Περί της ισότητος/ ισονομίας/ ισοπολιτείας – Άρθρο 28 του Συντάγματος

Το Άρθρο 28 του Συντάγματος, κατοχυρώνει την ισονομία και την ισοπολιτεία ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Η παράγραφος 1 του Άρθρο 28, ορίζει: «Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.» Η παράγραφος 2, του Άρθρου 28 ρητά απαγορεύει κάθε μορφή διάκρισης. Η εφαρμογή του Άρθρου 28, όπως και κάθε άλλου άρθρου του Συντάγματος, που εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου συναρτάται με τις διατάξεις του Άρθρου 35 του Συντάγματος που καθιστά τη διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή τους, υποχρέωση των νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών αρχών μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων τους.

Καθολικός πρέπει να είναι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καθολική η μέριμνα για τη διασφάλισή τους.

Η ίση μεταχείριση των παραβατών βαρύνει εξίσου όλες τις αρχές της Δημοκρατίας. Η αρχή της ισότητας επιβάλλει τη χωρίς διάκριση και χωρίς εξαίρεση, προσαγωγή των παραβατών ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η μεταχείριση και η τιμωρία των παραβατών αποτελεί πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και αποκλειστική ευθύνη των δικαστικών αρχών .

Το Σύνταγμα παρέχει δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να διακόπτει ποινική δίωξη (nolle prosequi). Ιστορική αναδρομή στην προέλευση του δικαιώματος μας οδηγεί στο Αγγλικό δίκαιο όπου ανάλογο δικαίωμα παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα. Το ίδιο δικαίωμα παρεχόταν στο Γενικό Εισαγγελέα στην Κύπρο βάσει του ισχύοντος δικαίου πριν την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας . Στην Αγγλία, το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να αναστέλλει ή ανακόπτει ποινική δίωξη, έχει ως αντικείμενο την παροχή εξουσίας σ’ αυτόν να αναστέλλει ποινική δίωξη όπου η διεξαγωγή της είναι αδύνατη. Τέτοια αδυναμία υφίσταται, (α) όταν ο κατηγορούμενος είναι αδύνατο να εντοπισθεί, και (β) όπου ο κατηγορούμενος λόγω διαπιστωμένης μόνιμης πνευματικής ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό του .

Η άσκηση της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα να προβαίνει ή μη σε ποινική δίωξη, εκφεύγει του πλαισίου της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος λόγω της συνάφειας της (εξουσίας) με τη δικαστική ποινική διαδικασία.

Σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίστηκε ότι η αναστολή ποινικής δίωξης άπτεται του τρόπου μεταχείρισης των παραβατών και κατά συνέπεια λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της τιμωρίας των ατόμων οι οποίοι συγκατηγορούνται με τα άτομα των οποίων η δίωξη αναστέλλεται. Η νομολογία επί του θέματος αναλύεται και οι αρχές που προκύπτουν από αυτή εξηγούνται στην Δημητρίου ν. Δημοκρατίας . Στην εν λόγω απόφαση υπογραμμίζεται ότι:

«Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.» Η επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου.

Ευχή μας όπως αυτό, ισχύει σε όλες των περιπτώσεων!

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος