάλειας και παράγοντας επικράτησης της ειρήνης.

Προκειμένου να αποτρέψουμε ένα παρατεταμένο αδιέξοδο λόγω της αποτυχίας της Διάσκεψης για την Κύπρο στη Γενεύη και πάντοτε με στόχο τη συνέχιση του διαλόγου για τα θέματα της Ασφάλειας, Εγγυήσεων, κατόπιν δικής μου εισήγησης ζητήθηκε την 1η Φεβρουαρίου από τα ΗΕ όπως προετοιμάσουν τη συνέχιση της Διάσκεψης για την Κύπρο σε τεχνοκρατικό επίπεδο στις αρχές Μαρτίου. Μια Διάσκεψη που δεν έλαβε χώρα λόγω της άρνησης της Τουρκίας.

Παρά ταύτα, με στόχο να διαφανούν επιτέλους οι προοπτικές λύσης του Κυπριακού, οι πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας και παρά την παντελή έλλειψη προόδου που εν τη ουσία παρατηρείτο από τον Νοέμβριο του 2016, αποδέχθηκα στις 17 Μαΐου 2017 να οδηγηθούμε εκ νέου σε μια πολυμερή διάσκεψη για την Κύπρο.

Μια διάσκεψη, στην οποία, στη βάση και του Ανακοινωθέντος των Ηνωμένων Εθνών στις 4 Ιουνίου,  για πρώτη φορά ρητά αναφέρθηκε και με σαφήνεια καταγράφηκε πως χωρίς την επίλυση ή την επίτευξη επαρκούς προόδου στο Κεφάλαιο της Ασφάλειας και Εγγυήσεων δεν θα μπορούσε να αναμένεται θετικό αποτέλεσμα από την όλη διαδικασία.

Όπως η ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση με τον ΓΓ καθ’ υπαγόρευση του ιδίου του ΓΓ όσον αφορά τα αποτελέσματα του Κραν Μοντανά και προς αποκατάσταση των πραγματικοτήτων και της ιστορικής αληθείας, θα ήθελα να τονίσω πως έχω ήσυχη τη συνείδηση μου πως έπραξα ότι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν όχι μόνο προς εξεύρεση λύσεως αλλά και προς αποτροπή του ναυαγίου.

Λόγω των απαράδεκτων τουρκικών προτάσεων που υπεβλήθηκαν στις 3 Ιουλίου στο θέμα της Ασφάλειας και Εγγυήσεων και ενόψει του διαφαινομένου αδιεξόδου, ανέλαβα την πρωτοβουλία και στις 5 Ιουλίου, υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, υπέβαλα προτάσεις που αντιμετώπιζαν σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων, χωρίς να παραγνωρίζουν τις ευαισθησίες των Ελληνοκυπρίων.

Επαναλαμβάνω προαπαιτούμενο αποδοχής των όποιων ευαισθησιών αντιμετώπιζαν οι Τουρκοκύπριοι ήταν πριν και πάνω από όλα η κατάργηση των εγγυητικών δικαιωμάτων, του μονομερούς δικαιώματος επέμβασης, της αποχώρησης μέσα σε χρονοδιάγραμμα του κατοχικού στρατού. Και λέω  – για να τερματιστεί μια φιλολογία που αναπτύσσεται στην Κύπρο ότι ο Πρόεδρος τα έδωσε όλα ή ότι εφόσον κατατέθηκαν στο τραπέζι παραμένουν και είναι δύσκολο να αποσυρθούν –  ότι βασική προϋπόθεση του εγγράφου ήταν ότι αν δεν επιτευχθεί πρόοδος στα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων, θα θεωρούνται ως μη γενόμενες. Και επειδή κάποιοι ενδεχόμενα βρίσκονται κατά αντιπαραθετικό τρόπο θέλουν να λένε ότι οτιδήποτε καταθέσεις στο τραπέζι μένει, θέλω να σας πω ότι η εκ περιτροπής προεδρία είναι προ 20ετίας αποδεκτή. Ακόμη και όταν στις 12 Ιουλίου 2005 μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, όταν στο Εθνικό Συμβούλιο επί αειμνήστου Τάσσου Παπαδόπουλου συζητούντο οι αλλαγές που θα επιφέραμε προκειμένου να βελτιωθεί το σχέδιο και να γίνει αποδεκτό, εκείνο που ο Πρόεδρος δεν συμπεριέλαβε τότε ήταν να εγείρει θέμα για κατάργηση της εκ περιτροπής προεδρίας. Αυτό καταγράφεται στα πρακτικά του Εθνικού Συμβουλίου. Και αυτό, όπως και ο ίδιος έλεγε, θεωρείτο κεκτημένο από τουρκικής πλευράς.

Ο Δημήτρης Χριστόφιας, μέσα από τις διαπραγματεύσεις είχε πετύχει κάτι σημαντικό. Γινόταν αποδεκτή η εκ περιτροπής προεδρία, αλλά το στοιχείο της διασταυρούμενης ψήφου και της σταθμισμένης ψήφου έδιδε πλέον τη δυνατότητα και στις δύο κοινότητες να αποφασίσουν ποια θα ήταν η ηγεσία τους. Και αυτό ήταν σημαντικότατο βήμα γιατί ο Τουρκοκύπριος εξτρεμιστής θα γνώριζε ότι δεν θα τύγχανε του ποσοστού της θετικής ψήφου που θα απαιτείτο από την ελληνοκυπριακή κοινότητα ούτε βεβαίως και ο ακραίος Ελληνοκύπριος θα ήταν δυνατόν να παραμένει προσηλωμένος πέραν των κανόνων καλλιέργειας ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Και παρά ταύτα ο Νίκος Αναστασιάδης είπε από την αρχή «δεν δέχομαι την εκ περιτροπής προεδρία». Ούτε και τώρα υπάρχει οτιδήποτε εκτός από την πρόταση της 5ης Ιουνίου που είπα ότι «θα ήμουν έτοιμος να το συζητήσω εάν και εφόσον επιτέλους δεχθείτε την κατάργηση εγγυητικών δικαιωμάτων, επεμβατικών δικαιωμάτων, χρονοδιάγραμμα αποχώρησης του κατοχικού στρατού» έτσι να αισθανόμαστε όλοι ότι επιτέλους ζούμε σε χώρα δική μας και όχι σε χώρα που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του οποιουδήποτε τρίτου.

Το ίδιο έπραξα όσον αφορά προτάσεις δημιουργικές. Και στην παρουσία του ΓΓ του ΟΗΕ στις 6 του μηνός παρουσίασα την αρχιτεκτονική ασφάλειας της νέας κατάστασης πραγμάτων, του υπό μετεξέλιξη κράτους.
Στις διαβουλεύσεις του ΓΓ που ακολούθησαν με τα μέρα, η τουρκική πλευρά άφησε να νοηθεί – και το υπογραμμίζω – πως θα επεδείκνυε ευελιξία στα πλαίσια των παραμέτρων που καθόριζε ο ΓΓ και που άπτονταν των επεμβατικών δικαιωμάτων αλλά και της κατάργησης των εγγυήσεων.

Στη μακρά διαβούλευση που επακολούθησε κατά τη διάρκεια του δείπνου και κατ’ αντίθεση με τις εντυπώσεις που η τουρκική πλευρά δημιούργησε στον Γενικό Γραμματέα, αλλά σε κάποιους φίλους που παρίσταντο από άλλες φίλες δυνάμεις, άφησαν να νοηθεί πως ήαν δυνατόν να αποδεχθούν την κατάργηση των εγγυήσεων αλλά και των επεμβατικών δικαιωμάτων. Και για ένα ολόκληρο βράδυ αυτό που ακούγαμε στις κατ’ επανάληψη ερωτήσεις – διότι επρόκειτο για τη σημαντικότερη στιγμή στο Κυπριακό – από τον κ. Τσαβούσογλου ήταν ότι η Τουρκία θα είναι θετική, θα είναι ευέλικτη και είναι εκεί που αντέδρασα και είπα επιτέλους σε ποια συμφωνία ή αν επιτευχθεί μια συμφωνία, σε τι θα αναφέρονται στα θέματα των εγγυήσεων; Ότι η Τουρκία θα είναι ευέλικτη; Τι θα αναφέρεται στα θέματα των επεμβατικών δικαιωμάτων; Ότι η Τουρκία θα είναι ευέλικτη; Και όλα αυτά μέσα από ένα μακρύ και δύσκολο διάλογο, οφείλω να πω, ο ΓΓ πρότεινε μια σύντομη ανακοίνωση όσον αφορά την κατάργηση – ήταν δική του θέση. Οποιος διαβάσει τις παραμέτρους όπως καταγράφηκαν θα διαπιστώσει ότι εμείς παραμείναμε συνεπέστατοι σε όσα οι παράμετροι λένε κατ’ αντίθεση με την Τουρκία. Όταν εισηγήθηκε – εφόσον αυτή ήταν η εικόνα που δημιουργήθηκε στον ΓΓ – ότι η Τουρκία ήταν έτοιμη να παραιτηθεί των εγγυητικών δικαιωμάτων, των επεμβατικών δικαιωμάτων – μια σύντομη ανακοίνωση – προκειμένου να επιτρέψει στους Πρωθυπουργούς να παραστούν στις επόμενες των ημερών για να υπάρξει συμφωνία αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και θα απέμενε η ημερομηνία λήξης ή αναθεώρησης, εκείνη τη στιγμή αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας όταν ρωτήθηκε αν αυτά θα ισχύουν από την πρώτη μέρα της λύσης, η απάντηση του κ. Τσαβούσογλου ήταν ότι «αυτό θα ήταν το όνειρο σας». Μας το είπε και προ της 6ης Ιουλίου το είπε και μετά. Ότι η πρόταση μας δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή.

Αποτέλεσμα να υποχρεωθεί ο ΓΓ να απολογηθεί ή να αναλάβει τις ευθύνες της μη κατανόησης επ’ ακριβώς των θέσεων του κ. Τσαβούσογλου.

Και ύστερα από αυτά διερωτώμαι πώς ήταν δυνατόν να αναμένει κανείς από την ελληνοκυπριακή πλευρά να αγνοήσει αυτά που καταγράφονταν πλέον, να αποδεχθεί μια τάχα συμφωνία πως μετά 15 χρόνια η ελαστικότητα θα τα περιόριζε στα 10 χρόνια, η Τουρκία θα μπορούσε ή θα διδόταν το δικαίωμα της αναθεώρησης. Αναθεώρηση σημαίνει και συγκατάθεση εκείνου με τον οποίον συμβάλλεσαι εάν θα συνεχίσουν ή όχι οι εγγυήσεις.

Μετά 10 ή 15 χρόνια με τη ρήτρα της αναθεώρησης εάν θα εγκαταλείψουν τα επεμβατικά δικαιώματα.

Το χείριστο ήταν η αξίωση για μόνιμη παρουσία κατοχικών στρατευμάτων σε τουρκική βάση στην τουρκοκυπριακή πολιτεία. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ήγειραν και θέμα πέραν των τεσσάρων ελευθεριών, ήγειραν και θέμα πρωτογενούς δικαίου. Και έθεταν ως προαπαιτούμενο κατά τη διάρκεια της 6ης Ιουλίου, αν και κατά πόσο περιέχετο στις παραμέτρους του ΓΓ και προς πίστη του ΓΓ δήλωσε ότι κάτι τέτοιο δεν περιλαμβανόταν στην ατζέντα των συζητήσεων.

Για αυτό και απερρίφθη εκείνο το αίτημα, αλλά παρέμενε διότι θεωρείτο ως προαπαιτούμενο για να επιτευχθεί συνολική λύση.

Χάριν προβληματισμού θα ήθελα να θέσω κάποια ερωτήματα που είμαι βέβαιος απασχολούν ή θα έπρεπε να απασχολούν όλους εμάς, εννοώ την ελληνοκυπριακή κοινότητα, που συνειδητά επιδιώκουμε να εξεύρουμε μια λύση που θα δημιουργεί βάσιμες προοπτικές ειρηνικής συμβίωσης και θα διασφαλίζει ένα ασφαλές μέλλον σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

Ποιος θα ήταν σε θέση να υποστηρίξει μια πρόταση λύσης ή πόσο βάσιμα μπορεί να υποστηρίξει ότι θα αποδέχετο ο λαός μια λύση που θα προέβλεπε, μεταξύ άλλων:

(α)          Διατήρηση της Συνθήκης Εγγυήσεων και του μονομερούς επεμβατικού δικαιώματος της Τουρκίας για 15 ή και 10 χρόνια, χωρίς ρήτρα τερματισμού αλλά με ρήτρα αναθεώρησης;

(β)          Δημιουργία στρατιωτικής βάσης στην τουρκοκυπριακή πολιτεία με την εσαεί παρουσία 1800-2000 Τούρκων στρατιωτών, με το πρόσχημα προστασίας του Κυπριακού Κράτους από εξωτερικούς κινδύνους; Και διερωτώμαι από ποιους απειλούμαστε; Από τη φίλη Αίγυπτο, τη φίλη Ιορδανία, τον φίλο Ισραήλ, τους Παλαιστινίους, τον Λίβανο με τους οποίους έχουμε άριστες και πλέον αναβαθμισμένες σχέσεις; Από τα κράτη του αραβικού κόλπου των οποίων δύο πολύ πρόσφατα έχουν διαπιστεύσει Πρέσβεις; Τη Σαουδική Αραβία και το Μπαχρέιν; Από ποιους άραγε απειλούμαστε, από τους Ευρωπαίους εταίρους μας; Από τις ΗΠΑ ή τη Ρωσία; Και χρειαζόμαστε τάχα την προστασία από εξωτερικούς κινδύνους;

(γ)          Την έλλειψη ασφαλούς συστήματος επιτήρησης εφαρμογής των προνοιών της λύσης, με την αξίωση της Τουρκίας όχι μόνο να είναι μία εκ των επιτηρητών αλλά και με μονομερές δικαίωμα επέμβασης, αν κατά την κρίση της η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν υλοποιεί τα συμφωνηθέντα;

(δ)          Την αποδοχή πως για κάθε απόφαση κάθε θεσμικού οργάνου, ανεξαρτήτως εάν θα αφορούσε ζωτικά συμφέροντα της μίας ή της άλλης κοινότητας, θα απαιτείται τουλάχιστον μια θετική τουρκοκυπριακή ψήφος;

Είχα προτείνει εκεί που θα επηρεάζονται αρνητικά από τις αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης τα συμφέροντα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, θα γινόταν αποδεκτή η θετική ψήφος, αρκεί να υπήρχε και ο ανάλογος αποτελεσματικός μηχανισμός επίλυσης των διαφορών ώστε να μην παραλύει το κράτος. Απερρίφθη από την τουρκοκυπριακή πλευρά. Επί παντός επιστητού θα έπρεπε να υπήρχε μια θετική ψήφος.

Και μια και μιλούμε με Κύπριους της διασποράς που διαβιούν σε δημοκρατικές χώρες είτε είναι οι ΗΠΑ, ή η Αγγλία, η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Αφρική, ρωτώ σε ποια από τις χώρες που ζείτε εφαρμόζονται ανάλογα συστήματα στη λήψη αποφάσεων και ποιος θα αποδεχόταν να σας δώσει το δικαίωμα στις αποφάσεις να υπάρχει και μια δική σας θετική ψήφος.

Στις αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης των ΗΠΑ απαιτείται από οποιαδήποτε των πολιτειών θετική ψήφος;

Απαιτείται στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου η θετική ψήφος της Σκοτίας ή της Βορείου Ιρλανδίας;

Κάποια στιγμή και οι φίλοι που μας συμβουλεύουν, και οι φίλοι που θέλουν να μας βοηθήσουν θα πρέπει να κατανοήσουν ότι, είμαι βέβαιος, πως η Γερμανία δεν θα ήθελε ποτέ τουρκικές εγγυήσεις και είμαι απόλυτα βέβαιος ούτε και η Αμερική όπως ούτε και η Αγγλία. Γιατί η Κύπρος πρέπει να θέλει τουρκικές εγγυήσεις; Γιατί θα πρέπει να διατηρήσουμε κατοχικά στρατεύματα; Ποια είναι η συμβολή της διεθνούς κοινότητας στην αποκατάσταση του διεθνούς δικαίου; Και πώς αναμένουν από ένα λαό ο οποίος εξαιτίας και με το πρόσχημα ότι θα αποκαθίστατο η συνταγματική τάξη, το 1974 δέχθηκε μια εισβολή και εκ τότε διαιρέθηκε η χώρα. 167 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες, παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι δυνατόν ποτέ να ζητάς την κατανόηση, την αποδοχή από εκείνον που δέχθηκε την εισβολή να έχει ως εγγυητή των εισβολέα;

Δεν θέλω να κάνω χρήση άλλων ονομάτων και χωρών ούτε και το κάνω για να προκαλέσω τον οποιονδήποτε αλλά και να ευαισθητοποιήσω, τις έγνοιες και τις ανησυχίες των Ελλήνων της Κύπρου, της ελληνοκυπριακής κοινότητας η οποία έζησε και θέλει να ζήσει ειρηνικά με τους Τουρκοκύπριους.

Και αυτό που πολλές φορές είπα και σήμερα θέλω να διαμηνύσω προς τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας είναι ότι έφτασε επιτέλους η ώρα να κατανοήσουν ότι οι Ελληνοκύπριοι μπορεί να τυγχάνουν της προστασίας με βάση το σημερινό καθεστώς – ποτέ με ανάλογο γείτονα δεν είναι κανείς βέβαιος – αλλά πολύ περισσότερο εκείνοι διατρέχουν τον κίνδυνο του αφανισμού, τον κίνδυνο μέσα από την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα ή και την παρουσία τουρκικού στρατού να είναι υποταγμένοι παρά τη θέληση τους σε αποφάσεις που δεν τους αφορούν, αλλά για να εξυπηρετούν τους τρίτους.

Απευθυνόμενος σε Κύπριους πατριώτες που ζουν στο εξωτερικό και δεν γνοιάζονται για τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, αλλά γνοιάζονται για την πατρίδα μας διότι εκείνη είναι το κόμμα τους, θα παρακαλέσω να κωφεύετε στα όσα λέγοντα από πολλούς και διάφορους, και δεν εννοώ τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Εκεί, ή προς εκείνους ή προς εμάς, η έκκληση σας πρέπει να είναι η ενότητα. Η ενότητα που θα έχει ως βάση τον κοινό στόχο: επιτέλους η χώρα μας να γίνει ξανά ένα ομαλό κράτος, μακριά από τις όποιες παρεμβάσεις τρίτων. Μπορούμε να συμβιώσουμε και να συνδημιουργήσουμε με τους Τουρκοκύπριους, αρκεί να μη μετατρέπονται ούτε οι Ελληνοκύπριοι ούτε οι Τουρκοκύπριοι σε όργανα εξυπηρέτησης τρίτων. Ο καθένας θα σέβεται και την εθνική του ταυτότητα και τις πολιτιστικές του παραδόσεις, θα είναι Ελληνοκύπριος, θα είναι Τουρκοκύπριος, αλλά πριν και πάνω από όλα θα έχει μια και μόνη πατρίδα, την Κύπρο.

Αν αποφασίσουμε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να υπηρετήσουμε την Κύπρο τότε μπορεί να συμβιώσουμε, τότε μπορεί να γίνουν αποδεκτές και οπωσδήποτε κάποιες διατάξεις που να αφορούν ευαισθησίες που σιγά σιγά αν όλοι ενδιαφερόμαστε για την Κύπρο θα ξεπεραστούν.

Εύχομαι κάθε επιτυχία στο συνέδριο σας και ένα σας λέγω – θα ενημερωθείτε από τις πολιτικές ηγεσίες – πως όπως και εσείς έτσι και εμείς. Στις κρίσιμες ώρες ενώνουμε δυνάμεις και εμπιστεύομαι απόλυτα όλους ανεξαίρετα ότι αυτό θα πράξουμε τις κρίσιμες ώρες, αν παραστεί η ανάγκη.