Πρόεδρος: Λυπούμαι ειλικρινά για την κατάληξη της σημερινής συνάντησης με τον κ. Ακιντζί

Λυπούμαι ειλικρινά για την κατάληξη της σημερινής συνάντησης με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη κ. Ακιντζί.

Και λυπούμαι γιατί, ενώ η όλη συζήτηση διεξαγόταν σε ένα – οφείλω να ομολογήσω- φιλικό και εποικοδομητικό πνεύμα και κλίμα, σε μια στιγμή που υπήρξε σύντομη διακοπή σαν αποτέλεσμα μιας διαφωνίας που ανεφύη μεταξύ των Ηνωμένων Εθνών και της δικής μας πλευράς η τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία αποχώρησε από τη συνάντηση χωρίς λόγο και καμιά αιτία. Παρά τις προσπάθειες του Ειδικού Συμβούλου του ΟΗΕ να επαναφέρει την τουρκοκυπριακή πλευρά στη συνάντηση, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ήταν ανένδοτος.

Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της συνάντησης που προηγήθηκε ο κ. Ακκιντζί επανέλαβε τα όσα δημοσίως ανέφερε σε σχέση με τις ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας με αφορμή την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Σε απάντηση, αναφέρθηκα εκτενώς και επεξήγησα τους λόγους για τους οποίους δεν δικαιολογούνται οι εκφρασθείσες ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Ανέφερα, μεταξύ άλλων, την ομόφωνη απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου υπερτονίζοντας πως η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν δικαιολογείται να αμφισβητεί τις αποφάσεις ή τις προθέσεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας, αφού στην ομόφωνη απόφαση γίνεται ξεκάθαρο ότι η επιδιωκόμενη λύση δεν είναι ούτε η ένωση, όπως δεν είναι βεβαίως και η διχοτόμηση.

Αντίθετα, επαναλαμβάνεται η προσήλωση σε μια λύση που θα είναι απόλυτα συμβατή με τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις κατά καιρούς ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου.

Περαιτέρω, όπως είχα αναφέρει και σε προχτεσινή μου δήλωση, «δεν θα επιστρέψω σε κανένα να αμφισβητεί τις ειλικρινείς προθέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς για την προσπάθεια εξεύρεσης μιας αποδεκτής και από τις δυο κοινότητες λύσης, όπως ξεκάθαρα αποτυπώνεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

Πρόσθετα, έκανα εκτενή αναφορά σε γεγονότα που παραγνωρίζουν από τουρκοκυπριακής πλευράς τις ευαισθησίες της ελληνοκυπριακής κοινότητας και παρά ταύτα δεν επιζήτησα τη διακοπή του διαλόγου, ούτε αξίωσα όπως ο Τουρκοκύπριος ηγέτης αναλάβει τις ευθύνες και επανορθώσει συμπεριφορές πολιτικών δυνάμεων της κοινότητας του.

Υπερτόνισα τη σημασία της προόδου που έχει επιτευχθεί και πως αυτό που έχει σημασία είναι η επικέντρωση μας στην συνέχιση του διαλόγου, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις εναπομείνασες διαφορές. Υπογράμμισα ακόμα ότι η πλευρά μας προσήλθε στη σημερινή συνάντηση καθ’ όλα έτοιμη και προετοιμασμένη για ουσιώδη διαπραγμάτευση, ως η συμφωνηθείσα ημερήσια διάταξη.

Μετά τα πιο πάνω, επεσήμανα πως δεν θα πρέπει να επιζητούνται προσχήματα προκειμένου να αποφευχθεί η ανάληψη των ευθυνών που φέρει η Τουρκία, ούτε να της επιτρέπεται να θέτει αξιώσεις και προϋποθέσεις που δεν αφορούν τα συμφέροντα του κυπριακού λαού.

Τέτοιες προσεγγίσεις, υπογράμμισα, υποσκάπτουν τη διαδικασία και δεν εκφράζουν ειλικρινή προσέγγιση που να συνάδει με όσα δημοσίως διακηρύττονται. Αυτό που αναμένουμε από την Τουρκία είναι να συμβάλει ουσιαστικά στην επίλυση θεμελιωδών πτυχών του κυπριακού προβλήματος που άπτονται των ανησυχιών της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Με την ευκαιρία θα ήθελα για άλλη μια φορά να εκφράσω τη διαφωνία μου με άστοχες ή αχρείαστες αποφάσεις ή δηλώσεις που επιτρέπουν την προσχηματική εκμετάλλευση από την Τουρκία ή την τουρκοκυπριακή κοινότητα προκειμένου να αποφύγουν την ανάληψη των ευθυνών που τους βαρύνουν.

Την ίδια ώρα θέλω με έμφαση να τονίσω πως η πλευρά μας κι εγώ ο ίδιος προσωπικά παραμένουμε πλήρως προσηλωμένοι στην εξεύρεση βιώσιμης και λειτουργικής λύσης και στη συνέχιση του διαλόγου όπως συμφωνήθηκε ενώπιον του ΓΓ ΟΗΕ στη Γενεύη στις 12 Ιανουαρίου 2017 και ως εκ τούτου καλώ τον Τουρκοκύπριο ηγέτη να εγκαταλείψει τις αιτιάσεις και να προσέλθει άμεσα με εποικοδομητική διάθεση για συνέχιση του διαλόγου, προκειμένου να πετύχουμε στις προσπάθειες για επίτευξη συνολικής λύσης που θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και των δυο κοινοτήτων.