Περί σχιζοφρένειας ο λόγος και περί του τεκμηρίου εχεφροσύνης, στον Χώρο του Ποινικού Δικαίου

Περί σχιζοφρένειας ο λόγος και περί του τεκμηρίου εχεφροσύνης, στον Χώρο του Ποινικού Δικαίου (στην βάση πρόσφατης και εμπεριστατωμένης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου)

Αναφέρει ο Ποινικός Κώδιξ, ήτοι κεφάλαιο 154, στο άρθρο 11 με πλαγιότιτλο Τεκμήριο εχεφροσύνης, πως: ” Κάθε πρόσωπο συμπεραίνεται ότι έχει σώες τις φρένες και ότι έχει σώες τις φρένες σε δεδομένο χρόνο, μέχρι απόδειξης του αντίθετου”.

Βάσει τούτο, είναι θεμελιωμένο ότι ο κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται ότι είναι εχέφρων και ότι έχει επαρκή λογική για να είναι υπόλογος των πράξεων του, εκτός αν το αντίθετο αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου. Για να θεμελιωθεί υπεράσπιση στη βάση του ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει σώας τας φρένας, πρέπει, εξ αντιδιαστολής συναγόμενο επιχείρημα, σαφώς, να αποδειχθεί ότι, κατά το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος, ο κατηγορούμενος έπασχε από τέτοιο παραλογισμό εξαιτίας ψυχικής ασθένειας (διαταραχής), ώστε να μη γνωρίζει τη φύση και την ποιότητα της πράξης την οποία έκανε ή αν γνωρίζει τη φύση και την ποιότητα της πράξης του, ότι δεν γνώριζε ότι έπραττε κάτι κακό .

Όπως καθορίστηκε στην κλασσική υπόθεση, που πιο πάνω έχουμε ήδη επισημάνει , δεν είναι αρκετό ένα άτομο να αντιμετωπίζει ψυχικά προβλήματα σε διάφορες περιόδους της ζωής του. Για να επηρεαστεί η ποινική του ευθύνη θα πρέπει να αποδειχθεί ότι, κατά το χρόνο της διάπραξης του εγκλήματος, ο κατηγορούμενος έπασχε από τέτοιο παραλογισμό εξαιτίας ψυχικής ασθένειας ώστε να μην γνωρίζει τη φύση και την ποιότητα της πράξης που έκανε ή αν τη γνώριζε δεν γνώριζε ότι αυτό που έπραττε ήταν κάτι κακό.

Σε υπόθεση άλλη με αναφορά στην Bratty v. A.G. for Northern Iceland λέχθηκε ότι «η ύπαρξη της σχιζοφρένειας αποδεικνύει μόνο ότι ο δράστης έπασχε από πνευματική ασθένεια (disease of the mind). Δεν αποδεικνύει, πρόσθετα, ότι, ως εκ της εν λόγω ασθένειας, ο δράστης δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι έπραττε ή να γνωρίζει ότι όφειλε να απέχει από την πράξη. Για το τελευταίο θέμα χρειάζεται πρόσθετη μαρτυρία».

Το Άρθρο 12 του Ποινικού μας Κώδικα Κεφ. 154, προνοεί ότι (εγκληματική) πράξη ή παράλειψη δεν καταλογίζεται σε πρόσωπο το οποίο, κατά το χρόνο της διάπραξης της, στερείτο της ικανότητος να αντιληφθεί τι διαπράττει ή (της ικανότητος) να γνωρίζει ότι όφειλε να απέχει από τη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης, ένεκα οποιασδήποτε ασθένειας που επηρέαζε τας φρένας του. Αν όμως δεν υπήρχε τέτοιος επηρεασμός των φρένων ένεκα ασθένειας, ώστε να επέλθει ένα από τα δύο προαναφερόμενα αποτελέσματα, τότε υπάρχει πλήρης καταλογισμός ευθύνης.

Πέραν όμως του μη καταλογισμού ευθύνης, το δίκαιο αναγνωρίζει και περιπτώσεις μειωμένης ευθύνης (diminished responsibility), λόγω ψυχικών διαταραχών .

Στην υπόθεση Νικολάου ο εφεσείων ήταν άτομο ψυχικά διαταραγμένο το οποίο παρουσίαζε παραληρητικές ιδέες, ακουστικές ψευδαισθήσεις και έπασχε από ενεργό ψυχοπαθολογία ψυχωτικού τύπου.

Στην υπόθεση Λεμή ο εφεσείων είχε πάρα πολύ μειωμένο βαθμό ευθύνης, κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος, λόγω ψυχιατρικών διαταραχών.

Στην Chambers το Αγγλικό Ποινικό Εφετείο έδωσε χρήσιμες κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τη μειωμένη ευθύνη λόγω ψυχιατρικών διαταραχών. Η αντιμετώπιση του Δικαστηρίου εξαρτάται από το πόσο μειωμένη είναι η ευθύνη του κατηγορούμενου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εξαιτίας των ψυχιατρικών διαταραχών που αποδεικνύονται με αξιόπιστη μαρτυρία πραγματογνωμόνων.

ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ