Περί Δημοσιότητας ο λόγος σήμερα και δη, στις ποινικές υποθέσεις

Της Καλυψούς Κ. Θεοχαρίδου*

Αρκετές φορές τίθεται από την Υπεράσπιση (Δικηγόρο του Κατηγορούμενου δηλαδή) πως ο πελάτης του έχει γίνει αντικείμενο δημοσιοποίησης και προβολής από τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως (και ή εξαπατήσεως κατά τον δόκιμο πλέον όρο) και τούτη η δημοσιοποίηση και προβολή θίγει τα συνταγματικά του δικαιώματα, τείνοντας να προσβάλει τη αξιοπρέπεια του, την προσωπικότητα του και προ παντός, το περιβόητο τεκμήριο αθωότητος του.

Τούτου δοθέντος λοιπόν, κατόπιν καταδίκης και στο στάδιο άσκησης έφεσης, προβάλλεται ως λόγος και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος/Εφεσείων, στερήθηκε του Δικαιώματος Δικαίας Δίκης αφού δεν είχε μία ανεπηρέαστη και αμερόληπτη Δικαστική Διαδικασία και άρα, οι Δικαστές ακολουθώντας και/ή επηρεαζόμενοι από τον ορυμαγδό των δημοσιογραφικών ειδήσεων και τοποθετήσεων, καταδίκασαν αυτόν.

Η βασική/θεμελιώδης πρόνοια για το Δικαίωμα του Κατηγορουμένου σε Δίκαιη Δίκη και τα παρεπόμενα αυτής δικαιώματα προστατεύονται, όπως αρκετές φορές γράψαμε, τόσο σε Διεθνές και Κοινοτικό επίπεδο, όσο και σε τοπικό και δη, με Συνταγματική περιωπή. Λογίζεται δε, πως το Κράτος εξασφαλίζει την πιστή τήρηση και προσήλωση στις βασικές αυτές πρόνοιες που αφορούν την Ελευθερία εκάστου πολίτη αυτής της Χώρας.

Ένα ζήτημα επομένως, που αγγίζει το θέμα της μεροληψίας του Δικαστηρίου αφορά τον επηρεασμό του, ενδεχόμενα, από συνεχή και δυσμενή για τον εκάστοτε Κατηγορούμενο/Εφεσείοντα δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, αλλά και τη συνεχή παρουσία δημοσιογράφων στην αίθουσα του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Στην υπόθεση Αστυνομία ν. Φάντη (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και αργότερα στη Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, λέχθηκε ότι δεν τίθεται, ως θέμα ορθής αρχής, ζήτημα κατάργησης της δίκης εξ αιτίας δυσμενών δημοσιευμάτων.

Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου, Ποιν. Έφ. 56/09 σε αίτηση ημερ. 19.6.09, εν πλήρη Ολομελεία, ήταν ομόφωνη στην ενδιάμεση απόφαση που εκδόθηκε ότι, αρνητικά δημοσιεύματα στον τύπο σε σχέση με υπόθεση που εκδικάζεται ενώπιον Δικαστηρίου ή που θα αχθεί ενώπιον Δικαστηρίου, δεν εξισούνται και δεν οδηγούν, χωρίς άλλο, σε μη δίκαιη δίκη. Τα ίδια καταγράφηκαν και στην τελική απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου κ.ά., Ποιν. Εφ. αρ. 56/09-65/09, όπου τονίστηκε ότι «.. τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίδραση τους στο πλαίσιο της δίκης που καθηκόντως διεξάγεται.».

Δεν υπάρχει όμως αρχή ότι χωρίς συγκεκριμένη αρνητική επίδραση επί των παραγόντων της δίκης, τα δυσμενή δημοσιεύματα καθιστούν «… αυτοτελώς τη δίκη μη δίκαιη».

Επομένως, θα πρέπει να σταθμίζονται τα δεδομένα και εν τελική αναλύση να αποφαίνεται το Δικαστήριο κατά ποσόν μία δίκη δύναται να θεωρηθεί δίκαιη ή μη δίκαιη σε σχέση με τα συμφέροντα του Κατηγορούμενου.

*Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος