Περί του άρθρου 30 του Κυπριακού Συντάγματος

Το άρθρο 30 του Συντάγματος κατοχυρώνει:

Την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη,
Απαγορεύει την διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου και της ποινικής τους ευθύνης από σώμα άλλο από το κατά νόμο συντεταγμένο δικαστήριο, αποκλειόμενης της σύστασης  δικαστικών επιτροπών ή έκτακτων δικαστηρίων κάτω από οιονδήποτε μανδύα,

Διασφαλίζει τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης[1]

Αποκλειστικός και μόνος κριτής των Αστικών Δικαιωμάτων και ποινικής ευθύνης του οιουδήποτε λοιπόν είναι τα Δικαστήρια μας.  Κανένα σώμα, άλλο από αυτά, δεν έχει
αρμοδιότητα να προβαίνει σε ευρήματα περί των πιο πάνω καταστάσεων που αφορούν την υπόσταση του ατόμου. Το τεκμήριο και/ή προνόμιο αυτής της κρίσης, ανήκει και ασκείται αποκλειστικά από τα Δικαστήρια μας. Κάτι, που απεφασίσθη και στο πλαίσιο διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[2].

Ιδιαίτερη ευαισθησία υπάρχει ως προς την έννοια της εντός ευλόγου χρόνου διεκπεραίωσης μίας δικαστικής διαδικασίας και/ή διάγνωσης αστικών αδικημάτων και/ή ποινικής ευθύνης έκαστου κατηγορούμενου. Είναι αλήθεια πως, σε επίπεδο Κυπριακών αποφάσεων αλλά και Ευρώπης, προεξέχει αυτή η βασική πτυχή και παράμετρος του γενικότερου δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και/ή δικαιώματος στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης.

Είναι επομένως της πάσης γνωστό πως, το δικαίωμα του δικάζεσθαι  εντός εύλογου
χρόνου διασφαλίζεται από το ¶ρθρο 30.2 του Συντάγματος και το ¶ρθρο 6(1)
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η σχετική διασφάλιση σκοπό έχει να υπογραμμίσει την
σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες δυνατόν να
θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της[3].

Στις ποινικές υποθέσεις εξυπηρετεί ακόμη ένα σκοπό και αυτός δεν είναι άλλος
από το να προστατεύει τα άτομα από μια μακρά κατάσταση αβεβαιότητας για την
τύχη τους[4].

Κατά την εξέταση δε, του τί αποτελεί εύλογο χρόνο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:

τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης περιλαμβανομένων ειδικώς της πολυπλοκότητας των πραγματικών ή νομικών ζητημάτων που εγείρονται της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και των αρμοδίων διοικητικών και δικαστικών αρχών[5]

Οι πιο πάνω νομολογιακές αρχές, που προκύπτουν από την πλούσια, επί του θέματος, Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έχουν υιοθετηθεί και από την δική μας Νομολογία.
Συγκεκριμένα[6], έχουν λεχθεί τα εξής:

Το εύλογο διάστημα αποφασίζεται με καθιερωμένα κριτήρια όπως, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η σημασία για εκείνον που υποβάλλει το αίτημα, η στάση των αρχών και η συμπεριφορά του ιδίου του αιτούντος.

Επίσης, βάσει συγγράμματος[7], τα ίδια κριτήρια, τίθενται, με σκοπό την ερμηνεία το τι συνιστά εύλογο.

Διαβάζουμε τα εξής σχετικά:

Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας είναι προφανώς αντικειμενικό γεγονός, εφόσον βέβαια είναι γνωστά τα χρονικά της ορόσημα, υπεισέρχονται όμως και άλλοι παράγοντες όταν χρειάζεται να εκτιμηθεί ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας. Η Επιτροπή και το Δικαστήριο εφάρμοσαν ειδικότερα τα ακόλουθα κριτήρια:

α. την πολυπλοκότητα της υπόθεσης

β. τη σημασία για τους αιτούντες

γ. τη στάση των αρχών

δ. τη συμπεριφορά του ίδιου του
αιτούντα.

Από την άλλη βεβαίως, η πολυπλοκότητα της κάθε υπόθεσης, σχετίζεται ταυτόχρονα με θέματα πραγματικών περιστατικών και δικαίου, όπως η φύση και σοβαρότητα των συγκεκριμένων ζητημάτων και παραβάσεων, ο αριθμός των ζητημάτων και των αξιόποινων πράξεων που μελετώνται στην ίδια υπόθεση, η φυσική και χρονολογική  απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα ή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Σε σχέση δε με τη σημασία που το ζήτημα έχει για τον αιτούντα, σημειώνεται πως εφαρμόζεται
γενικά πιο αυστηρό κριτήριο όταν πρόκειται για ποινικές διαδικασίες, ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος τελεί υπό προφυλάκιση. Η συμπεριφορά δε αυτού που επικαλείται το δικαίωμα, εδώ του εφεσίβλητου, μη συνεργασίας ή κωλυσιεργίας λαμβάνεται επίσης υπόψη. Το θέματα αυτά όμως, τονίζουμε και πάλιν πως, κρίνονται αντικειμενικά και ιδωμένα από ένα γενικότερο πρίσμα, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά και δεδομένα της κάθε υπόθεσης, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί του ότι εύλογου ή μη της όποιας δικαστικής διαδικασίας[8].

Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στις εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης (Νο.13), αναφορικά με το άρθρο 6 της Σύμβασης, όπου γίνεται παραπομπή σε αποφάσεις, στις οποίες η επίμαχη χρονική περίοδος κρίθηκε εύλογη ή μη, ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά στην κάθε υπόθεση.

Σε συγκεκριμένο σύγγραμμα[9] διαβάζουμε τα εξής, σε μετάφραση:

To εύλογο του χρόνου της δικαστικής διαδικασίας τόσο στις ποινικές όσο και μη ποινικές υποθέσεις, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Δεν υπάρχει δογματικά καθορισμένο διάστημα. Παράγοντες που πάντοτε λαμβάνονται υπόψη είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του αιτητή και η συμπεριφορά των αρμοδίων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Κανένας ειδικός παράγοντας δεν είναι καθοριστικός. Η ορθή προσέγγιση είναι, η εξέταση πρώτα των παραγόντων ξεχωριστά και μετά να υπολογιστούν οι σωρευτικές τους επιπτώσεις. Μολονότι, ειδικές περιπτώσεις
αργοπορίας που βαρύνουν την πολιτεία μπορεί να μη φαίνονται εύλογες, δυνατόν να κριθούν εύλογες, αν οι πιο πάνω παράγοντες προσμετρήσουν. Δεν εφαρμόζεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αρχή αναφορικά με το χρονικό τούτο διάστημα, τουλάχιστον ρητά, όταν υπολογίζεται το εύλογο του χρόνου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απλά υπολογίζει το ίδιο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όταν δε το κάνει αυτό, πρέπει
να έχει υπόψη του ότι το άρθρο 6 απαιτεί μόνο τέτοια ταχύτητα η οποία θα είναι συμβατή με τον ορθό τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν περιορίζεται στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης και στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Έχει αναφερθεί και σε άλλους παράγοντες. Ένας τέτοιος παράγοντας είναι το τί διακυβεύεται για τον κατηγορούμενο. Ως εκ τούτου χρειάζεται ειδική επιμέλεια σε υποθέσεις που αφορούν στην απασχόληση του κατηγορουμένου, την πολιτική υπόσταση του, την ψυχική του υγεία ή τον τίτλο του επί της ακίνητης ιδιοκτησίας ή όπου είναι θέμα τροχαίου ατυχήματος.

Στο πιο πάνω σύγγραμμα[10] υποδεικνύεται ότι σε όλες τις υποθέσεις όπου η διαδικασία κράτησε πάνω από 8 χρόνια ή περισσότερο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχεδόν πάντοτε διαπίστωνε παραβίαση του αρ. 6(1). Στο άλλο άκρο – σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συγγραφείς- σε υποθέσεις όπου τα γεγονότα συνηγορούσαν υπέρ μιας συγκεκριμένης ανάγκης για επιτάχυνση, περίοδος 2 ετών κρίθηκε μη εύλογος[11]. Ανάμεσα σ’ αυτά τα άκρα, αναφέρουν οι συγγραφείς του εν λόγω συγγράμματος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι μερικές υποθέσεις που διήρκεσαν 6 ή 7 χρόνια δεν συνεπάγοντο παραβίαση του αρ. 6(1) όπου υπήρχαν ειδικές περιστάσεις που το δικαιολογούσαν[12] και έκρινε διαδικασίες που κράτησαν 3 με 5 χρόνια σε άλλες υποθέσεις ότι πήραν μη εύλογο χρόνο[13].

Συνεχίζουν οι συγγραφείς, καταλήγοντας ως εξής[14] – Σε μετάφραση:

Οποιαδήποτε και να είναι η προσέγγιση, ένας θα ανέμενε ότι οσάκις μια περίοδος αδικαιολόγητης και άλλης από de minimis καθυστέρησης μπορεί να αποδοθεί στην Πολιτεία, το Δικαστήριο θα διαπιστώσει παραβίαση του αρ. 6. Ωστόσο ως γεγονός δεν το πράττει πάντοτε. Αν και χρειάζεται περιόδους όπου έγιναν λίγα ή τίποτε για να διαπιστώσει παραβίαση, το Δικαστήριο είναι διατεθειμένο να ανεχθεί ορισμένες
αποδεδειγμένες  περιπτώσεις καθυστέρησης νοουμένου ότι η συνολική διάρκεια της διαδικασίας  δεν είναι σαφώς υπερβολική δεδομένου του αριθμού των σταδίων της διαδικασίας στην υπόθεση.

Ως προς τις ποινικές υποθέσεις, η διασφάλιση του εύλογου χρόνου αρχίζει από την ημερομηνία της διατύπωσης της κατηγορίας μέχρι την ημερομηνία της τελικής εκδίκασης της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας τη εφέσεως[15].

Νομολογιακώς, σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει καταγραφεί πως ένα πρόσωπο υπόκειται σε κατηγορία εντός της έννοιας του αρ. 6 της Σύμβασης όταν ειδοποιείται επισήμως για τους εναντίον του ισχυρισμούς ή όταν επηρεάζεται ουσιωδώς από τη διαδικασία που καταχωρείται εναντίον του[16]. Σε μια εύκολη υπόθεση (straight forward) αυτή είναι η ημερομηνία που ο κατηγορούμενος κατηγορείται από την Αστυνομία[17].Πλην όμως σε υποθέσεις όπου καθυστερεί η διατύπωση του κατηγορητηρίου ο χρόνος δυνατόν να αρχίζει από την ημερομηνία
της σύλληψης ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο κατηγορούμενος  ενημερώνεται
(becomes aware) ότι εξετάζεται άμεσα η πιθανότητα ποινικής δίωξης του[18].

Όπου ο κατηγορούμενος βρίσκεται υπό κράτηση εφαρμόζεται ένα πιο αυστηρό κριτήριο[19]. Η πολυπλοκότητα δυνατόν να υφίσταται από τον αριθμό των κατηγοριών, από την δυσκολία των επίδικων νομικών ζητημάτων και από τον όγκο της μαρτυρίας[20]. Η Πολιτεία δεν ευθύνεται για καθυστερήσεις που αποδίδονται στο κατηγορούμενο ή
στους δικηγόρους του. Η συμπεριφορά του κατηγορουμένου μπορεί να ληφθεί υπόψη
ως ένας αντικειμενικός παράγων για τον οποίο το κράτος δεν ευθύνεται. Ωστόσο η Πολιτεία ευθύνεται για καθυστερήσεις που αποδίδονται στην Κατηγορούσα Αρχή ή στο Δικαστήριο.

Για να θεμελιωθεί παραβίαση του αρ. 6(1) της Σύμβασης λόγω υπερβολικής διαδικαστικής καθυστέρησης δεν είναι ανάγκη να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος έχει επηρεαστεί δυσμενώς στην ετοιμασία ή παρουσίαση της υπεράσπισης του[21]. Η Αγγλική Νομολογία φαίνεται να διαφοροποιείται από αυτό τον κανόνα και σε σχετική απόφαση τη Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων[22] αποφασίστηκε πως, ποινική διαδικασία δυνατό να
ανασταλεί γιατί υπήρξε παραβίαση της αρχής πως η εκδίκαση της υπόθεσης θα έπρεπε να περατωθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά τούτο μπορεί να γίνει μόνο εφόσον δεν θα ήταν πλέον δυνατή η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ή για κάποιο πειστικό λόγο θα ήταν άδικο να προχωρήσει η δίκη εναντίον του κατηγορουμένου.

Από Κυπριακής απόψεως η Νομολογία είναι λήρως συνυφασμένη με τα δόγματα της Νομολογία του ΕΔΑΔ. Έτσι[23]:

<Παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 30.2 καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της. Το άρθρο 30.2 οριοθετεί τις προϋποθέσεις για την έγκυρη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη καθώς και της ποινικής του ευθύνης. Η διάγνωση τους έξω από τα πλαίσια αυτά αποτελεί εκτροπή από τα συνταγματικά θέσμια και καθιστά τη διαδικασία άκυρη ως μέσο διαπίστωσης των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου[24]. Η τήρηση των εχεγγύων που θέτει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου για τη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης και συγχρόνως υποχρέωση της πολιτείας>.

Απόλυτα ταυτισμένη λοιπόν η δική μας Νομολογία με την Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τόσο όσον αφορά τους παράγοντες που καθορίζουν την έννοια του <εύλογου χρόνου> όσο και όσον αφορά τις συνέπειες από την παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος[25].

Η προσέγγιση που πρέπει να υιοθετείται όταν αποφασίζεται κατά πόσο έχει παραβιασθεί το δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός εύλογου χρόνου έχει αναλυθεί στην Procurator Fiscal v. Watson (2002) 4 All E.R. 1[26]. Κρίθηκε ότι:

Το κατώφλι της απόδειξης παραβίασης της απαίτησης του εύλογου χρόνου δυνάμει του αρ. 6(1) της Σύμβασης ήταν ψηλό και ήταν σχεδόν με βεβαιότητα αχρείαστο να
εξεταστεί περαιτέρω εκτός αν το χρονικό διάστημα που παρήλθε εκ πρώτης όψεως και χωρίς οτιδήποτε άλλο έδινε λαβή για πραγματική ανησυχία. Ωστόσο αν η περίοδος που παρήλθε, εκ πρώτης όψεως και χωρίς οτιδήποτε άλλο, πράγματι δίνει λαβή για τέτοια ανησυχία, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει τα λεπτομερή γεγονότα και περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και η Πολιτεία έπρεπε να εξηγήσει και δικαιολογήσει οποιοδήποτε χρονικό διάστημα που διέρρευσε που φαινόταν ότι ήταν υπερβολικό. Τρεις παράγοντες πρέπει να διερευνηθούν ειδικώς ήτοι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του κατηγορουμένου και ο τρόπος με τον οποίο η υπόθεση έτυχε χειρισμού από τις διοικητικές και δικαστικές αρχές. Αν και ο κατήγορος δεν έχει γενική υποχρέωση να δείξει ότι είχε ενεργήσει με όλη τη δέουσα επιμέλεια και ταχύτητα, μια σημαντική έλλειψη ταχύτητας, αν είναι αδικαιολόγητη, θα υποδεικνύει προς την κατεύθυνση της
παραβίασης της απαίτησης του εύλογου χρόνου και η παρέλευση οποιασδήποτε
σημαντικής χρονικής περιόδου πριν από το κατηγορητήριο δυνατόν αργότερα να  απαιτεί
περισσότερη από την κανονική επιτάχυνση>.