Περί Σφραγίσεως του Κλητηρίου και Νέα Διαταγή 64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας

Ουσιαστικώς και διαδικαστικώς το εν θέματι αναφερόμενο ζήτημα ενδιαφέρει.

Ειδικότερα, το θέμα περί σφράγισης διέπεται από την Διαταγή 2 θεσμός 12, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπου η Διαταγή προβλέπει, σε ελεύθερη μετάφραση ότι:-

«Εάν το κλητήριο είναι τέτοιο ώστε να μπορεί να σφραγιστεί, ο Πρωτοκολλητής πρέπει να καταχωρήσει την αγωγή στο Βιβλίο Πολιτικών Αγωγών (Civil Cause Book) και να δώσει στο κλητήριο αριθμό ο οποίος να δείχνει τη σειρά με την οποία καταχωρήθηκε η αγωγή• πρέπει να σημειώσει στο κλητήριο «Καταχωρήθηκε και σφραγίστηκε την …. ημέρα του ………, …..», αναφέροντας την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρήθηκε• πρέπει κατόπιν να σφραγίσει το κλητήριο με τη σφραγίδα του Δικαστηρίου, και μετά από αυτό θα θεωρείται ότι εκδόθηκε το κλητήριο και ότι άρχισε η αγωγή.»

Βάσει αυτού, εάν ήθελε φανεί πως η μη σφράγιση οφείλεται σε παράλειψη του Πρωτοκολλητή, η νέα Διάταξη 64, μετά την τροποποίησή της, αποβλέπει ακριβώς στο να καλύψει τέτοιου είδους παραλείψεις και παρεκκλίσεις από τους Θεσμούς, εξισώνοντας τις με παρατυπίες ώστε, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα, να δύνανται να θεραπευθούν και να περισωθούν από ακυρότητα. Το δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια με γνώμονα πάντοτε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, όπως αυτά αποτιμούνται υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, καθώς και των ευρύτερων συμφερόντων της δικαιοσύνης . Ένα από τα κύρια στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και το οποίο συχνά καθορίζει την απόφαση του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του αντιδίκου, ως αποτέλεσμα της παρατυπίας. Ο μη επηρεασμός των δικαιωμάτων του Εναγομένου ήταν ο κύριος λόγος που πρόσφατα έκρινε το Ανώτατο ότι η επίδοση εσφαλμένου τύπου κλητηρίου ήταν θεραπεύσιμη δυνάμει της Δ.64.

Με τη νέα Διάταξη 64, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Διαδικαστικό Κανονισμό 2/95, η προσπάθεια του Δικαστηρίου θα πρέπει πάντοτε να κλίνει υπέρ της διάσωσης οποιουδήποτε δικονομικού μέτρου που παρεκκλίνει από τους Θεσμούς, ενώ προηγουμένως αυτό θα εθεωρείτο άκυρο. Ωστόσο, στη νομολογία τονίζεται ότι η Δ.64 δεν είναι πανάκεια και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να θεραπεύει θεμελιώδεις παραλείψεις και ελαττώματα ασύνδετα προς αυτούς .

Καλυψώ Κ. Θεοχαρίδου
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος